Το τραύμα ως ποιητική εμπειρία
Κριτική στο ποιητικό βιβλίο της Χριστίνας Λιναρδάκη, ΣΚΠ*, Αθήνα: ΕΝάΝΤΙΑ, 2024.
Της Νίκης Μισαηλίδη
Στην ποιητική συλλογή με τίτλο ΣΚΠ της Χριστίνας Λιναρδάκη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΝάΝΤΙΑ
(2024), κύριος θεματικός άξονας είναι το τραύμα, το οποίο εκκινεί από
την εμπειρία της ασθένειας, της παιδικής ηλικίας και, ευρύτερα, των
προσωπικών και κοινωνικών βιωμάτων. Και καθώς στην ποίηση η ασθένεια δεν
αποτελεί απλώς ένα βιολογικό γεγονός, αλλά συχνά λειτουργεί ως μεταφορά
για υπαρξιακές αγωνίες, κοινωνικές αποκλειστικές πρακτικές ή και
ερωτήματα γύρω από την ταυτότητα, η ποιήτρια με λόγο απλό, σχεδόν
καθημερινό, και ρεαλιστικότητα, κατορθώνει τη λογοτεχνική αναπαράσταση
του τραύματος όχι μόνο ως καταγραφή, αλλά ως πράξη επανεπεξεργασίας,
επανεπίσκεψης και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ως διαδικασία μερικής
επούλωσης.
Σύμφωνα με τη θεωρητικό Cathy Caruth, το τραύμα συνιστά ένα γεγονός τόσο επώδυνο, ώστε το υποκείμενο αδυνατεί να το επεξεργαστεί τη στιγμή της εμπειρίας· επανέρχεται, επομένως, μεταγενέστερα μέσω επαναλήψεων, εικόνων ή αφηγήσεων, διεκδικώντας αναγνώριση. «Το τραύμα φαίνεται να είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια παθολογία ή την απλή ασθένεια μιας τραυματισμένης ψυχής: είναι πάντα η ιστορία ενός τραύματος που φωνάζει, που μας απευθύνεται στην προσπάθεια να μας πει μια πραγματικότητα ή αλήθεια που δεν είναι αλλιώς διαθέσιμη», σύμφωνα με τον Freud (Caruth, 1996).
Στην ποιητική συλλογή ΣΚΠ, οι δύο ενότητες με τίτλους «Ουλές» και «Πληγές» συγκροτούν έναν συνεκτικό χώρο εμπειριών, όπου η σωματική ασθένεια και ο ψυχικός πόνος αποτυπώνονται με ωμή εντιμότητα, ενσυναίσθηση και στοχαστικότητα. Το ατομικό τραύμα, όπως προβάλλεται στα ποιήματα των ενοτήτων, δεν έχει μία μόνο αιτία ή μορφή. Αντιθέτως, η ποιήτρια παρουσιάζει το τραύμα ως πολυπαραγοντική εμπειρία που διαπλέκεται με το σώμα, το βλέμμα των άλλων και τη νοσοκομειακή πραγματικότητα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Η θεωρία λέει πως/τα αυτοάνοσα προέρχονται/από ψυχολογικά τραύματα/και συναφείς πληγές/μια δύσκολη παιδική ηλικία/έναν δυσλειτουργικό γάμο/την κοινωνική καταπίεση/το στρες/Όλα μετατρέπουν/το σώμα/σε ρηγματώδη πλανήτη/μ’ έναν πυρήνα συμπιεσμένο/γεμάτο μάγμα//Κάθε σταγόνα του που διαρρέει/γεμίζει/το σώμα/με βλάβες» (σ. 34).
Η Λιναρδάκη σ’ έντονο εξομολογητικό τόνο αποτυπώνει βιώματα που συνδέονται με το σώμα και την αρρώστια: «Λίγες μέρες μετά/η γνωμάτευση έγραφε/ «απομυελινωτικές εστίες»/» (σ. 16). Εδώ, η ποίηση λειτουργεί σχεδόν ως ιατρικό ντοκουμέντο, ως σημειωματάριο της εμπειρίας του σώματος που παύει να είναι αθώο. Η φράση της διάγνωσης δεν εξηγείται περαιτέρω – ενσωματώνεται ως έχει, χωρίς να απαιτείται ερμηνεία, στοιχείο που καταδεικνύει πόσο βαθιά έχει εγγραφεί η ασθένεια στην ταυτότητα του ποιητικού υποκειμένου. Σ’ άλλο ποίημα (σ. 21), μεταφέρεται η εμπειρία άλλης ασθενούς: «Στο δίκλινο δωμάτιο/η άλλη ασθενής/χάνει σταδιακά την όρασή της/Κανείς δεν ξέρει τον λόγο/ούτε οι γιατροί/Οι δεκάδες εξετάσεις/δεν επιτρέπουν κάποιο πόρισμα/Κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει/αυτό που της συμβαίνει/πόσο μάλλον να το θεραπεύσει/Κάποια μέρα απλά θα ξυπνήσει/τυφλή». Η ποιητική φωνή δεν περιορίζεται μόνο στη δική της εμπειρία· γίνεται και παρατηρητής, αυτόπτης μάρτυρας του πόνου των άλλων. Η αβεβαιότητα, η αδυναμία των γιατρών να δώσουν απαντήσεις, η σιωπηλή πορεία προς την αναπηρία, αποτυπώνουν την τραυματική διάσταση της ασθένειας, όχι μόνο ως βιολογικής κατάστασης αλλά και ως υπαρξιακής απειλής. Αντίστοιχα, στο ποίημα της σ. 20, η ποιητική φωνή καταγράφει: «Ένας νεαρός/περπατά με πι/δεν μπορεί να ισιώσει την πλάτη του/μιλά για το τελευταίο χειρουργείο του/και την αντλία κορτιζόνης/στη σπονδυλική του στήλη/είναι μόλις δεκαέξι», αναδεικνύοντας την τραγικότητα της νεότητας που πλήττεται από την ασθένεια. Το ποιητικό βλέμμα εστιάζει στην ανατροπή της κανονικότητας και την απώλεια της ανεμελιάς, εμβαθύνοντας στην έννοια του πρόωρου τραύματος. Έτσι, η αίσθηση ματαιότητας εντείνει τη δραματικότητα της ποιητικής αφήγησης.
Οι ασθενείς της Λιναρδάκη βιώνουν έντονα τον πόνο, την αγωνία, το άγχος και τη μοναξιά: «Την ίδια ώρα/η καρδιά μου/είχε κάνει τον γύρο της Γης/χίλιες φορές περίπου» (σ. 14) και σ’ άλλο ποίημα: «η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί/στις περιστρεφόμενες πόρτες του Meditarranean» (σ. 16). Ο ανθρώπινος πόνος μεταπλάθεται σε βιωμένη φρίκη στο «Ηλεκτρομυογράφημα» (σ. 17): «Στο πόδι ή αλλού στο σώμα/δεν ενοχλεί/στο πρόσωπο όμως/δεν είναι μόνο ο πόνος/είναι η φρίκη του ακούσιου σπασμού που/ξέρεις ότι σου τεμαχίζει/την όψη/σε μετατρέπει σε//σπασμένο είδωλο/αυτού που ήσουν πριν». Η ποιήτρια, μάλιστα με το «σπάσιμο» του στίχου αναδεικνύει το ψυχολογικό/εσωτερικό «σπάσιμο» του ατόμου που βιώνει το τραύμα.
Η θλίψη του ασθενούς εντείνεται καθώς λειτουργεί αντιστικτικά με τον «Ιατρικό ρομαντισμό» (σ. 27): «Η νευρολόγος μου/είναι φύση ρομαντική/πιστεύει πως στα φάρμακα βρίσκεται η θεραπεία//Κι ας έχει δει/πολλούς/συνεχώς να χειροτερεύουν/παρά τα φάρμακα/Εκείνη επιμένει/να πιστεύει στο όραμα/της επιστήμης που σώζει//Κατά βάθος/το πιστεύω κι εγώ μα/το αναπόδραστο/της κατάστασής μου/κάθε μέρα με διαπερνά και με συνθλίβει». Από τη μια η ιατρική επιστήμη έχοντας ως όπλα της τα φάρμακα «Aubagio, Gilonya, Zeposia» (σ. 26), την «Κορτιζόνη» (σ. 29), η οποία «Φωτιά/που κατακαίει τις φλέβες/ο ορός/στάζει αργά/την πολυπόθητη κανονικότητα» (σ. 29) και από την άλλη η ασθένεια ως «Ένας επαναλαμβανόμενος αλγόριθμος/που σε γεμίζει ανυπομονησία και απόγνωση» (σ. 19).
Με ποιον τρόπο και σε ποιο βαθμό ανατρέπεται η κανονικότητα και η φυσιολογικότητα της ανθρώπινης ζωής αποδίδεται με έντονες ρεαλιστικές εικόνες και με την ταυτόχρονη αξιοποίηση της παρομοίωσης στο «Αμαξίδιο» (σσ. 30-31). Σε πρώτο ενικό ρηματικό πρόσωπο και με έντονα συναισθηματικά φορτισμένο λεξιλόγιο η ποιητική φωνή κάνει μια «κατάθεση» προσωπική, εξομολογητική, εκ βαθέων, δηλώνοντας πως «Εγώ δεν είμαι /το σώμα μου//Το σώμα μου είναι/ένα κουτί/που μέσα του ζω/φυλακισμένη//ένα κουτί που έχει ανάγκες/να τραφεί/να το αγαπήσουν/σαν κάθε άλλον//Όμως/το δικό μου κουτί/είναι τα δεσμά μου/είναι το σημείο/της εξάρτησής μου/από τους άλλους/είναι ένα παράθυρο/ερμητικά κλειστό/που δεν μου επιτρέπει//να νιώσω τον κόσμο».
Η έννοια του ατομικού/προσωπικού τραύματος και η καταλυτική του επίδραση στη ζωή και στην ψυχοσύνθεση του ατόμου, ως καθοριστικού παράγοντα, συνδέεται και με τα δύσκολα, επίπονα βιώματα της παιδικής ηλικίας. Η ποιήτρια στις «Πληγές» παρουσιάζει εμφατικά τη σχέση με τα πρόσωπα του στενού, οικείου οικογενειακού περιβάλλοντος/εστίας, όπως με τη μητέρα και τη γιαγιά, η οποία παραμένει ανεξίτηλη. Στο ποίημα με τίτλο «Η περούκα» (σ. 43), η Λιναρδάκη με γλώσσα απλή, λιτή, περιγραφική, καθ’ όλα ρεαλιστική, ρέων αφηγηματικό/πεζό λόγο και συναισθηματικά φορτισμένο λεξιλόγιο αποτυπώνει την ασθένεια του καρκίνου: «Ο οδηγός/φρέναρε απότομα/τρανταχτήκαμε όλοι/Εσένα σου έφυγε η περούκα/κι αποκαλύφθηκε/ένα κρανίο γυμνό/καταντράπηκες/απελπίστηκες/εγώ τρόμαξα:/ήσουν στ’ αλήθεια εσύ;/Πού πήγαν/τα πυκνά μαλλιά σου;//Στο μεταξύ ο καρκίνος σου κάλπαζε/Ήμουν οκτώ».
Ο χρόνος είναι καταλύτης στην ποίηση της Λιναρδάκηˑ είναι κραταιός και ρυθμιστής της ατομικής ζωής. Τα βιώματα του παρελθόντος, και δη των παιδικών χρόνων, συνθέτουν τον κόσμο της μνήμης, γι’ αυτό «Πλέκω και ξεπλέκω/το νήμα των αναμνήσεων/η θύμησή σου κουβάρι, μαμά/Να το κάνω κασκόλ/να το φορώ στον λαιμό μου/σαν βρόχο/Να το κάνω μίτο/να μου δείχνει τον δρόμο/στους λαβυρίνθους της ζωής/κι ας ξέρω πως δεν θα σε βρω ποτέ πια/πως αντί για σένα θα συναντώ/παντού τον Μινώταυρο» (σ. 44). Το διακειμενικό – μυθολογικό στοιχείο συναντά το εσωτερικό – υπαρξιακό και μετουσιώνεται στο στοιχείο της απώλειας, που συγκροτεί τη μνήμη και «ανεβαίνει απ’ της ψυχής τ’ απόνερα ένα/κύμα θολό» (σ. 46), σύμφωνα με το μότο στο ποίημα «Λήθη» (σ. 46): «Δεν ξέρω/αν η μαμά μου τάφηκε/στην κηδεία της/ή μετά/στο σπίτι/όταν όλοι/– ακόμη και ο πατέρας μου –/δεν ξαναμίλησαν για κείνη/σαν να μην υπήρξε ποτέ» (σ. 46).
Η ελλειμματική σχέση του ποιητικού υποκειμένου με το σώμα του παρουσιάζεται να έχει τις ρίζες του στην παιδική ηλικία, τότε που το «Πρόσεχε μην πέσεις!/Η μόνιμη επωδός/της παιδικής μου ηλικίας/κι η αιτία της σχεδόν τέλειας/ανεπάρκειας μου/σε οποιαδήποτε δραστηριότητα/Η ρίζα της ισχνής σχέσης/με το σώμα μου/σαν αυτό που με συνδέει μαζί του/να είναι κάτι αδιόρατο/πρακτικά ανύπαρκτο/ένα φτερό που/ανά πάσα στιγμή/κάποιο χέρι/μπορεί να ξεκολλήσει/απ’ την πεταλούδα//(Εξυπακούεται πως πέφτω όλα μου τα χρόνια/Οι ουρανοί, σαν χλωμιάσουν,/δύσκολα ξαναγίνονται μπλε)» (σ. 48).
Η ευθραυστότητα και η μεταβλητότητα της ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων μοιάζουν με θραύσματα στη συλλογή ΣΚΠ: «Το παρελθόν μου/κρυστάλλινα αντικείμενα/τακτοποιημένα με τάξη/πάνω σ’ ένα ξύλινο τραπέζι//Μα η ζωή/τα έριξε όλα κάτω/γίναν θρύψαλλα/κι έμεινε//το απόλυτο κενό» (σ. 55). Η φαινομενική – επιφανειακή ευταξία στους στίχους της Λιναρδάκη διαρρηγνύεται από την ορμητικότητα του χρόνου, που κάποιες φορές αυτά που αφήνει πίσω του αποτελούν ένα «Ερείπιο» (σ. 54), παρόμοιο με μια «installation/από συντρίμμια/ξεκολλημένα κομμάτια/ενός κάποτε θαλερού συνόλου/γερού όπως το τσιμεντοκονίαμα/που με τον καιρό και τη φθορά/έσπασε τόπους τόπους/και τελικά κατέρρευσε//Έτσι κι ο γάμος μου/η installation ενός συνόλου που/λίγο λίγο μετατράπηκε/σε ερείπιο του εαυτού του».
Η ποιητική συλλογή ΣΚΠ αναδεικνύει το τραύμα όχι ως στιγμιαίο γεγονός αλλά ως διαδικασία εγγραφής στο σώμα και τη μνήμη. Η Χριστίνα Λιναρδάκη, μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες της που μοιράζεται με τον/την αναγνώστη/-στρια, προσφέρει μια βαθιά ανθρώπινη, σχεδόν καθαρτική, ματιά στο θέμα της ασθένειας και της εύθραυστης συνθήκης της ύπαρξης. Η ποιητική γραφή της λειτουργεί ως μορφή αντίστασης απέναντι στην απώλεια του ελέγχου, ως τρόπος κατανόησης και επεξεργασίας του πόνου. Η ποίηση δεν θεραπεύει το τραύμα, αλλά το κατονομάζει, το κάνει ορατό και άρα διαχειρίσιμο. Το νοσοκομειακό δωμάτιο μετατρέπεται σε χώρο αναστοχασμού, και ο ποιητικός λόγος σε εργαλείο υπαρξιακής επιβίωσης. Σε μια εποχή που ο πόνος συχνά αποσιωπάται ή μετατρέπεται σε στατιστική, η ποιήτρια υπενθυμίζει πως η Τέχνη μπορεί —και οφείλει— να μιλά για τα πιο ευάλωτα, τα πιο δύσκολα, τα πιο βαθιά ανθρώπινα.
Βιβλιογραφία
Caruth, C. (1996). Unclaimed Experience: Trauma, Narrative, and History. Johns Hopkins University Press.
Λιναρδάκη, Χ. (2024). ΣΚΠ. Αθήνα: ΕΝάΝΤΙΑ.
Mediterranean Hospital
Μάτια σφιγμένα δυνατά
μέσα στον μαγνητικό τομογράφο
η φωνή του τεχνικού ραγισμένη
μετά από μια αιωνιότητα
«τελειώσαμε» ανήγγειλε
Λίγες μέρες μετά
η γνωμάτευση έγραφε
«απομυελωνιτικές εστίες»
ο νους μου άδειασε
η Γη σταμάτησε ξαφνικά εκεί
στις περιστρεφόμενες πόρτες του Mediterranean
Οι διερχόμενοι δεν είχαν ιδέα
*******
ΚΝΣ
τ’ άρρωστα, κιθάρα, τα παιδιά σου,
λόγια και σκοποί· τι κακό τα τρώει
Κωστής Παλαμάς, «Η κιθάρα»
Οι καημοί της λιμνοθάλασσας
Χορδή ξεκούρδιστη
που κάνει κοιλιά
στο σκάφος της κιθάρας
στην κόγχη του ματιού
το οπτικό μου νεύρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου