Για την προάσπιση των ελληνικών αρχαιολογικών μουσείων
H Εσθήρ Σολομών, επίκουρη καθηγήτρια Μουσειολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, γράφει στο Docville για τη ριζική αλλαγή του θεσµικού πλαισίου των πέντε μεγάλων μουσείων της χώρας που προωθεί η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι οι εποχές εσωστρέφειας και ελιτίστικης δράσης των µουσείων έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, δίνοντας τη θέση τους σε οργανισµούς µε τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά και όραµα: πέρα από τη φύλαξη, διάσωση και έκθεση των συλλογών τους, τα σύγχρονα µουσεία, µεταξύ των οποίων τα µεγάλα αρχαιολογικά µουσεία της χώρας, έχουν διευρύνει εντυπωσιακά τις δραστηριότητές τους σε επίπεδο εκθέσεων, εκπαιδευτικών και ερµηνευτικών δράσεων (και µε τη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών), πολιτιστικών δραστηριοτήτων κάθε είδους, έρευνας, εκδόσεων και πολιτιστικών ανταλλαγών, ένα σύνθετο έργο που αποσκοπεί όχι µόνο στη διάχυση της γνώσης σε ένα πολυσχιδές κοινό φυσικών και διαδικτυακών επισκεπτών αλλά και στην προσφορά ποιοτικού ελεύθερου χρόνου, τη συγκρότηση µνηµονικών κοινοτήτων και τη διαµόρφωση ευαισθητοποιηµένων πολιτών για θέµατα που συνδέουν το παρελθόν µε το παρόν.
Πώς όµως όλα αυτά θα παραµείνουν εφικτά σε µια εποχή ξέφρενου ανταγωνισµού στη βιοµηχανία του τουρισµού και σε αυτήν του ελεύθερου χρόνου; Πώς θα καλυφθούν ανάγκες και κόστη σε εποχές δηµοσιονοµικής κρίσης και περικοπής των δαπανών για τον πολιτισµό παρά τα τεράστια πνευµατικά και οικονοµικά οφέλη που µπορεί να έχει για µια κοινωνία (τοπική ή εθνική); Πώς τα µουσεία θα χειριστούν την εµπορευµατοποίηση και την παροχή υπηρεσιών που αποφέρουν νέες πηγές εσόδων, οι οποίες όµως δεν σχετίζονται άµεσα µε την κοινωνική αποστολή τους;
Απέναντι στις δυσκολίες επιβίωσης των πολιτιστικών οργανισµών και τα σχετικά της κόστη και θέλοντας να εφαρµόσει ιδιωτικοοικονοµικά κριτήρια διαχείρισης και ανάπτυξης, το κράτος αναγγέλλει τη µετατροπή των µεγάλων αρχαιολογικών µουσείων της χώρας σε ΝΠ∆∆ και ξεγελάει το κοινό, υποστηρίζοντας ότι η διοικητική ευελιξία που διακρίνει τα ΝΠ∆∆ θα επιφέρει την αυτοχρηµατοδότηση των µουσείων αυτών. Ωστόσο η ταύτιση αυτή των δύο αυτών χαρακτηριστικών (διοικητική ευελιξία και αυτοχρηµατοδότηση) όπως και η επίκληση των ξένων εθνικών µουσείων που λειτουργούν ως νοµικά πρόσωπα και όχι ως κρατικοί οργανισµοί είναι παραπλανητική και µη επιτεύξιµη. Γιατί;
Καταρχάς πρέπει να θυµόµαστε ότι βάσει διεθνών αποφάσεων τόσο η λειτουργία όσο και ο καθορισµός των προτεραιοτήτων των µουσείων οφείλουν να ακολουθούν µια βασική παραδοχή: πρόκειται για µη κερδοσκοπικούς οργανισµούς που αποβλέπουν στη διάσωση της πολιτιστικής κληρονοµιάς και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών, σκοποί που δεν µπορούν να καλυφθούν εξολοκλήρου από την επιχειρηµατική δραστηριότητα ενός µουσειακού οργανισµού, ο σκοπός του οποίου είναι κατά κύριο λόγο εκπαιδευτικός.
∆εύτερον, οι συλλογές των κρατικών αρχαιολογικών µουσείων της Ελλάδας δεν αποτελούν προϊόντα αγοραπωλησίας ή δωρεάς ιδιωτικών συλλογών, όπως συµβαίνει µε πολλά µουσεία του εξωτερικού (εθνικά και µη). Η δοµή των µουσείων του εξωτερικού, την οποία επικαλούνται οι υποστηρικτές της αλλαγής του νοµικού καθεστώτος των ελληνικών µουσείων, επιτρέπει τη δυνατότητα της διοίκησής τους µέσω ενός ∆Σ, συχνά εξωυπηρεσιακού, την ευελιξία αυτοδιάθεσης των εσόδων τους καθώς και την πρόσληψη προσωπικού σύµφωνα µε τα κριτήρια που θέτει ο εκάστοτε οργανισµός, ενώ το κράτος χρηµατοδοτεί ουσιαστικά το µεγαλύτερο µέρος των λειτουργικών και άλλων εξόδων τους.
Στην Ελλάδα ωστόσο οι συλλογές των κρατικών αρχαιολογικών µουσείων είναι κατά βάση προϊόντα επιστηµονικής ανασκαφικής δραστηριότητας που διεξάγει η ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία (ή εποπτευόµενοι από αυτήν φορείς όπως οι ξένες σχολές και τα πανεπιστηµιακά αρχαιολογικά τµήµατα) και συναρτώνται από αρχαιολογικούς χώρους που φροντίζει, διαφυλάσσει και αναδεικνύει η ίδια σε όλη την ελληνική επικράτεια. Εποµένως, από µουσειολογική άποψη, η διάκριση των µουσείων σε κρατικά και νοµικά πρόσωπα διασπά όχι µόνο το οργανωτικό αλλά και το επιστηµολογικό πλαίσιο ύπαρξης, λειτουργίας και ελέγχου της αρχαιολογικής διαδικασίας στη χώρα, καθώς και της κατανοµής των εσόδων της σε όλους ανεξαιρέτως τους µουσειακούς και ιστορικούς/αρχαιολογικούς χώρους που το κράτος προστατεύει και διαχειρίζεται (δηλαδή συλλογές, µνηµεία και χώρους που δεν έχουν την αίγλη και την επισκεψιµότητα των µεγάλων µουσείων) – στοιχείο που επίσης διαφοροποιεί την Ελλάδα από τις χώρες που επικαλούµαστε όταν µιλούµε για µουσειακή ευελιξία. Εφορείες και αρχαιολογικά µουσεία αποτελούν στην Ελλάδα κοµµάτια µιας κοινής λογικής δράσης, έρευνας και ανάδειξης, τουλάχιστον όσον αφορά τα κοµµάτια της συντήρησης, της αποθήκευσης, της τεκµηρίωσης, των εκθέσεων, της εκπαίδευσης, ακόµη και της συγκρότησης της πολιτιστικής ταυτότητας και προβολής ενός τόπου, έργο που επιτελούν εντατικά οι εφορείες αρχαιοτήτων.
Τέλος, το κρατικό καθεστώς των αρχαιολογικών µουσείων, τα οποία πρέπει να υπενθυµίσουµε εδώ ότι συνιστούν ούτως ή άλλως αυτόνοµες, εποµένως διοικητικά ευέλικτες περιφερειακές υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισµού, εξασφαλίζει την αξιοποίηση των δεξιοτήτων µιας εξαιρετικής γκάµας υπαλλήλων εντός της υπηρεσίας και µάλιστα αυτών µε την απαραίτητη επιστηµονική και τεχνική/µουσειογραφική κατάρτιση αλλά και την πολύχρονη τριβή µε τις ιδιαιτερότητες του αρχαιολογικού έργου. Παράλληλα εξασφαλίζει και τη σταθερή εφαρµογή του αρχαιολογικού νόµου που από συστάσεως του ελληνικού κράτους στηρίζει την πολιτιστική του ταυτότητα σε µια «αναπαλλοτρίωτη» πολιτιστική κληρονοµιά, δηλαδή τις αρχαιότητες και τα µνηµεία που, σύµφωνα µε τον νόµο, «ανήκουν στο ∆ηµόσιο κατά κυριότητα και νοµή και είναι πράγµατα εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας», κάτι που δεν φαίνεται να συµµερίζεται η παρούσα κυβέρνηση. Τούτο είναι σηµαντικό να επισηµανθεί σε µια εποχή που πολλά µουσεία, και µάλιστα κάποια από αυτά του εξωτερικού, δεν είναι πλέον βιώσιµα, λόγω είτε της οικονοµικής κρίσης είτε της πανδηµίας, µε αποτέλεσµα να κλείνουν ή –το χειρότερο– να διαλύονται ή να εκποιούνται οι συλλογές τους – έρχονται δηλαδή σε απόλυτη αντίθεση µε την έννοια του µουσείου ως οργανισµού προάσπισης του δηµόσιου συµφέροντος και της πολιτιστικής κληρονοµιάς ως δηµόσιου αγαθού.
Τα ελληνικά αρχαιολογικά µουσεία δεν χρειάζονται ριζική αλλαγή του θεσµικού τους πλαισίου αλλά βελτιωµένη εφαρµογή του. Η διατήρηση του δηµόσιου και κρατικού χαρακτήρα τους δεν αντίκειται ούτε στην αύξηση των εσόδων τους και της επισκεψιµότητάς τους ούτε στη βελτίωση της λειτουργίας τους ούτε βεβαίως στην υιοθέτηση αναγκαίων αλλαγών όσον αφορά την εύρυθµη και αποδοτική οργάνωσή τους στο πλαίσιο ενός µακρόπνοου και κοινωνικά προσανατολισµένου σχεδιασµού προστασίας του συνόλου της αρχαιολογικής κληρονοµιάς της χώρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου