Τοξικοεξαρτημένη Δικαιοσύνη
Ο σκληρός πυρήνας της ελληνικής δικαιοσύνης έχει θέσει τις εμπροσθοφυλακές του σε πανστρατιά θεσμικής, πολιτικής και πολιτειακής εκτροπής.
Aνώτεροι και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί κινούμενοι από τις ακραίες, εκδικητικές και καθεστωτικές τους ιδεοληψίες, είτε υποκαθιστούν την εκτελεστική εξουσία καθορίζοντας την πολιτική ζωή της χώρας είτε την εναγκαλίζονται με τρόπο ασφυκτικό για τη δημοκρατία. Το σκάνδαλο Novartis καθίσταται πολιτικά ορφανό ενώ δικαστικοί που το ερεύνησαν επιχειρείται να εξοντωθούν ηθικά. Η εισαγγελία του Αρείου Πάγου, με την απόφασή της να εκδικηθεί όσους αποκάλυψαν τις παρακολουθήσεις, αντί να διασώσει την δημόσια ζωή από το δηλητήριο, χαράσσει μια τακτική θεσμικού μιθριδατισμού.
Την ίδια στιγμή, δικαστές κατώτερων βαθμίδων δεν κρύβουν τον αρρωστημένο και αντικοινωνικό φιλοκυβερνητικό τους ζήλο και σπεύδουν να ικανοποιήσουν τις βουλές του επιτελικού παρακράτους με τρόπο που τραυματίζει βαθιά την εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στα υπολείμματα του κράτους δικαίου και της όποιας αντεγκληματικής πολιτικής. Ο Λιγνάδης και ο Κορκονέας ελεύθεροι, οι δολοφόνοι του Ζακ Κωστόπουλου επίσης, οι δολοφόνοι του 20χρονου Ρομά στο Πέραμα ανέγγιχτοι, το Νοor 1 στα αζήτητα μαζί και τα θύματα των ναρκεμπόρων, και η υπομονή χιλιάδων πολιτών των οποίων οι υποθέσεις βαλτώνουν επί σειρά ετών καταχωνιασμένες σε αποθήκες δικαστικών μεγάρων να εξαντλείται.
Η ανατροπή αυτού του νέου τύπου «κράτους των δικαστών» («gouvernement des juges») δεν μπορεί να γίνει ούτε αποκλειστικά με την «κατάληψη του κράτους» από μία δημοκρατικότερη κυβέρνηση, αλλά ούτε και μονόδρομα μέσω κοινωνικής πίεσης από τα κάτω. Απαιτείται ένας συνδυασμός γενναίου και ρηξικέλευθου εναλλακτικού κυβερνητικού προγράμματος και μία λαϊκή κινητοποίηση που θα το εκφράσει και θα το καταστήσει κτήμα της κοινωνίας. Αυτή η διαδικασία απαιτεί θέσεις και προτάσεις που θα θέτουν κατ’ αρχάς ένα νέο όραμα και θα απαντούν στο ερώτημα: αρκεί η τεχνική αναμόρφωση των δικλείδων που ορίζουν και περιορίζουν την δικαστική εξουσία ή απαιτείται η αναβάθμιση της κοινωνικής λογοδοσίας των δικαστών; Δεδομένου ότι η πρόσφατη εμπειρία κατέδειξε το αδιέξοδο της πρώτης στρατηγικής, οι σκέψεις που ακολουθούν - και, σημειώνεται, δεν αποτελούν ολοκληρωμένες προτάσεις - κλίνουν προς την δεύτερη κατεύθυνση.
Ο περιλάλητος a priori «σεβασμός στις αποφάσεις της δικαιοσύνης» έχει προσδώσει διαστάσεις μεταφυσικής αίγλης στο δικαστικό σύστημα γενικώς. Η καλλιέργεια μιας απροϋπόθετης κοινωνικής και πολιτικής αποδοχής των δικαστικών αποφάσεων καθιστά τις αποφάσεις αυτές δόγματα «ελέω Θέμιδος» και τους δικαστές απρόσβλητα τοτέμ. Η, δε, παραμικρή αναφορά στα πρόσωπα, στον βίο και την πολιτεία των δικαστών, ιδίως των ανωτέρων και ανωτάτων, αποτελεί ταμπού. Ο δημοκρατικός κόσμος -κόμματα, συνδικάτα, κινήματα, οργανωμένα σύνολα, ακαδημαϊκοί - οφείλει να ορθώσει ένα αντιαφήγημα απαξίωσης της κακοδικίας και των αστήρικτων αποφάσεων. Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» που έφτασε να το καταγγείλει με τρόπο επονείδιστο ακόμα και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι ένα όπλο ουσίας και επικοινωνίας που πρέπει να τεθεί ως προμετωπίδα της δημοκρατικής αυτής άμυνας. Επ’ αυτού δομήθηκε ο ανθρώπινος πολιτισμός, επ’ αυτού μεγαλούργησαν οι μεταρρυθμιστές του Διαφωτισμού, επ’ αυτού το κράτος απαγόρευσε την αντεκδίκηση και την αυτοδικία.
Στο ίδιο μήκος κύματος, θα πρέπει να θεσπιστεί ένα πλαίσιο κανόνων που θα διαρρηγνύει τον κοινωνικό απομονωτισμό των δικαστών. Λίγες είναι οι ευρωπαϊκές και άλλες δυτικές χώρες όπου οι δικαστές διαβιούν ως γκέτο, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό που αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα. Π.χ. στην Κύπρο κάποιος μπορεί να περνά το βράδυ του σε μια ταβέρνα όπου σε διπλανό τραπέζι ένας δικαστής με την παρέα του διασκεδάζουν. Στη Βουλγαρία, στην Ολλανδία, στη Σουηδία και αλλού, όταν θεσπίζεται κάποια μεταρρύθμιση π.χ. επί της προστασίας των παιδιών από την κακοποίηση, οι δικαστές εκπαιδεύονται ακομπλεξάριστα από επαγγελματίες που συνεργάζονται με ινστιτούτα, ερευνητικά κέντρα, ΜΚΟ κ.ά. Στην Ελλάδα, ο δικαστής είθισται να ζει ως οιονεί μέλος ενός ιερατείου και η επαγγελματική και προσωπική του ζωή να μην εκφεύγει των ορίων που θέτει το άβατο στο οποίο ανήκει. Δεν είναι τυχαία η αντίδραση του δικαστικού κατεστημένου εναντίον της εισαγγελέως της υπόθεσης Τοπαλούδη, η οποία αποφάσισε να δείξει αυτό που είναι: μία ικανή δικαστικός που δεν ξεχνά ότι είναι και πολίτης με ενσυναίσθηση. Η συνεχής και αυτόβουλη επανακατάρτιση - εκτός προγραμμάτων αποκλειστικά για δικαστικούς - επί πρόσφατων εξελίξεων στους τομείς της εγκληματολογίας, της τεχνολογίας και της ψηφιοποίησης, της ψυχικής υγείας, των σπουδών φύλου και διαφορετικότητας, του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της προστασίας του παιδιού κ.ά., θα έπρεπε να αποτελεί υποχρεωτικό όρο όχι απλώς της εξέλιξης αλλά και της ίδιας της παραμονής στο δικαστικό σώμα. Επιπλέον στους δικαστές θα έπρεπε να δίνονται κίνητρα ώστε να συμμετέχουν στη διαβούλευση κοινωνικών ζητημάτων πέρα από τα κλαδικά τους αιτήματα, να αρθρογραφούν στον Τύπο, να διαδρούν με τους παραγωγικούς φορείς, να ενημερώνουν μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικούς, να επιζητούν την κοινωνική ανατροφοδότηση. Όχι μόνο στις αίθουσες των εφετείων αλλά και στο δημόσιο χώρο.
Το δημοκρατικό κίνημα οφείλει να μελετήσει και να επεξεργαστεί μία ευρεία και καινοτόμα μεταμόρφωση του δικαστικού συστήματος. Είναι οφθαλμοφανές ότι το ζητούμενο δεν είναι πλέον οι ad hoc μεταρρυθμίσεις αλλά η ολιστική, ολόπλευρη αλλαγή. Αν δεν θέλουμε να εθελοτυφλούμε, οφείλουμε να επανεξεργαστούμε με τρόπο ευθύ και ειλικρινή στην ουσία της την ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών (Σύνταγμα της Ελλάδας, άρ. 88, παρ. 1), ιδίως όσον αναρριχώνται στους ανώτατους θώκους. Όσο το κράτος επηρεάζεται όλο και πιο έντονα από αλλότρια οικονομικά συμφέροντα και από μη ελέγξιμες ανατροπές που επιφέρει η τεχνολογία και η παγκοσμιοποίηση, τόσο περισσότερο το κοινωνικό σύνολο εναποθέτει τις όποιες ελπίδες θεραπείας της ανασφάλειας που βιώνει στους δικαστές οι οποίοι εξελίσσονται σε φορείς μιας όλο και περισσότερο διευρυνόμενης εξουσίας. Θεσμικό αντίβαρο σε αυτή την ασύμμετρη αύξηση εξουσίας, θα μπορούσε να είναι η εκλογή ανώτατων δικαστών από αυξημένες κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες ώστε ο διορισμός τους να απηχεί ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις αντί αποκλειστικά και μόνο την πολιτικά και χρονικά συγκεκριμένα βούληση του Υπουργικού Συμβουλίου όπως ισχύει τώρα (άρ. 90 παρ. 5). Φυσικά, οι όποιες σχετικές αλλαγές απαιτούν συνταγματική αναθεώρηση που να συμπλέει ή και να εμπλουτίζει την μη αναθεωρήσιμη αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρ. 26).
Περαιτέρω, οι δικαστές οφείλουν να αισθανθούν και οι ίδιοι ως κρινόμενοι αξιωματούχοι μέσα από ένα πλέγμα νέων διατάξεων και δικονομικών διαδικασιών που θα αποθαρρύνουν με τρόπο αποφασιστικό τη δικαιοδοτική ασυδοσία. Δεν είναι πλέον δυνατόν ένας δικαστής που εθελόβουλα διασαλεύει την κοινωνική συνοχή να υφίσταται - αν και όποτε υφίσταται - τις ίδιες κυρώσεις με έναν απλώς ασυνείδητο δημόσιο υπάλληλο. Η κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους ενός ανώτατου δικαστικού λειτουργού δεν μπορεί να εξομοιώνεται με την κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους ενός διεφθαρμένου π.χ. αυτοδιοικητικού υπαλλήλου. Εν ολίγοις, η σκοπούμενη κακοδικία πρέπει να γεννήσει αντίστοιχες και αντίρροπες ποινικές διατάξεις. Και δεν αναφέρομαι στην επιμέτρηση της ποινής που θα επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του δικαστή που θα δικάζει άλλον δικαστή αλλά στην εγκαθίδρυση ιδιωνύμων εκλημάτων ώστε η προβλεπόμενη ποινή να συμπίπτει με την κοινωνικά προσδοκώμενη.
Οι παραπάνω σκέψεις συνάδουν, θεωρώ, με ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης που σε κρίσιμες ιστορικές καμπές, θα ανακόπτει την αποδρομή μιας κοινωνίας και θα την θέτει και πάλι σε τροχιά προόδου. Είναι αλήθεια ότι όποιος τολμήσει να διαταράξει την αναπαραγωγή της παλαιάς και εν πολλοίς μετεμφυλιακής παράδοσης εντός της ελληνικής δικαιοσύνης, θα πρέπει να είναι έτοιμος για μεγάλες συγκρούσεις. Ωστόσο, αυτός είναι ο μόνος δρόμος , ώστε η Ελλάδα να μην βρεθεί de facto εκτός των στοιχειωδέστερων πτυχών του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος ώστε η επόμενη δημοκρατική κυβέρνηση να μπορέσει να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στην ίδια τη δημοκρατία. Και αυτή η εμπιστοσύνη είναι το μεγάλο ζητούμενο για τα επόμενα 50 χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου