Κοσμάς Πολίτης, ένας κοσμοπολίτης μοντερνιστής
«Μια σκιά που περπατάει είναι η ζωή και τίποτ’ άλλο, ένας φτωχός θεατρίνος που πάνω στη σκηνή για λίγο κάνει τα σκέρτσα του κι έπειτα μήτε ξανακούγεται, είν’ ένα παραμύθι από ηλίθιο ειπωμένο αντάρα και βουή γεμάτο, μα δίχως νόημα κανένα».
Σαίξπηρ – Μάκβεθ V,v, 24-28
«Ο άνθρωπος ζει όσο μιλούν γι αυτόν»
Κοσμάς Πολίτης
Το τέλος μες στην αρχή
Μια ζωή κρίνεται πάντα στο τέλος. Τότε είναι που ο νους πριν σκοτεινιάσει και κατρακυλήσει στο έρεβος κάνει έναν αστραπιαίο απολογισμό που μοιάζει με το σφιχτό μοντάζ μιας ταινίας μικρού μήκους, γιατί ο χρόνος έχει τελειώσει, και η ταινία δεν διαθέτει παρά τα βασικά καρέ.
Όσο κι αν οι καλλιτέχνες ισχυρίζονται πως προτιμούν την τέχνη από τη ζωή πρέπει πρώτα να ζήσουν για να δημιουργήσουν, κι ας είναι εστιασμένοι στο έργο τους.
Ο Κοσμάς Πολίτης [εύγλωττο φιλολογικό ψευδώνυμο του Πάρι Ταβελούδη: Σμύρνη 16 Μαρτίου1888- Αθήνα 23 Φεβρουαρίου1974] ανήκε στην ίδια αυτή κατηγορία- αν υποθέσουμε πως υπάρχει άλλη – του ανθρώπου που έζησε τη διπλή ζωή ενός ανθρώπου με τις ατυχίες και τις ευτυχίες του που διψάει για «μια στάλα αίμα» παρά για μελάνι κι ενός συγγραφέα προσανατολισμένου στον μοντερνισμό και μάλιστα στον εσωτερικό μονόλογο.
«Το τέλος μου είναι η αρχή μου», αφού αρχή και τέλος είναι ένα χρονικό άνυσμα που μπορεί να μην αρχίζει και να μην τελειώνει από κει που φαίνεται εκ πρώτης όψεως.
«Τέρμα»
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα απ το τέλος κι όχι κατά το κοινώς λεγόμενο: «από την αρχή».
Μια προφανώς περίεργη διαίσθηση ότι φτάνει το τέλος έσπρωξε τον Κοσμά Πολίτη να ονομάσει το τελευταίο, όπως αποδείχτηκε, μυθιστόρημά του «Τέρμα», έτσι χωρίς άρθρο επίτηδες, θαρρείς, για να δηλώσει εμφατικότερα την τελεία που όμως δεν πρόφθασε να βάλει. Το μυθιστόρημα έμεινε ατέλειωτο, αφού τον πρόλαβε ο θάνατος και όπως πολλά ημιτελή έργα, παρά τα αντιθέτως νομιζόμενα, πως μόνο τα τελειωμένα έργα είναι εντελή, μπορεί να μην είναι το αριστούργημά του, αλλά είναι ένα ώριμο έργο και μάλιστα στην οριστική του μορφή που του λείπει ένα τέλος-αυτό δηλαδή το ποτήρι που ο άνθρωπος αν και γνωρίζει τη μοίρα του επιμένει να το αντιπαρέρχεται. Και μάλιστα παρά το αμετάκλητο του τίτλου δε μιλά για θάνατο, αλλά όπως τα περισσότερα έργα του Κοσμά Πολίτη, ξεχειλίζει κι αυτό από νεανικό σφρίγος. Αφηγείται τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα μιας δεκαοκτάχρονης και παράλληλα πραγματεύεται τη φυγή του ατόμου από την οικογένεια, την οποία ο συγγραφέας θεωρούσε καταπιεστικό θεσμό από τον οποίο ένας ελεύθερος άνθρωπος θα έπρεπε να δραπετεύσει.
Ο Κοσμάς Πολίτης δεν γέρασε ποτέ ούτε ως συγγραφέας ούτε ως άνθρωπος με την έννοια ότι ακολούθησε τη ζωή κι αυτό που του πρόσφερε ως το τέλος. Περηφανευόταν μάλιστα, παρά το ότι είχε ξεπεράσει τη μέση της ένατης δεκαετίας της ζωής, πως κοιμόταν λίγο για νάχει χρόνο να διαβάζει και να γράφει, λέγοντας: «Αλί στο γέρο που κοιμάται».
Και για του λόγου το αληθές να πώς αρχίζει το «Τέρμα»:
«Στον τοίχο, σε τόση απόσταση από το παράθυρο ώστε να μην το χτυπάει το παντζούρι όταν άνοιγε, ήταν κρεμασμένο το κλουβί, αρκετά ψηλά για να μην το φτάνει μ΄ ένα πήδημα καμιά ψοφόγατα, απ’ αυτές απ’ αυτές που τριγυρνούσαν ακόμα και τις νύχτες με φεγγάρι».
Ο Κοσμάς Πολίτης πέθανε όρθιος υπομένοντας με καρτερία και αξιοπρέπεια το τέλος, αλλά ήταν ήδη ένας τσακισμένος, ένας ρημαγμένος άνθρωπος απομονωμένος κι ίσως, όπως μαρτυρεί ο Στέλιος Ξεφλούδας, εισηγητής του εσωτερικού μονολόγου στην Ελλάδα, ξεχασμένος στο σπίτι της Κηφισιάς που είχε σχεδιάσει ο ίδιος και κατοικούσε σ’ αυτό από το 1942. Στις 21 Απριλίου 1967 τον συνέλαβαν οι στρατιωτικές αρχές ως αριστερό, παρά το ότι ήταν 79 ετών, επειδή υπήρξε μέλος του ΚΚΕ [το 1944] και συνιδρυτής της ΕΔΑ, αν και είχε απομακρυνθεί από το κόμμα. Μετά από μια πολύωρη ανάκριση τον κράτησαν για μέρες στο αστυνομικό τμήμα του Ψυχικού και με την θαρραλέα μεσολάβηση στον Παττακό της Τατιάνας Γκρίτση – Μιλλιέξ του επέτρεψαν να θάψει τη γυναίκα του και του επέβαλαν κατ’ οίκον περιορισμό.
Στην Κατοχή είχε χάσει την αγαπημένη του μοναχοκόρη, απώλεια που δεν ξεπέρασε ποτέ. Εξομολογήθηκε μάλιστα στο Γιώργο Σαββίδη που είχε την πρωτοβουλία να δημοσιεύσει το περίφημο «Στου Χατζηφράγκου» στο περιοδικό «Ταχυδρόμος», ότι αν ήταν τότε μαζί με τη γυναίκα του θα είχε βρει τρόπο να σώσει την κόρη του που ήταν μόλις 23 ετών και πέθανε μετά τη γέννηση θνησιγενούς βρέφους [σύζυγός της ήταν ο σκηνοθέτης Γιώργος Μιχαηλίδης].
«Στου Χατζηφράγκου»
Για το «Στου Χατζηφράγκου» [1962] που ήταν μια λαϊκή γειτονιά της ελληνικής συνοικίας της Σμύρνης, στην οποία έζησε τα πρώτα 34 χρόνια της ζωής του, είχε δηλώσει ότι είναι «η βιογραφία μιας εποχής και μιας κοινωνίας βασισμένη στην πραγματικότητα και στολισμένη σε φανταστικά στοιχεία».
Η ιστορία διαδραματίζεται στα 1904, αλλά ένας από τους ήρωες μιλά την εποχή της συγγραφής του έργου και για την καταστροφή της. Και αυτό το βιβλίο έχει τα παιδιά από τη μια μεριά που δρουν και κινούνται γυρίζοντας τον τροχό του χρόνου, και τους μεγάλους από την άλλη που η ζωή τους είναι στατική.
Η προτελευταία παράγραφος του μυθιστορήματος είναι κάπως μελαγχολική, αλλά ο συγγραφέας δεν ήθελε, λέει, να κλείσει ο αναγνώστης θλιμμένος το βιβλίο και πρόσθεσε μια τελευταία παράγραφο που εξισορροπεί τα πράγματα, ποιητικά πάντα:
«Κάποιες φορές, τη νύχτα, σηκώνεις τα μάτια σου κι αγναντεύεις τ’ άστρα, περιμένοντας μήπως σταλάξουνε κάποιο βάλσαμο, κάποια παρηγοριά ή ελπίδα. Μα εκείνα λάμπουνε παγερά κι ατσαλένια.
»Ωστόσο, κοίτα, να! Χάραξε κιόλα η ανατολή κι έρχεται κύματα κύματα το φως για μια παγκόσμια ελπίδα».
Το 1970 το μοναδικό αφιέρωμα στο έργο του Πολίτη ήταν σε κάποιο αμερικανικό περιοδικό. Παρά το ότι το έργο του είχε διαβαστεί, εκτιμηθεί και αποτιμηθεί ως σημαντικό, όπως συνήθως συμβαίνει η αναγνώριση δεν ήταν αυτή που του άξιζε.
Το τέλος
Την τελευταία μέρα του Ιανουαρίου του 1973 χρειάστηκε να εισαχθεί στον «Ευαγγελισμό» με αναπνευστική και καρδιακή ανεπάρκεια. Ένα μήνα μετά μεταφέρεται σε οίκο ευγηρίας στο Μαρούσι. Στις 16 Ιανουαρίου του επόμενου έτους [1974] ξαναμπαίνει στον «Ευαγγελισμό», όπου και πεθαίνει λίγο αργότερα. Δεν πρόλαβε να μάθει πως οι τελευταίες εξετάσεις έδειξαν πως είχε καρκίνο του πνεύμονα. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Είμαι για τις μολόχες».
Η αρχή
Ο Παρασκευάς Ταβελούδης ήταν γιός ενός αυταρχικού εμπόρου από τη Λέσβο που δεν τον άφηνε να παίζει με τα παιδιά του δρόμου και μιας φιλάσθενης μητέρας που πέθανε μετά από μακροχρόνια ασθένεια όταν ο Πάρις ήταν μόλις δώδεκα ετών. Ευτυχώς όμως είχε και μια αδελφή δέκα οχτώ χρόνια μεγαλύτερή του που ανέλαβε την φροντίδα και την ανατροφή του.
Όταν πια «άφησε πίσω το μεσαίωνα της παιδιάτικης ζωής του» είχε πίσω του σπουδές [Ευαγγελική Σχολή και Αμερικανικό Κολλέγιο της Σμύρνης] και επαγγελματική σταδιοδρομία στρωμένη [από το 1905 και για έξι χρόνια εργάζεται στην Τράπεζα Ανατολής και τα επόμενα οκτώ χρόνια στην Wiener Bank στη Σμύρνη πάντα]. Στην προσωπική του ζωή γνωρίζει, ερωτεύεται και παντρεύεται την Κλάρα [γεν. το 1894] το γένος Κάρολου Κρέσπι, αυστρο-ουγγρικής καταγωγής.
Ώσπου η Καταστροφή της Σμύρνης τον φέρνει στη γενέτειρά του την Αθήνα:
«Κάποιο βραδινό πήρα το δρόμο του Θησείου, ανέβηκα στο λόφο του Αστεροσκοπείου και από κει στην Πνύκα. Είδα το αθάνατο πνεύμα να κατεβαίνει μέσα στο διάφανο αιθέρα, να γίνεται χρώμα και φως εξαϋλώνοντας τις απαλές βουνογραμμές και να κατασταλάζει ολόχρυσο πάνω στον ιερό μας βράχο».
Το 1925 γίνεται υποδιευθυντής στην Ιονική Τράπεζα. Και τον επόμενο χρόνο ο απόμακρος, αυταρχικός πατέρας του πεθαίνει. Έτσι δεν έμαθε ποτέ πως παράλληλα με την τραπεζική του καριέρα ο τριανταοκτάχρονος γιος του θ’ αλλάξει όνομα και αργά αλλά σταθερά θα κερδίσει μια αξιοζήλευτή θέση στη νεοελληνική πεζογραφία. Ποιος ξέρει πώς θ’ αντιμετώπιζε το γεγονός ο αυστηρός πατέρας.
Το καθυστερημένο ξεκίνημα
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ=>Περιοδικό Περί Ου
https://www.periou.grΚώστας Ξ. Γιαννόπουλος: Κοσμάς Πολίτης, ένας κοσμοπολίτης μοντερνιστής. _____________________ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
2. ΤΑΣΟΣ ΨΑΡΡΑΣ: ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
Ντοκιμαντέρ
Η ζωή και το έργο του Κοσμά Πολίτη , από τη σειρά της ΝΕΤ "Εποχές και Συγγραφείς"
3. Κοσμάς Πολίτης (1888-1974) - «Λόγος 10»
Στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση «Κοσμάς Πολίτης (1888-1974)» η οποία εντάσσεται στον κύκλο εκδηλώσεων «Λόγος 10» που επιμελείται ο Πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, κ. Σταύρος Ζουµπουλάκης.
Έχουμε πολλούς λόγους να επανερχόμαστε αναγνωστικά στον Κοσμά Πολίτη, έναν από τους κορυφαίους μυθιστοριογράφους της γλώσσας μας τον εικοστό αιώνα.
Η Eroica, με θέμα τις πρώτες εφηβικές εμπειρίες έρωτα και θανάτου, είναι μάλλον το μυθιστόρημά του που αγαπήθηκε περισσότερο και θα διαβάζεται πάντα, καθώς όλοι μας έχουν τη ροπή να επιστρέφουμε στα εφηβικά χρόνια. Φέτος ωστόσο, που κλείνουν 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, έχουμε έναν πρόσθετο λόγο να επισκεφτούμε τον Πολίτη, ο οποίος έζησε τα δικά του παιδικά και εφηβικά χρόνια στη Σμύρνη, όπου η οικογένειά του εγκαταστάθηκε το 1890, και έφυγε από εκεί το 1922.
Το μυθιστόρημά του Στου Χατζηφράγκου, από το όνομα μιας λαϊκής συνοικίας της Σμύρνης, δημοσιευμένο στην επέτειο των 40 χρόνων της Καταστροφής (1962-1963), αποτυπώνει τη ζωή των καθημερινών ανθρώπων στον ακατανόητο ορίζοντα της Ιστορίας.
Ομιλητές Ελισάβετ Κoτζιά, Κριτικός Λογοτεχνίας Αγγέλα Καστρινάκη, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, πεζογράφος Γιώργος Καλλίνης, Δρ. Φιλολογίας, ΕΔΙΠ στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου