Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 27, 2023

Η ιστορία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος είναι ιδιαίτερα σημαντική για να αντιληφθούμε την πορεία που ακολουθεί ένα αριστερό κόμμα στον μετασχηματισμό του σε αστικό.

Η νέα εποχή της μετάλλαξής του από αριστερό σε φιλελεύθερο δημοκρατικό κόμμα που ανοίγει στον ΣΥΡΙΖΑ, μαρτυρά ίσως την καταλυτική πράξη για μία σειρά από αριστερά και πρώην κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη, που στα πρότυπα του πρόδρομου στην πορεία τούτη Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) επιζήτησαν την «ανανέωσή» τους (ιδεολογική, λειτουργική και πολιτική). Μία φιλοδοξία που όμως, καθώς άλλαξε τον στόχο στη διεκδίκηση της εκλογικής νίκης αντί για τις πολιτικές διεκδικήσεις, τα έφερε να μετατραπούν κι αυτά σε απλά αστικά κόμματα και να διαχειρίζονται (και γιατί όχι όπως κάνουν οι επίγονοί τους -βλέπε ιταλικό Pd- να υπηρετούν) το κρατούν μοντέλο παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής του. Αυτή ακριβώς η ιστορία του ΙΚΚ και της ουσιαστικής μετάλλαξής του είναι ιδιαίτερα σημαντική για να αντιληφθούμε την πορεία που ακολουθεί ένα αριστερό κόμμα στον μετασχηματισμό του σε αστικό.

Αγκαλά και η γενέθλιος ημερομηνία της ουσιαστικής αλλαγής του ΙΚΚ θεωρείται η επιλεγόμενη (όπως είχαμε ξαναγράψει εδώ) «Στροφή της Μπολονίνα», μετά την Πτώση του Τείχους το 1989, με αυτουργό τον Ακίλε Οκέτο, την απαρχή της ίσως θα έπρεπε να την αναζητήσουμε ακόμη παλαιότερα. Γιατί ο τότε ΓΓ του PCI ουσιαστικά ριζοσπαστικοποιούσε το εγχείρημα του ιστορικού προκατόχου του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ για την αλλαγή τρόπου δράσης για την κατάληψη της εξουσίας, μέσα ακόμη και από συμμαχίες με τους ταξικούς αντιπάλους. Το 1973, αμέσως μετά το πραξικόπημα στη Χιλή και με ξέπνοα ήδη τα μεγάλα επαναστατικά ή κοινωνικά-σπουδαστικά κινήματα του ‘60, ο Μπερλινγκουέρ  συνέλαβε και προώθησε το δόγμα του Ευρωκομμουνισμού και τη στρατηγική του «ιστορικού συμβιβασμού» για τη συνδιαχείριση της εξουσίας με τους Χριστιανοδημοκράτες.

Ενρίκο Λέτα

Μία τακτική που κι εκείνη έχει την προϊστορία της και πάλι την επαύριο ενός κοσμοϊστορικού γεγονότος, το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην πρώτη πράξη του ιταλικού «ρεφορμισμού» το 50 Συνέδριο του 1946. Εκεί, όπου ο Παλμίρο Τολιάτι επέλεξε, όχι άλλη μία ένοπλη σύγκρουση όπως στην Ελλάδα ανάμεσα στις δυνάμεις της Αντίστασης και το υπό αμερικανική κηδεμονία κράτος, αλλά τη συμπόρευση του λεγόμενου «τρίτου δρόμου προς τον Σοσιαλισμό», που περνά μέσα από τον κοινοβουλευτισμό.

Πιστός στην «παράδοση» της μεταμόρφωσης και του ρεφορμισμού του Κόμματος απέναντι στις μεγάλες κοινωνικο-πολιτικές αλλαγές, με στόχο πάντα την εκλογική νίκη, ο Οκέτο αντιμέτωπος με τον θρίαμβο του Ριγκανισμού/Θατσερισμού, την άνοδο των απολίτικων κομμάτων στην πρώην Ανατολική Ευρώπη, επιτάχυνε την μεταλλαγή του κόμματος. Το 1991, 70 χρόνια μετά την ίδρυσή του στο συνέδριο του Λιβόρνο , το PCI έδωσε τη θέση του σε ένα νέο πολιτικό και κομματικό υποκείμενο το «Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστερά»” (PDS), με ταυτόχρονη αλλαγή συμβόλου: το σύμπλεγμα της κομμουνιστικής σημαίας με την ιταλικ

 [.........................................................................................................................]

Μεταλλασσόμενη, η ιταλική αριστερά θα χάσει πολλά σημεία αναφοράς τα οποία, είτε τα μοιράζονταν, είτε όχι το ευρύ κοινό, της εξασφάλιζαν εσωτερική συνοχή και οργανικότητα: η υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων, η υπεράσπιση του Συντάγματος, που η ίδια είχε συμβάλλει ώστε να έχει την προοδευτική δομή του, αλλά και ο βαθύς παιδαγωγικός και πολιτιστικός ρόλος που είχε μέσα στην κοινωνία. Η αλλαγή πολιτικής φοράς, έφερε μαζί του και την εστίαση σε ζητήματα της μόδας, που συνήθως γεννιούνται μέσα στις αποκλίσεις της ίδιας της φιλελεύθερης καταναλωτικής (και ιδεολογικά) πρακτικής:  όπως ο περιβαλλοντισμός, ο light ή μονόπλευρος φιλειρηνισμός, τα πολιτικά δικαιώματα αντί για να δίνεται ώθηση στα πραγματικά κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα.

Η κάποτε λαϊκή και εθνική αριστερά έγινε ατομικιστική και σταδιακά χάθηκε ακόμη και το μεταρρυθμιστικό της πνεύμα. Το παραδοσιακό εκλογικό της σώμα άρχισε να ρευστοποιείται, να γίνεται πιο εύπλαστο ιδεολογικά και συμπεριφορικά, με αποτέλεσμα εύκολα να περνά στο αντίπαλο στρατόπεδο. Και κυρίως να πέφτουν θύματα του λαϊκισμού, από τον οποίον (βλέπε ΣΥΡΙΖΑ και Podemos στην Ισπανία) δεν γλίτωνε ούτε και η ίδια η Αριστερά. Με αποτέλεσμα σε τούτον τον απολιτικό «διπολισμό» (καλό-κακό, δίκαιο-άδικο) να γιγαντώνεται η «άγνοια» και να ευνοείται η ιδεολογική «μετεγκατάσταση» στη λάθος πλευρά της Ιστορίας.

Η μετάλλαξη που επεδίωξε το PCI και ακολούθησε και σε μεγάλο βαθμό και η Αριστερά αλλού ήταν η σπουδή να ανταποκριθεί, εκλογικά μάλλον, στις αλλαγές να προσαρμοστεί πολύ γρήγορα σε αυτές, χάνοντας το κίνητρο να κρίνει, ακόμη και να αμφισβητήσει τον εαυτό της. Κυρίως η ιταλική αριστερά πριν χάσει τους στόχους του πολιτικού της έργου, έχασε τα μέσα: δηλαδή το ερέθισμα να αναλύει κριτικά τα τρέχοντα γεγονότα, την πραγματικότητα και τα πολιτικά και θεσμικά συστήματα και να μεσολαβεί σε μια περίπλοκη μελέτη του πλαισίου αναφοράς με βάση τις δικές του ιδεολογικές προτεραιότητες.

Τα κόμματα που ξεπήδησαν από το PCI, ήσαν και είναι κόμματα που επιλέγουν την εκλογική επιτυχία από τον κοινωνικό και πολιτικό αγώνα κι ως εκ τούτου μεταλλάσσονται σε ακόμη έναν διαχειριστή του υπάρχοντος παραγωγικού μοντέλου και της κοινωνικής αναπαραγωγής -με ίσως λίγο περισσότερες διορθωτικές ευαισθησίες στην εξέλιξη των εσωτερικών σχέσεων στην κοινωνία των πολιτών (βλέπε δικαιωματισμό), τις οποίες ενδέχεται να μεταρρυθμίσουν έτι γρηγορότερα από ένα δεξιό κόμμα. Ωστόσο, έχοντας και τον συνδικαλιστικό έλεγχο, στο επίπεδο της αλλαγής του πολιτικο-οικονομικού μοντέλου, αυτά τα κόμματα αποδείχθηκαν οι καταλύτες για την επιτάχυνση της νεοφιλελευθεροποίησης και των ιδιωτικοποιήσεων (όπως αποδείχθηκε με τη νίκη της Ελιάς στην Ιταλία).

Το γεγονός ότι από κόμμα της απόλυτης αντιπολίτευσης -όχι απλώς της κοινοβουλευτικής- που διεκδικούσε την εξουσία με όρους αλλαγής -κι όχι απλώς εναλλαγής στην κυβέρνηση- τα κόμματα αυτά έχασαν την ουσιαστική επαφή με τις αρχές και την ιστορία τους, τους καταστατικούς τους στόχους και την επαφή με τα ζωτικά γάγγλια της βάσης τους, χάνοντας παράλληλα και την πειθώ τους. Η μόνη διέξοδος ήταν ο λαϊκισμός και η επιλογή ενός αρχηγού-εικόνα, κατά τα πρότυπα της αμερικανικής πολιτικής.

Το μοιράζομαι:
Το εκτυπώνω
Γιώργης-Βύρων Δάβος
Ο Γιώργης-Βύρων Δάβος εργάζεται ως δημοσιογράφος και κριτικός Τέχνης και διδάσκει Αισθητική στην Ακαδημία της Μπρέρα (Μιλάνου) και Κοινωνιογλωσσολογία και Λογική Φιλοσοφία της Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο του Βίγο (Ισπανία), ενώ στον ελεύθερο χρόνο

Δεν υπάρχουν σχόλια: