Hang ’Em High (1968) [Κρεμάστε τους ψηλά]
Αυστηρότητα και επιείκεια ως στοιχεία
της θετικής γενικής πρόληψης
Art & Crime
ΠΗΓΗ: theartofcrime.gr
Ι. Λίγα λόγια για την ιστορία πίσω από το έργο
Για την κατανόηση της συγκεκριμένης ταινίας, είναι απαραίτητη μια σύντομη σύνδεση με το ιστορικό πλαίσιο αναφοράς της, το οποίο ήταν και είναι γνωστό στον μέσο Αμερικανό θεατή της, όχι όμως στον αλλοδαπό. Πρόκειται μεν περί μυθοπλασίας, η οποία αναπτύσσεται όμως επί ενός συγκεκριμένου ιστορικού υποβάθρου. Η στοιχειώδης γνώση του είναι, λοιπόν, απαραίτητη για την κατανόηση του προβληματισμού που θέτει η ταινία.
Toν Μάρτιο του 1875, ο Isaac Charles Parker ορκίστηκε Ομοσπονδιακός Δικαστής στο Περιφερειακό Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Δυτική Περιφέρεια του Αρκάνσας (United States District Court for the Western District of Arkansas), με έδρα το Fort Smith.[1] Ήταν μόλις 37 ετών, χωρίς ιδιαίτερες νομικές σπουδές, αφού, ολοκληρώνοντας τη βασική εκπαίδευση (πράγμα σπάνιο για την εποχή), είχε αρχικά υπηρετήσει ως δάσκαλος και, μετά από σύντομη εντρύφηση στα νομικά βιβλία, είχε κατορθώσει να γίνει δεκτός στον Δικηγορικό Σύλλογο (Bar) του Ohio. Πριν τον διορισμό του, είχε βεβαίως να επιδείξει μίαν άξια λόγου πορεία ως εισαγγελέας και εν συνεχεία εκλεγμένος δικαστής στην πόλη St. Joseph του Μισούρι, ενώ είχε εν συνεχεία εκλεγεί δις βουλευτής στο Κογκρέσο, αποτυγχάνοντας όμως να εκλεγεί γερουσιαστής της πολιτείας του Μισούρι το 1874. Η κομματική φιλία του με τον ρεπουμπλικάνο Πρόεδρο (στρατηγό-νικητή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου) Ulysses S. Grant σίγουρα έπαιξε ρόλο στο διορισμό του. Πολλοί πίστευαν ότι, δεδομένου και του νεαρού της ηλικίας του, δεν θα καταφέρει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, λόγω της ιδιαιτερότητας της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου που αναλάμβανε. Ως ομοσπονδιακό δικαστήριο, είχε μια μάλλον ασήμαντη ποινική δικαιοδοσία, η οποία περιοριζόταν στις ταχυδρομικές παραβάσεις και τις παραβάσεις των ομοσπονδιακών νόμων για τη φορολογία στα οινοπνευματώδη ποτά που τελούνταν στην Πολιτεία του Αρκάνσας. Οι σημαντικές ποινικές υποθέσεις για τα εγκλήματα κατά των προσωπικών εννόμων αγαθών, ακόμα και οι φόνοι, εκδικάζονταν από τα τοπικά πολιτειακά δικαστήρια. Πλην όμως, στα δυτικά του Αρκάνσας εκτεινόταν μια αχανής έκταση, γνωστή ως «Ινδιάνικη Επικράτεια» (Indian Territory) –επειδή εκεί είχαν εκτοπιστεί οι πέντε φυλές των «πολιτισμένων Ινδιάνων» (Creeks, Cherokee, Choctaw, Chickasaw, Seminoles)–, δηλαδή το έδαφος της σημερινής Πολιτείας της Οκλαχόμα. Τα εγκλήματα που τελούνταν στην περιοχή αυτή υπάγονταν στην ποινική δικαιοδοσία του Περιφερειακού Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Δυτική Περιφέρεια του Αρκάνσας, το οποίο δίκαζε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό (δηλ. αμετακλήτως), με μόνη δυνατότητα ανατροπής της καταδίκης την απονομή χάριτος από τον Πρόεδρο των Η.Π.Α. Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου (1865), στην Ινδιάνικη Επικράτεια έβρισκαν καταφύγιο κάθε λογής σκληρά κακοποιά στοιχεία, ιδίως αποκυήματα του αδελφοκτόνου ανταρτοπόλεμου στις μεσοδυτικές νότιες πολιτείες των Η.Π.Α.[2]
Ο Isaac C. Parker παρέμεινε στη θέση του ως τον θάνατό του, στις 17 Νοεμβρίου του 1896 (σε ηλικία μόλις 58 ετών). Μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 1896, όταν η ποινική δικαιοδοσία για την Ινδιάνικη Επικράτεια μεταβιβάστηκε σε ειδικώς συσταθέν γι’ αυτή ομοσπονδιακό δικαστήριο, το αμιγές ορκωτό Δικαστήριο της Δυτικής Περιφέρειας του Αρκάνσας, υπό την προεδρία του Isaac C. Parker, είχε κρίνει ενόχους για την κατηγορία του φόνου (ανθρωποκτονία εκ προθέσεως) 164 άνδρες και γυναίκες (επί συνόλου άνω των 300 κατηγορουμένων). Η ποινή που τους επέβαλε ο Δικαστής Parker ήταν θάνατος δι’ απαγχονισμού. Από αυτούς, οι 79 πράγματι απαγχονίστηκαν, κάποιοι απεβίωσαν πριν εκτελεστεί η ποινή τους και οι υπόλοιποι γλίτωσαν την αγχόνη λόγω απονομής χάριτος ή (στην ύστερη περίοδο της θητείας του) χάρη στην αποδοχή ενδίκου μέσου από το U.S. Supreme Court. Ως δήμιος του δικαστηρίου υπηρετούσε ο γερμανικής καταγωγής George Maledon, γνωστός για την τελειομανία του όσον αφορά την προετοιμασία των σχοινιών και των κόμπων. Οι εκτελέσεις ελάμβαναν χώρα δημοσίως, σε ένα ικρίωμα κατασκευασμένο στο προαύλιο του δικαστικού μεγάρου, στο οποίο μπορούσαν να απαγχονιστούν ταυτόχρονα έως και δώδεκα άτομα. Επί θητείας Parker, έλαβαν χώρα δύο φορές εκτελέσεις δι’ απαγχονισμού έξι ατόμων ταυτόχρονα.
Σημαντική για το έργο του ήταν η συμβολή της δικαστικής αστυνομίας που υπαγόταν στον Δικαστή Parker, των βοηθών ομοσπονδιακών αστυνόμων (deputy U.S. Marshals), τους οποίους επέλεγε προσεκτικά ο ίδιος ώστε να είναι ικανοί να φέρουν εις πέρας το εξαιρετικά δύσκολο έργο της σύλληψης ή/και προσαγωγής των παρανομούντων από την Ινδιάνικη Επικράτεια στην ομοσπονδιακή φυλακή (η οποία βρισκόταν στο υπόγειο του δικαστικού μεγάρου του Fort Smith). Κατά τη θητεία του, υπηρέτησαν περί τους 200, από τους οποίους 65 σκοτώθηκαν κατά την εκτέλεση του καθήκοντος. Έμειναν γνωστοί στην ιστορία ως «the men who rode for Parker» (κατ’ ελεύθερη, πλην ακριβή απόδοση: «οι καβαλάρηδες του Parker»). Ο δε Δικαστής Isaac Charles Parker πέρασε στην ιστορία της αμερικάνικης δύσης ως ο περίφημος «Hanging Judge Parker» («ο απαγχονιστής δικαστής Parker»). Απέκτησε το προσωνύμιο αυτό όταν διέταξε για πρώτη φορά τη δημόσια εκτέλεση δι’ απαγχονισμού έξι θανατοποινιτών ταυτόχρονα στις 3 Σεπτεμβρίου 1875, πράγμα που προκάλεσε το ενδιαφέρον του κοινού όχι μόνο σε τοπικό, αλλά και εθνικό επίπεδο.[3]
Συχνά ο Δικαστής Parker χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του αυστηρού δικαστή (στην αμερικανική νομική αργκό, ο χαρακτηρισμός «hanging judge» αποδίδεται μέχρι και σήμερα στον πολύ αυστηρό δικαστή), σε συνάρτηση με την αρνητική γενική πρόληψη ως σκοπό της ποινής, αφού υπολαμβάνεται ότι οι αθρόες καταδίκες σε θανατική ποινή από τον Δικαστή Parker λάμβαναν χώρα προς εκφοβισμό, ήτοι για να λειτουργήσουν αποτρεπτικά για τους παράνομους της (πραγματικά) «Άγριας Δύσης» της Ινδιάνικης Επικράτειας. Ωστόσο, τα σωζόμενα γραπτά του περιγραφόμενου ως ευγενούς, καλότροπου, θεοσεβούμενου και εργασιομανούς Δικαστή Parker καταδεικνύουν ότι στόχος του δεν ήταν οι (μάλλον αδύνατον να συμμορφωθούν) παραβάτες του ποινικού νόμου εντός της δικαιοδοσίας του, αλλά οι νομοταγείς πολίτες. Ο Δικαστής Parker ήταν υπέρμαχος αυτής της περί σκοπού της ποινής θεωρίας που σήμερα ονομάζουμε «θετική γενική πρόληψη», πολύ πριν η ιδέα αυτή δογματοποιηθεί από τη γερμανική θεωρία. Στις πρώτες οδηγίες που εξέδωσε ο Parker για το Σώμα της Ολομέλειας των Ενόρκων (Grand Jury) του Δικαστηρίου του κατά το έτος 1875, διακρίνει κανείς, όπως σημειώνει ο ιστορικός Fred Harvey Harrington, «τη βασική πεποίθηση του Parker ότι οι ένοχοι πρέπει να τιμωρούνται προς το συμφέρον των αθώων».[4] Πράγματι, οι οδηγίες του περιλαμβάνουν αποστροφές όπως:
«You are the great inquest between the government and the citizen, commissioned on the one hand to see to it, that all the violators of the government shall be in a proper and legal way presented to the court for punishment, that the dignity and supremacy of the laws of the United States may be upheld, that the good may be protected from the bad, that every person of every station in life shall be made secure in the enjoyment of his life, his life and his property».
[«Είστε το μεγάλο εξεταστικό όργανο μεταξύ της κυβέρνησης και του πολίτη, με αποστολή από τη μία πλευρά να φροντίζετε ότι όλοι οι παραβάτες {των νόμων} της κυβερνήσεως θα παρουσιάζονται κατά τον πρέποντα και νόμιμο τρόπο στο δικαστήριο για να τιμωρηθούν, ότι η μεγαλοπρέπεια και υπεροχή των νόμων των Ηνωμένων Πολιτειών θα διατηρείται, ότι οι καλοί θα προστατεύονται από τους κακούς, ότι κάθε πρόσωπο σε κάθε στάδιο της ζωής του θα είναι ασφαλές κατά την απόλαυση της ζωής του, της ζωής του και της περιουσίας του».]
Έχουν δε ως κατακλείδα μια επιτομή της ιδέας της θετικής γενικής πρόληψης:[5] [...............................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου