Τετάρτη, Ιουλίου 13, 2022

Ποιος κερδίζει και ποιος χάνει στον πόλεμο της Ουκρανίας

Πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία 

 

Θάνος Σεραλίδης

Σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, από στρατιωτική άποψη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ρωσία θα κερδίσει. Μετά την κατάληψη των εδαφών της Δημοκρατίας του Λουγκάνσκ, εκτιμάται ότι είναι θέμα χρόνου η κατάληψη των εδαφών της Δημοκρατίας του Ντονέτσκ. Φαίνεται επίσης ότι έχει ξεπεράσει με επιτυχία το κύμα των δυτικών κυρώσεων κατά της οικονομίας της. Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, έθεσαν ξανά σε λειτουργία το στρατιωτικό βιομηχανικό τους πλέγμα και επιβλήθηκαν στην Ευρώπη, αναγκάζοντάς την, εκτός από την προμήθεια αμερικανικών οπλικών συστημάτων, να πληρώσει ακριβά τα τρόφιμα και την ενέργεια.

Το ότι η Ρωσία παρατείνει τον πόλεμο μέχρι να πετύχει τους στόχους της, είναι κατανοητό. Όσοι υποστήριζαν ότι ο πόλεμος θα είναι σύντομος και η Ρωσία θα έπρεπε να τον κερδίσει γρήγορα, απλά και μόνο για να την χρεώσουν με αποτυχία γιατί δεν τα κατάφερε, αρχίζουν να κατανοούν ότι η διαχείριση του χρόνου από τη Ρωσία, κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ένας πιο μακροχρόνιος πόλεμος θα εξασθενίσει περισσότερο τη Δύση και θα διαρρήξει τη συνοχή της, στοχεύοντας κυρίως στην αδυναμία της Ευρώπης. Αλλά γιατί οι δυτικές δυνάμεις συνεχίζουν να στέλνουν στην Ουκρανία όπλα που δεν εξισορροπούν την ανωτερότητα της Ρωσίας στο πεδίο της μάχης, αλλά πολλαπλασιάζουν τις απώλειες ζωών και την καταστροφή της οικονομίας της χώρας και δεν αποκλιμακώνουν τη σύγκρουση;

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ

Την Τετάρτη 15 Ιουνίου, ο αρχηγός του Μικτού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ, στρατηγός Mark Milley, υπολόγισε τις απώλειες του ουκρανικού στρατού. Πιστεύεται ότι χάνει περίπου 100 ανθρώπους την ημέρα και ότι έχει από 100 έως 300 τραυματίες. Από την πλευρά του, το Σάββατο 11 Ιουνίου, για πρώτη φορά, ο Oleksiy Arestovich, βασικός σύμβουλος του Ζελένσκι, παραδέχτηκε σε συνέντευξή του ότι από την έναρξη της ρωσικής Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης, η Ουκρανία έχει χάσει περίπου δέκα χιλιάδες ανθρώπους. Εικάζεται ότι αναφέρθηκε μόνο στους νεκρούς στρατιώτες, γιατί ο αριθμός των θυμάτων αμάχων και ο αριθμός των τραυματιών είναι πολύ μεγαλύτερος, όπως φαίνεται και από το γεγονός, ότι προετοιμάζεται η κινητοποίηση των γυναικών.

Στις αρχές αυτής της εβδομάδας θα μπορούσε να δημιουργηθεί η ακόλουθη εικόνα της στρατιωτικής κατάστασης: οι πολιτοφυλακές των αποσχισμένων δημοκρατιών του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ θα ανακτήσουν όλα τα εδάφη της επικράτειας τους, η Μόσχα ανακαταλαμβάνει θέσεις από τις οποίες είχε αποσυρθεί πριν από ένα μήνα, στην επαρχία του Χάρκοβου,  στο νότο έχει δημιουργηθεί η χερσαία γέφυρα μεταξύ του Ντονμπάς, της Χερσώνας και της Κριμαίας, ενώ υπάρχει πλήρης έλεγχος της Θάλασσας του Αζόφ. Από εκεί και πέρα, είναι θέμα χρόνου να καταληφθούν  όλα τα εδάφη που κατοικεί ο ρωσόφωνος πληθυσμός.

Από την πλευρά της, η βρετανική εφημερίδα The Independent, επικαλούμενη έκθεση των υπηρεσιών πληροφοριών, δημοσίευσε το Σάββατο 11 Ιουνίου, μια εκτεταμένη ανάλυση για την ισορροπία των ρωσικών και ουκρανικών δυνάμεων. Τα ουκρανικά στρατεύματα είναι 20 φορές κατώτερα από τους Ρώσους στο πυροβολικό, 40 φορές σε πυρομαχικά και 12 φορές στο μέγεθος. Επιπλέον, η ουκρανική πλευρά έχει σχεδόν ξεμείνει από κρίσιμα πυρομαχικά. Ομοίως, δεν διαθέτει όπλα για να χτυπήσει το ρωσικό πυροβολικό μεγάλης εμβέλειας. Λόγω της έλλειψης συντονισμού με άλλα οπλικά συστήματα, η αυξανόμενη ενσωμάτωση αυτοκινούμενων πυροβόλων όπλων μεγάλου διαμετρήματος γαλλικής και βορειοαμερικανικής προέλευσης δεν αυξάνει τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα. Ταυτόχρονα, οι Ρώσοι διαθέτουν μεγάλους αριθμούς από πυραύλους σε διάφορες βαθμίδες βεληνεκούς. Υπάρχει μια κατάσταση «απόλυτης ανισότητας στο πεδίο της μάχης, για να μην αναφέρουμε την πλήρη κυριαρχία των εχθρικών αεροσκαφών στον αέρα», αναφέρει η βρετανική έκθεση. Ως αποτέλεσμα, η αποθάρρυνση εξαπλώνεται μεταξύ των ουκρανικών στρατευμάτων και η λιποταξία αυξάνεται.

Υπάρχει επίσης ένα παράπλευρο αποτέλεσμα που έχει παρατηρηθεί από την αρχή. Η συνεχής παράδοση όπλων, από τη πλευρά της Δύσης, τροφοδοτεί μια μαύρη αγορά στην οποία ένα αμερικανικό σύστημα Javelin μπορεί να αγοραστεί για περίπου 30.000 δολάρια, όταν μόνο ο πύραυλος κοστίζει 170.000 δολάρια και το σύστημα ελέγχου περίπου 200 χιλιάδες ακόμη. Εγκληματικές οργανώσεις κάθε είδους εκμεταλλεύονται την ευκαιρία για να αποκτήσουν μεγάλη ποικιλία όπλων και πιθανόν, όχι μόνο φορητά. Οι πιθανότητες να χρησιμοποιηθούν για εγκληματικούς σκοπούς οπουδήποτε στον κόσμο είναι μεγάλες, αν σκεφτεί κανείς ότι έχουν παραδοθεί αντιπλοϊκοί πύραυλοι, που κανένας δεν ξέρει πού καταλήγουν. Ήδη, οι Ρώσοι ισχυρίζονται ότι δύο γαλλικά αυτοκινούμενα πυροβόλα CAESAR και ένα γερμανικό σύστημα PzH, βρίσκονται στα χέρια τους, μάλλον αποτέλεσμα συναλλαγής στη πρώτη γραμμή του μετώπου.

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ

Δεδομένου αυτού του σεναρίου, οι ηγέτες της Δύσης δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτα καλύτερο από το να στείλουν ακόμη πιο ισχυρά όπλα. Έτσι, την Τρίτη 14 Ιουνίου, ο υφυπουργός Άμυνας των ΗΠΑ για Πολιτικές Υποθέσεις, Colin Kahl, ανέφερε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα παράσχουν στην Ουκρανία κατευθυνόμενους πυραύλους με βεληνεκές 70 χιλιομέτρων, για χρήση στους πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων HIMARS. Σύμφωνα με τον Kahl, το High Mobility Artillery Rocket System θα συνοδεύεται από κατευθυνόμενους πυραύλους GMLRS. Με αυτόν τον στρατιωτικό εξοπλισμό, δεν απαιτείται μαζική κατανάλωση πυρομαχικών, καθώς πρόκειται για ένα σύστημα υψηλής ακρίβειας και ισχύος του οποίου η αποτελεσματικότητα είναι συγκρίσιμη με το «επίδραση μιας αεροπορικής επίθεσης». Έτσι, η Ουκρανία θα μπορούσε να επιτεθεί βαθύτερα στο ρωσικό έδαφος, καταστρέφοντας πολιτικούς στόχους, αλλά αυτοί θα είναι άχρηστοι για τον στρατό.

Σε γενικές γραμμές, τα «μαθηματικά του πολέμου» του Frederick Lanchester λειτουργούν στην Ουκρανία, όπως και οποιονδήποτε πόλεμο. Ο «νόμος των τετραγώνων» του Lanchester, επιβάλλει απόκτηση όπλων και ισχύος πυρός από τον ουκρανικό στρατό, που είναι πρακτικά αδύνατον να επιτευχθεί ακόμα και αν κινητοποιηθεί πλήρως όλη η Δύση, όταν η διαφορά πχ στο πυροβολικό είναι 10 φορές μικρότερη από τη ρωσική.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Andrew Latham, από το Πανεπιστήμιο Macalester στη Μινεσότα, κατέληξε στο συμπέρασμα την Τρίτη 7 Ιουνίου ότι «η Ουκρανία δεν μπορεί να κερδίσει». Το αποτέλεσμα αυτού του πολέμου δεν μπορεί να είναι μια ανεξάρτητη Ουκρανία. Είναι προφανές ότι το ανατολικό τμήμα είναι για τη Ρωσία και το δυτικό θα παραμείνει υπό την επιρροή της Πολωνίας.

Ο καθηγητής Latham περιγράφει αυτό το σενάριο ως νίκη άνευ όρων για το Κρεμλίνο, επειδή ένας από τους κύριους στόχους της Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης ήταν να αποτρέψει την επέκταση του ΝΑΤΟ και ο κατακερματισμός της Ουκρανίας, θα την απέκλειε από τη σφαίρα επιρροής της Συμμαχίας.

Σε αυτό το σημείο του πολέμου, οι αντίστοιχες στρατηγικές του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας γίνονται ξεκάθαρες. Χωρίζονται σε δύο επίπεδα, το οικονομικό και το στρατιωτικό. Το στοίχημα του ΝΑΤΟ ήταν να σπρώξει τη Μόσχα στον πόλεμο χρησιμοποιώντας ως δόλωμα την Ουκρανία, στην οποία έδωσε όλες τις εγγυήσεις ότι θα παρέμβει στην υποστήριξή της, για να νικήσει τη Ρωσία.

Στον στρατιωτικό τομέα, σχεδιάστηκε να προμηθευτεί η χώρα φορητά αντιαρματικά και αντιαεροπορικά όπλα διαφορετικού βεληνεκούς και, δεδομένου ότι είχαν ήδη προβλέψει την έλλειψη βούλησης αντίστασης από την πλειοψηφία του ουκρανικού λαού, να δημιουργηθεί ένα αντάρτικο σύστημα υποστηριζόμενο από το ΝΑΤΟ, με την εισαγωγή μισθοφόρους υπό την κάλυψη ότι είναι εθελοντές. Η λαϊκή αντίσταση που υπερθεμάτισε η δυτική προπαγάνδα αρχίζει να φθίνει, υπήρξε έντονη στις πρώτες ημέρες του πολέμου. Στο Ντονμπάς, ο πληθυσμός υποδέχεται τους Ρώσους και τους Τσετσένους ως απελευθερωτές, ενώ στις πιο δυτικές περιοχές θα έπρεπε να είχε ήδη απαγορευτεί να φύγουν άνδρες σε στρατεύσιμη ηλικία, ενώ τώρα αρχίζουν να καλούν γυναίκες.

