Ένα αφήγημα γεννιέται
Η Ελένη Γιαννακάκη «διαβάζει» τη Μάρω Δούκα ● Βιογραφώντας τη διαχρονική Ελληνίδα ή πώς να μην κάνετε αυτοβιογραφία
Πώς γράφουμε; Είναι μια ερώτηση που συχνά πρέπει ως συγγραφείς να απαντάμε, διατυπωμένη με ποικίλους τρόπους, πότε διακριτικά και πλαγίως και πότε με απολύτως ευθύ τρόπο: Είναι αυτοβιογραφικό το βιβλίο σας; Κι αυτό γιατί την περιέργεια αναγνωστών (που αναλαμβάνει να την ικανοποιήσει ο/η δημοσιογράφος) εξάπτει η πιθανότητα να έχει μπροστά του τελικά σε πλήρη θέαση τα άπλυτα, αλλά και πλυμένα, της ζωής ενός ή μιας συγγραφέως. Εφόσον η πιθανότητα τα γεγονότα που περιγράφονται να είναι πραγματικά, βιωμένα, προσδίδει άλλο βάρος σ’ ένα βιβλίο, ακόμη και εν τη απουσία άλλων λογοτεχνικών αρετών. Εν ολίγοις η κουλτούρα της κλειδαρότρυπας πάλι εδώ.
Προσωπικά, ουδόλως με ενδιαφέρει αν το τελευταίο βιβλίο της Μάρως Δούκα, «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα», είναι αυτοβιογραφικό ή όχι, παρότι η συγγραφέας αφήνει αυτή την πιθανότητα σκόπιμα ανοιχτή (σε συνεντεύξεις της), κλείνει το μάτι στον αναγνώστη ότι, ναι, μπορεί και να διαβάζει κάποια μικρά και μεγάλα μυστικά από τη μακρόχρονη ζωή της, με τα ταπεινά παιδικά χρόνια και τη (μισή) καταγωγή από τα ένδοξα και περήφανα Σφακιά. Θα έλεγα βέβαια, με την αυθάδεια και την αυθαιρεσία της αναγνώστριας, πως εδώ η αυτοβιογραφία ως είδος, από υποκείμενο γίνεται αντικείμενο, παρωδείται ξεδιάντροπα και αυτοϋπονομεύεται, με τη συγγραφέα απλώς να μας ανοίγει, όχι ένα παράθυρο στη ζωή της, αλλά μια διπλόφυλλη πόρτα στην κουζίνα της, αποκαλύπτοντάς μας με το νι και με το σίγμα πώς «μαγειρεύει» τα βιβλία της και, για να μη γενικεύουμε, πώς ακριβώς φτιάχτηκε το συγκεκριμένο, δείχνοντάς μας ταυτόχρονα και τα άπλυτα κατσαρολικά στον νεροχύτη.
Με έντονη και συχνή την παρουσία του νερού, είτε με τη μορφή ποταμού, χείμαρρου ή ρυακιού, η Κάκια/Κατίγκω μάς ταξιδεύει στις πηγές της συγγραφικής της έμπνευσης: τα γάργαρα νερά της παιδικής αθωότητας που αντικαθίστανται σταδιακά από τον μολυσμένο βούρκο της γεροντικής ηλικίας, αποτέλεσμα της ροής του χρόνου και κυρίως της ανθρώπινης συνθήκης. Ήδη από την πρώτη σελίδα, η ονοματοδοσία του «σοφού διηγήματος» δένει σφιχτά με τη «ροή του ποταμού που με τα χρόνια ήταν στο γραμμένο του να γίνει χείμαρρος θολός με μουχλιασμένα, γλιτσερά νερά τον χειμώνα, ξεροπόταμος με σκουπίδια απ’ αυτά τα πλαστικά και τις κονσέρβες το καλοκαίρι». Φαινομενικά αμάσητα και ανεπεξέργαστα υλικά, η σαβούρα που κουβαλά το ποτάμι του χρόνου και της διαβλητής μνήμης στο διάβα του, άπειρες εγκιβωτισμένες κυκλοτερείς ή ελικοειδείς μικροϊστορίες από το παρελθόν αλλά και κάποιες από το παρόν, συνιστούν το «περιεχόμενο» του παρόντος μυθιστορήματος της Δούκα – ενός μυθιστορήματος-ποταμού χωρίς σημαντική πλοκή πέρα από τις κορυφώσεις της κάθε μιας από τις μικροϊστορίες, που όμως ουδόλως φαίνεται να τη χρειάζεται για να λειτουργήσει και να αναδείξει για μια ακόμη φορά την εμβέλεια του λογοτεχνικού ταλέντου της Μάρως Δούκα.
Η ανθρώπινη συνθήκη ή καλύτερα η γυναικεία συνθήκη διαχρονικά είναι, πέρα από τη διαδικασία της συγγραφής αυτής καθαυτής, ένα ακόμη ζητούμενο σ’ αυτό το μυθιστόρημα. H Ελληνίδα μάνα, γιαγιά, κόρη, σύζυγος, αδελφή, θεία, ανεξαρτήτως κοινωνικο-οικονομικής τάξης, τόπου καταγωγής και μορφωτικού επιπέδου, που περνά από την «επικράτεια» του πατέρα, του αδελφού και του συζύγου, ακόμη και του εγγονού, η «μουγκή» στυλοβάτης της οικογένειας αποτελεί αστείρευτη πηγή που ρέει σε ποτάμια, ρυάκια και χαράδρες της ζωής και αρδεύει τη (συγγραφική) δημιουργία. Παρότι εντελώς διαφορετικές οι συνθήκες της ζωής των γυναικών που διανθίζουν το μυθιστόρημα, κάπου έναν αιώνα πριν από αυτές των σημερινών, η αναλογία ανάμεσά τους αποδεικνύεται στιβαρή και λειτουργική. Γιατί σε τελευταία ανάλυση η γυναίκα, ως μάνα, σύζυγος, αδελφή και ίσως και γιαγιά, είναι αυτή που αναπαράγει την όποια κουλτούρα, που εμφυτεύει και συντηρεί τις αξίες, που δημιουργεί ανθρώπους, κυριολεκτικά και μεταφορικά, όπως και συγγραφείς, άνδρες ή γυναίκες, που συγγράφει αθόρυβα την ιστορία αυτού που ονομάζουμε ζωή, και τελικά την Ιστορία με κεφαλαίο γιώτα. Για να αγνοηθεί απ’ αυτήν πανηγυρικά μετά.
Ο λόγος προφορικός, ρέων και χειμαρρώδης, όπως θα άρμοζε στην καταγραφή των ελεύθερων συνειρμών στους οποίους βασίζεται η όλη συγγραφή, όπως μας πληροφορεί το κείμενο μετα-αφηγηματικώ τω τρόπω, ελλειπτικός αλλά και συχνά άκρως ρεαλιστικός στις περιγραφές του. Πολύ σοφά επίσης, η Δούκα συχνά υιοθετεί το ιδιόλεκτο των τριών γιαγιάδων, κρητικό και λαϊκό για τις δύο απαίδευτες Κρητικές και κάπως λογιότερο για την τρίτη, τη μη Κρητικιά και περισσότερο εγγράμματη γιαγιά. Ο απόηχος παραφρασμένων στίχων τραγουδιών σύγχρονων και παλιότερων, όπως και άλλων αφηγηματικών και μη ειδών, αποφθεγμάτων κ.λπ., είναι ιδιαίτερα έντονος σε όλο το βιβλίο (στην ουσία ένα βιβλίο-παλίμψηστο) προσδίδοντάς του μεταξύ άλλων φρεσκάδα και την αίσθηση ότι διαβάζουμε ένα βιβλίο για τις κοινωνικές συνθήκες της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα.
Το «Να είχα, λέει, μια τρομπέτα», δεν αποτελεί μια μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της συγγραφέως, αλλά την απόλυτη και ρεαλιστικότατη αυτοβιογραφία της συγγραφής του. Ακόμη ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα από τη μοναδική μας Μάρω Δούκα.
*Νεοελληνίστρια και μυθιστοριογράφος. Έχει διδάξει νεοελληνική φιλολογία στα Πανεπιστήμια της Κρήτης (1991-93) και της Οξφόρδης (1997-2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου