Τρίτη, Αυγούστου 16, 2022

"ΜΙΜΙΑΜΒΟΙ" ΤΟΥ ΗΡΩΝΔΑ: Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΘΩΡΙΑΚΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

 


Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει οκτώ μιμιάμβους (δηλαδή μίμους σε ιαμβικό μέτρο), γραμμένους στο α' μισό του 3ου αιώνα π.Χ. Οι μίμοι συνήθως αποτυπώνουν, σε πεζό ή έμμετρο λόγο, σκηνές της καθημερινής ζωής και αναδεικνύουν τυπικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το ταπεινό είδος του μίμου, που ποτέ δεν αξιώθηκε τη θεσμική αναγνώριση των μεγάλων δραματικών ειδών, στο πέρασμα των αιώνων αποδείχθηκε το μακροβιότερο όλων και έφτασε να μονοπωλεί το θέατρο, όταν τα άλλα είδη αποτελούσαν παρελθόν.
Οι μιμίαμβοι του Ηρώνδα κατά κανόνα έχουν διαλογική μορφή.
Διαδραματίζονται σε αστικό περιβάλλον και αντλούν την ύλη τους προεχόντως από όχι ιδιαιτέρως ευυπόληπτες περιοχές του ανθρώπινου βίου. Η πλοκή είναι υποτυπώδης, ενώ το κύριο βάρος πέφτει στην προβολή  των χαρακτήρων - η γριά μαστροπός, ο αγοραίος πορνοβοσκός, η υστερική μητέρα με τον άτακτο και ανεπίδεκτο μαθήσεως γιο, οι ευλαβείς και συνάμα φιλότεχνες και φλύαρες κυράδες, η δεσποτική κυρία που συνουσιάζεται με τον δούλο της, οι ηδονοχαρείς "κολλητές", ο δαιμόνιος τσαγκάρης. Τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα είναι συνήθως γυναίκες, ωστόσο οι δύο πιο ολοκληρωμένοι χαρακτήρες είναι άντρες.
Πρόκειται για θεατρικό κείμενα που εντυπωσιάζουν με την αμεσότητα του ύφους, τον σφριγηλό λόγο και την κωμική αιχμηρότητα ή την ειρωνεία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Περιεχόμενα

Πρόλογος
Εισαγωγή
Προκυκλίς ή μαστροπός / Η μαστροπός
Πορνοβοσκός / Ο νταβατζής
Διδάσκαλος / Ο δάσκαλος
Ασκληπιώ ανατιθείσαι και θυσιάζουσαι / Οι κυράδες με το τάμα και τη θυσία στον Ασκληπιό
Ζηλότυπος / Η ζηλιάρα
Φιλιάζουσαι ή ιδιάζουσαι / Οι κολλητές
Σκυτεύς / Ο τσαγκάρης
Ενύπνιον / Το όνειρο
Σημειώσεις
Αποκλίνουσες γραφές
 Prostitution in Ancient Athens - World History Encyclopedia

Η μαστροπός / Ο νταβατζής / – Ηρώνδας

του Ηρώνδα

——

Ε  Ι  Σ  Α  Γ  Ω  Γ  Η

Σύμ­φω­να με έναν πο­λύ γνω­στό αρ­χαίο ορι­σμό, ο μί­μος εί­ναι «μί­μη­ση βί­ου που πε­ρι­λαμ­βά­νει και όσα επι­τρέ­πο­νται, όσα εί­ναι κοι­νω­νι­κώς απο­δε­κτά, και όσα δεν επι­τρέ­πο­νται» (μί­μη­σις βί­ου τα τε συ­γκε­χω­ρη­μέ­να και ασυγ­χώ­ρη­τα πε­ριέ­χων). Πα­ρό­τι η ανα­φο­ρά στα ασυγ­χώ­ρη­τα (μη απο­δε­κτά) –με την εξυ­πα­κουό­με­νη μά­λι­στα έμ­φα­ση σ’ αυ­τό το σκέ­λος– κα­λύ­πτει έναν προ­νο­μια­κό χώ­ρο του μί­μου, ο ορι­σμός εί­ναι πε­ριο­ρι­στι­κός και δεν απο­τυ­πώ­νει την απα­ρά­μιλ­λη ποι­κι­λο­μορ­φία των εκ­δη­λώ­σε­ων που συ­στε­γά­ζο­νται κά­τω από τον ευ­ρύ­χω­ρο όρο «μί­μος». Με κά­ποια υπερ­βο­λή, αλ­λά πιο κο­ντά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, θα έλε­γε κα­νείς σε σχέ­ση με τα με­γά­λα δρα­μα­τι­κά εί­δη πως ό,τι δεν εί­ναι τρα­γω­δία, κω­μω­δία και σα­τυ­ρι­κό δρά­μα θα μπορού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί μί­μος. Πά­ντως, στις απαρ­χές, βα­σικά του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πρέ­πει να ήταν η μί­μη­ση σκη­νών της κα­θη­με­ρι­νής ζω­ής, η έμ­φα­ση στα τυ­πι­κά στοι­χεία της αν­θρώ­πι­νης συ­μπε­ρι­φο­ράς, η χρή­ση πε­ζού λό­γου και ο αυ­το­σχε­δια­σμός στην πα­ρά­στα­ση.

Με τη μια ή την άλ­λη μορ­φή, ο μί­μος υπάρ­χει στις πα­ρυ­φές του θε­ά­τρου ήδη από την κλα­σι­κή επο­χή, όταν η ακ­μά­ζου­σα τρα­γω­δία και κω­μω­δία δε­σπό­ζουν στη σκη­νή και στην ορ­χή­στρα, συ­νε­χί­ζει να εξε­λίσ­σε­ται και να επε­κτεί­νε­ται πλάι στα εί­δη αυ­τά, όταν παίρ­νουν να πα­ρακ­μά­ζουν, και μο­νο­πω­λεί στη συ­νέ­χεια επί αιώ­νες το θέ­α­τρο (και άλ­λους χώ­ρους) χει­ρο­κρο­τού­με­νος από τους θια­σώ­τες του και βαλ­λό­με­νος από τους πο­λέ­μιούς του, όταν τα εί­δη εκεί­να απο­τε­λούν πια πα­ρελ­θόν. Πό­σο δρα­στι­κές διερ­γα­σί­ες για το θέα­τρο έλα­βαν χώ­ρα στη μα­κραί­ω­νη πο­ρεία του μί­μου, το αντι­λαμ­βά­νε­ται κα­νείς αν ανα­λο­γι­στεί ότι κά­ποια από τα αυ­το­νό­η­τα για το νε­ό­τε­ρο θέ­α­τρο, αδια­νό­η­τα όμως για το θέ­α­τρο της κλα­σι­κής αρ­χαιό­τη­τας, όπως εί­ναι το θε­α­τρι­κό έρ­γο σε πε­ζό λό­γο, η αυ­το­πρό­σω­πη (χω­ρίς προ­σω­πείο) υπο­κρι­τι­κή και οι γυ­ναί­κες ως ερ­μη­νεύ­τριες, κα­τα­κτώ­νται για το θέ­α­τρο μέ­σω του μί­μου. Ακρι­βή ει­κό­να για τις ποι­κί­λες φά­σεις εξέ­λι­ξης εί­ναι αδύ­να­το να συ­γκρο­τή­σου­με, πρω­τί­στως για­τί από αυ­τό τό πρω­τεϊ­κό φαι­νό­με­νο μό­νο μι­κρά σπα­ράγ­μα­τα, κα­τά κα­νό­να «αδή­λου πα­τρός», ή κα­τά το μάλ­λον ή ήτ­τον φιλ­τρα­ρι­σμέ­νες πλη­ρο­φο­ρί­ες έχουν φτά­σει ως εμάς. Κά­πως κα­λύ­τε­ρα εί­ναι τα πράγ­μα­τα με τον λε­γό­με­νο λο­γο­τε­χνι­κό μί­μο επω­νύ­μων δη­μιουρ­γών όπως ο Ηρών­δας. Εδώ γνω­ρί­ζου­με ονό­μα­τα ποι­η­τών και ενί­ο­τε έχου­με στη διά­θε­σή μας εν­δια­φέ­ρου­σες πλη­ρο­φο­ρί­ες γι’ αυ­τούς και απο­κα­λυ­πτι­κούς τί­τλους έρ­γων όπως επί­σης και μι­κρής συ­νή­θως έκτα­σης απο­σπά­σμα­τα ή, στην πε­ρί­πτω­ση του Ηρών­δα, ακέ­ραια έρ­γα, χά­ρη σε ένα γεν­ναιό­δω­ρο πα­πυ­ρι­κό εύ­ρη­μα του εκ­πνέ­ο­ντος 19ου αιώ­να. Αν σκε­φτεί κα­νείς ότι ως το 1891 από το έρ­γο του Ηρών­δα γνω­ρί­ζα­με κά­που 20 στί­χους από την έμ­μεση πα­ρά­δο­ση, κα­τα­νο­εί τον εν­θου­σια­σμό που προ­κά­λε­σε, όχι μό­νο ανά­με­σα στους ει­δι­κούς, η δη­μο­σί­ευ­ση ενός πα­πύ­ρου που δια­σώ­ζει (με χά­σμα­τα στον δεύ­τε­ρο, στον έβδο­μο και, κυ­ρί­ως, στον όγδοο μι­μί­αμ­βο) οκτώ μι­μιάμ­βους και σπα­ράγ­μα­τα από έναν ένα­το.*

Γε­νάρ­χης του λε­γό­με­νου λο­γο­τε­χνι­κού μί­μου θεω­ρείται ο Σώ­φρων (5ος αι. π.Χ.), θαυ­μα­στής του οποί­ου ήταν, σύμ­φω­να με μια πα­ρά­δο­ση, ο (θε­α­τρι­κό­τα­τος) Πλά­των. Ο Σώ­φρων κα­τα­γό­ταν από τις Συ­ρα­κού­σες, μια πό­λη με ισχυ­ρή πα­ρά­δο­ση στην κω­μω­δία ήδη από τον πρώ­ι­μο 5ο αιώ­να (Επί­χαρ­μος). Από τα έρ­γα του, που εί­χαν δια­λο­γι­κή μορ­φή και ήταν γραμ­μέ­να σε δω­ρι­κή διά­λε­κτο, τη διά­λε­κτο της κα­τα­γω­γής του, σώ­ζονται σπα­ράγ­μα­τα. Ιδιαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρου­σα εί­ναι η πλη­ρο­φο­ρία ότι εί­χε γρά­ψει μί­μους αν­δρεί­ους και μί­μους γυ­ναι­κεί­ους, όπως επί­σης και το γε­γο­νός ότι, σε μια επο­χή που δεν νο­εί­ται θε­α­τρι­κό έρ­γο το οποίο να μην εί­ναι έμ­με­τρο, ο Σώ­φρων επι­λέ­γει να γρά­φει τους μί­μους του σε έρ­ρυθ­μη (δω­ρι­κή) πρό­ζα.

——————

 

Η πρώτη στήλη του παπύρου του Ηρώνδα που αφορά τον πρώτο Μιμίαμβο 1-15_1892_Βρετανικό μουσείο E. Scott [Public domain], via Wikimedia Commons

Για τον επί­σης Δω­ριέα (αν κρί­νου­με από το όνο­μά του) Ηρών­δα, που γρά­φει σε ιω­νι­κή διά­λε­κτο το α΄ μι­σό του 3ου αιώ­να (ακ­μή περ. 270-260 π.Χ.), θα μπο­ρού­σα­με, πα­ραλ­λάσ­σο­ντας ελα­φρώς τον σε­φε­ρι­κό στί­χο, να πού­με «εί­ναι παι­διά πολ­λών αν­θρώ­πων τα λό­για του», χω­ρίς αυ­τό να αφαι­ρεί κά­τι από την ευκρι­νώς προ­σω­πι­κή φω­νή του. Αυ­τοί οι «πα­τέ­ρες» και «προ­πά­το­ρες» εί­ναι πρω­τί­στως ο ίαμ­βος της αρχαϊ­κής επο­χής, ο μί­μος του Σώ­φρο­να και η κω­μι­κή πα­ρά­δο­ση, με την οποία τέ­μνο­νται συ­χνά οι μι­μί­αμ­βοι. Ο ποι­η­τής, πα­τώ­ντας γε­ρά στην επο­χή του, την ελ­λη­νι­στι­κή επο­χή, που ζη­τά­ει να επα­να­προσ­διο­ρί­σει με τρό­πο ρη­ξι­κέ­λευ­θο τη σχέ­ση της με την ποι­η­τι­κή πα­ρά­δο­ση αποφεύ­γοντας τις λε­ω­φό­ρους του πο­λύ­στι­χου έπους και του δρά­μα­τος, ανα­τρέ­χει, όπως και ο με­γά­λος σύγ­χρο­νός του Καλ­λί­μα­χος, στον κα­τα­γό­με­νο από την Έφε­σο ιαμ­βογράφο της αρ­χαϊ­κής επο­χής Ιπ­πώ­να­κτα (β΄ μι­σό 6ου αι.) με τον δη­κτι­κό, και κά­πο­τε ανε­λέ­η­το, λό­γο. Από τον Ιπ­πώ­να­κτα παίρ­νει ο Ηρών­δας, όταν επι­λέ­γει νὰ μην ακο­λου­θή­σει την πα­ρά­δο­ση του Σώ­φρο­να (έρ­ρυθ­μη πρό­ζα) αλ­λά να γρά­ψει έμ­με­τρα, το κε­κυ­ρω­μέ­νο χω­λιαμ­βι­κό μέ­τρο, που φαί­νε­ται να ήταν πρό­σφο­ρο για το συ­χνά ιδιαι­τέ­ρως επι­θε­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο του ιάμ­βου, κο­ρυ­φαί­οι εκ­πρό­σω­ποι του οποί­ου εί­ναι ο Αρ­χί­λο­χος (7ος αι.) και ο Ιπ­πώ­να­κτας. Ο χω­λί­αμ­βος συγ­κροτείται, όπως και ο «κα­νο­νι­κός» ιαμ­βι­κός τρί­με­τρος του δρά­μα­τος, από 12 με­τρι­κές θέ­σεις, που κα­τα­λαμ­βά­νο­νται από του­λά­χι­στον 12 συλ­λα­βές, απο­κλί­νει όμως από τον ιαμ­βι­κό τρί­με­τρο του δρά­μα­τος σε ένα κρί­σι­μο ση­μείο: η προ­τε­λευ­ταία συλ­λα­βή, η οποία στον «κα­νο­νι­κό» ιαμ­βι­κό τρί­με­τρο εί­ναι πά­ντα βρα­χεία, στον χω­λί­αμ­βο εί­ναι μα­κρά. Πα­ρό­τι δεν μπο­ρού­με να ανα­κα­λέ­σου­με τον αρ­χαίο ήχο, μπο­ρού­με να εί­μα­στε λί­γο πο­λύ βέ­βαιοι ότι μια τέ­τοια από­κλι­ση στο εξαι­ρε­τι­κά ευ­παθές και ευαί­σθη­το τέ­λος του στί­χου πα­ρή­γε ένα εν­τελώς δια­φο­ρε­τι­κό ακρό­α­μα, όπως βέ­βαιο πρέ­πει να θε­ω­ρεί­ται επί­σης ότι η επι­λο­γή της έμ­με­τρης εκ­φο­ράς συ­νε­πι­φέ­ρει αφ’ εαυ­τής έντα­ση που πα­ρά­γε­ται από τη διά­στα­ση ανά­με­σα στο τα­πει­νό πε­ριε­χό­με­νο (μί­μος) και την υψη­λή μορ­φή.

Ο Ηρών­δας γρά­φει μι­μιάμ­βους, όπως εί­ναι ο αρ­χαίος όρος, ο οποί­ος –ση­μειω­τέ­ον– δεν απα­ντά στο κεί­με­νο του ποι­η­τή. Μι­μί­αμ­βος ση­μαί­νει κα­τ’ αρ­χάς μί­μος γραμ­μέ­νος σε ιαμ­βι­κό –εν προ­κει­μέ­νω χω­λιαμ­βι­κό– μέ­τρο, κά­τι που μάλ­λον δεν πρέ­πει να ήταν σύ­νη­θες, όταν ει­δι­κά τα έρ­γα του Ηρών­δα «βα­φτί­στη­καν» μι­μί­αμ­βοι. Αν κρί­νου­με από τα σω­ζό­με­να σπα­ράγ­μα­τα του «προ­γραμ­μα­τι­κού» 8ου μι­μιάμ­βου, ο ίδιος ο Ηρών­δας φαί­νε­ται να αντι­λαμ­βα­νό­ταν τα έρ­γα του ως συ­γκε­ρα­σμό της δρα­μα­τι­κής και της μιμι­κής πα­ρά­δο­σης. Τα έρ­γα αυ­τά έχουν έκτα­ση που σπα­νί­ως υπερ­βαί­νει τους 100 στί­χους, δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σε αστι­κό πε­ρι­βάλ­λον και σε εσω­τε­ρι­κό χώ­ρο (σπί­τι, σχο­λείο, κα­τά­στη­μα, ναό, δι­κα­στή­ριο) και αντλούν την ύλη τους προ­ε­χό­ντως από όχι ιδιαι­τέ­ρως ευ­υ­πό­λη­πτες πε­ριο­χές του αν­θρώ­πι­νου βί­ου. Στους 4 από τους 7 μι­μιάμ­βους της πα­ρά­στα­σης, για πα­ρά­δειγ­μα, πυ­ρη­νι­κό θέ­μα εί­ναι το σεξ, το οποίο φαί­νε­ται να υπο­κρού­ε­ται μα­ε­στρι­κώς και σε έναν ακό­μη μι­μί­αμ­βο (Ο τσα­γκά­ρης). Η πλο­κή εί­ναι υπο­τυ­πώ­δης, με το κύ­ριο βά­ρος να πέ­φτει στη δια­γρα­φή των χα­ρα­κτή­ρων. Στο επί­κε­ντρο βρί­σκε­ται συ­νή­θως ένα πρόσω­πο –κά­πο­τε δύο–, στο οποίο ανή­κει και η με­ρί­δα του λέ­ο­ντος από τον εκ­φε­ρό­με­νο λό­γο. Σε μία πε­ρί­πτω­ση μά­λι­στα (Ο ντα­βα­τζής) το 100% εκ­φέ­ρε­ται από ένα πρό­σω­πο, αν εξαι­ρέ­σου­με ένα πα­ρεμ­βαλ­λό­με­νο εδά­φιο νό­μου, που έχει έκτα­ση 2,5 στί­χων. Τα κύ­ρια πρό­σω­πα πλαι­σιώ­νο­νται από πρό­σω­πα δού­λων, κω­φά (βου­βά) ή ομι­λού­ντα, τα οποία ενί­ο­τε απλώς συ­νο­δεύ­ουν τα κύ­ρια πρό­σω­πα ή διεκ­πε­ραιώ­νουν αυ­ταρ­χι­κό­τα­τα δια­τυ­πω­μέ­νες εντο­λές τους, ενώ τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές υπάρ­χουν για να ξε­σπούν πά­νω τους τα πρω­ταγωνιστικά πρό­σω­πα, που δεν κου­ρά­ζο­νται να τα κα­τη­γο­ρούν για την οκνη­ρία τους, γε­νι­κό­τε­ρα την ανι­κα­νό­τη­τά τους και την αδια­κρι­σία τους. Πα­ρό­τι τα γυ­ναικεία πρό­σω­πα αριθ­μη­τι­κά υπερ­τε­ρούν, οι δύο πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νοι χα­ρα­κτή­ρες του Ηρών­δα εί­ναι άντρες (ο ντα­βα­τζής Βάτ­τα­ρος και ο τσα­γκά­ρης Κέρ­δων).

Η πα­λαιά δια­μά­χη γύ­ρω από το αν οι μι­μί­αμ­βοι προ­ο­ρί­ζο­νταν για ανά­γνω­ση, απαγ­γε­λία, μο­νο­πρό­σω­πη performance από τα­λα­ντού­χο επι­τε­λε­στή ή «κα­νο­νι­κή» πα­ρά­στα­ση δεν λέ­ει να κο­πά­σει. Ανε­ξάρ­τη­τα ωστό­σο από την απά­ντη­ση που δί­νει ο κα­θέ­νας στο ερώ­τη­μα αυ­τό, ο ση­με­ρι­νός ανα­γνώ­στης του Ηρών­δα εύ­κο­λα δια­πι­στώ­νει ότι ο λό­γος του εί­ναι εξό­χως θε­α­τρι­κός, πα­ρά το γε­γο­νός ότι σε οποια­δή­πο­τε με­τά­φρα­ση εκ­πί­πτουν δύο από τα πιο σα­γη­νευ­τι­κά στοι­χεία του πρω­το­τύ­που, αφε­νός η αύ­ρα της ιω­νι­κής δια­λέ­κτου με το συ­χνά ασυ­νή­θι­στο λε­ξι­λό­γιο, αφε­τέ­ρου το ιδιό­η­χον του ιδιαι­τέ­ρως πρό­σφο­ρου για το (επι­θε­τι­κό) πε­ριε­χό­με­νο του ιάμ­βου και του μι­μιάμ­βου χω­λιαμ­βι­κού μέ­τρου. Στα στοι­χεία που ενι­σχύ­ουν τη θε­α­τρι­κό­τη­τα συγ­καταλέγονται, με­τα­ξύ άλ­λων, η εξαι­ρε­τι­κά φει­δω­λή χρή­ση των επι­θέ­των, τα εν­σω­μα­τω­μέ­να σπα­ράγ­μα­τα σε ευ­θύ λό­γο, τα ομι­λού­ντα ονό­μα­τα (π.χ. Κέρ­δων/κέρ­δος), η πλη­θώ­ρα απο­φθεγ­μα­τι­κών εκ­φρά­σε­ων και πα­ροι­μιών, οι όρ­κοι (ή οιο­νεί όρ­κοι) και βέ­βαια οι απολαυ­στικότατοι εγκω­μια­στι­κοί κα­τά­λο­γοι με τον κα­ται­γι­στι­κό ρυθ­μό εκ­φο­ράς, όπως εί­ναι το πα­ρα­λή­ρη­μα της Γυλ­λί­δας για τα αγα­θά της Αι­γύ­πτου, ή για τα προσόν­τα του πεν­τάκις πα­νελ­λη­νιο­νί­κη Γρύλ­λου στη Μα­στρο­πό, ή η αυ­τάρεσκη απα­ρίθ­μη­ση της ποι­κι­λί­ας των υπο­δη­μά­των από τον δαι­μό­νιο Κέρ­δω­να στον Τσα­γκά­ρη.

* Θυ­μί­ζω ότι από αυ­τό το γε­γο­νός εμπνεύ­στη­κε ο Κ.Π. Κα­βά­φης το ποί­η­μα «Οι μι­μί­αμ­βοι του Ηρώ­δου» (1892).

ΠΡΟΣΩΠΑ:
Θρα­κιώ­τισ­σα (δού­λα), Μη­τρί­χη (η κυ­ρία του σπι­τιού, σύ­ζυ­γος ή σύ­ντρο­φος [εταί­ρα;] του ναυ­τι­κού Μάν­δρη, που λεί­πει δέ­κα μή­νες στην Αί­γυ­πτο), Γυλ­λί­δα (η γριά μα­στρο­πός, που γνω­ρί­ζε­ται από πα­λαιό­τε­ρα με τη Μη­τρί­χη [τρο­φός; βλ. στ. 7] και φαί­νε­ται να έχει υπό τον έλεγ­χό της του­λά­χι­στον δύο νε­α­ρές εταί­ρες [ή «κο­ρί­τσια»], τη Μυρ­τά­λη και τη Σί­μη).
ΧΡΟΝΟΣ:
Πι­θα­νώς post 272/1 π.Χ., όταν πρω­το­μαρ­τυ­ρεί­ται το αξί­ω­μα του ιε­ρέ­ως των αδελ­φών θε­ών (βλ. 1, 30 σημ.).
ΤΟΠΟΣ:
Το σπί­τι της Μη­τρί­χης σε αστι­κό πε­ρι­βάλ­λον, χω­ρίς άλ­λη έν­δει­ξη.
ΘΕΜΑ:
Προ­σπά­θεια της Γυλ­λί­δας να πεί­σει τη Μη­τρί­χη, τώ­ρα που ο αγα­πη­μέ­νος της βρί­σκε­ται στην Αί­γυ­πτο, να δε­χτεί τις προ­τά­σεις του φλε­γό­με­νου από έρω­τα πε­ντά­κις πα­νελ­λη­νιο­νί­κη Γρύλ­λου.

ΜΗ­ΤΡΙ­ΧΗ
       Θρα­κιώ­τισ­σα, κά­ποιος χτυ­πά­ει αγρί­ως
               την πόρ­τα. Δες μην έχει έρ­θει κα­νέ­νας δι­κός μας
               από το χτή­μα.

ΘΡΑ­ΚΙΩ­ΤΙΣ­ΣΑ
                Ποιός χτυ­πά­ει;

ΓΥΛ­ΛΙ­ΔΑ
                Εγώω!

ΘΡΑ­ΚΙΩ­ΤΙΣ­ΣΑ
                 Ποιά εσύ; Φο­βά­σαι να έρ­θεις πιο κο­ντά;

ΓΥΛ­ΛΙ­ΔΑ
                 Ορί­στε, έρ­χο­μαι πιο κο­ντά.

ΘΡΑ­ΚΙΩ­ΤΙΣ­ΣΑ
5
              Και ποιά εί­σαι εσύ;

ΓΥΛ­ΛΙ­ΔΑ
                 Η Γυλ­λί­δα, η μη­τέ­ρα της Φι­λαι­νί­δας. Πή­γαι­νε
                 μέ­σα και πες στη Μη­τρί­χη ότι έχω έρ­θει.

[.......................]

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Η μαστροπός / Ο νταβατζής / – Ηρώνδας - Περιοδικό Χάρτης

https://www.the-tls.co.uk/wp-content/uploads/sites/7/2016/09/GRAZIOSI.jpg

_______________________

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ  

Θ. Κ. Στεφανόπουλος

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας (Τόμος πρώτος): Συλλογικό έργοΗΡΩΝΔΑΣ: 162. – Διδάσκαλος -


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΥΠΟΚΛΟΠΕΣ/PREDATOR :Γιατί η Δικαιοσύνη δεν κάλεσε για εξέταση κρίσιμο μάρτυρα;

Υποκλοπές: Νέες αποκαλύψεις για Σαμαρά και Ανδρουλάκη εκθέτουν τον Άρειο Πάγο ...