Στο επικοινωνιακό επίπεδο, η κατάσταση δεν είναι καλύτερη για την Ατλαντική Συμμαχία. Το αρχικό κύμα προπαγάνδας έχει αποδυναμωθεί παντού, σε σημείο που ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι έχει δηλώσει δημόσια ότι μόλις το 25% του κόσμου έχει συνενωθεί εναντίον της Ρωσίας.

Η Μόσχα έσπευσε να αντισταθμίσει τις δυτικές οικονομικές κυρώσεις ανακατευθύνοντας τις εξαγωγές της σε άλλες αγορές. Ωστόσο, τα μισά μέλη της ΕΕ εξακολουθούν να αγοράζουν αέριο από τη Ρωσία και να το πληρώνουν σε ρούβλια. Καθώς δεν μπορούν να αγοράσουν απευθείας πετρέλαιο, υπάρχουν ευρωπαϊκές χώρες που το αγοράζουν από Έλληνες εφοπλιστές ή ινδικά διυλιστήρια, σε πολύ ακριβότερη τιμή.

Την ίδια στιγμή, καθώς η Ουκρανία έχει υπονομεύσει την πρόσβαση στα λιμάνια της στη Μαύρη Θάλασσα, τα οποία έχει ναρκοθετήσει, εμποδίζει την εξαγωγή του σιταριού που χρειάζεται η Ευρώπη και ο Τρίτος Κόσμος. Η αποχώρηση των Ρώσων από το Φιδονήσι, δεν είναι βέβαιο ότι θα πείσει το Κίεβο να αποναρκοθετήσει τη Μαύρη Θάλασσα.  Οι διανομείς τροφίμων και ενέργειας εκμεταλλεύονται την κατάσταση για να αυξήσουν τις τιμές. Σε οικονομίες χωρίς μηχανισμούς προσαρμογής, τα ποσοστά πληθωρισμού της τάξης του 7% και άνω ετησίως, φτωχοποιούν ολόκληρους πληθυσμούς που ζούσαν ήδη στα όρια της επιβίωσης. Στο βόρειο ημισφαίριο, μετα το καλοκαίρι, θα πρέπει να δούμε πώς θα αντιδράσουν οι Ευρωπαίοι, όταν έρθει το κρύο του φθινοπώρου και οι ανατιμήσεις στα είδη πρώτης ανάγκης.

ΟΙ ΡΩΓΜΕΣ

Η Ουκρανία δεν είναι πια στη μόδα, για τους πληθυσμούς της Δύσης ο πόλεμος έχει πάψει πλέον να αποτελεί είδηση της πρώτης σελίδας. Η επονομαζόμενη «κόπωση του πολέμου» αρχίζει να κυριαρχεί Εν μέρει λόγω του ότι τα δυτικά ακροατήρια έχουν κατανοήσει το εύρος της προπαγάνδας και εν μέρει, επειδή δεν υπάρχουν νίκες του στρατού της Ουκρανίας για να προβληθούν. Αυτό δήλωσε ο Βολοντιμίρ Ζελένσκι κατά τη διάρκεια συνάντησης με δημοσιογράφους την Τρίτη 7 Ιουνίου.

Αυτή η «κόπωση» των δυτικών ηγετών έγινε περισσότερο από εμφανής στη φραστική σύγκρουση που είχε ο πρόεδρος των ΗΠΑ με μέλη της ουκρανικής κυβέρνησης το περασμένο Σαββατοκύριακο. Σε μια απόδραση από τη Σύνοδο Κορυφής της Αμερικής, ο Τζο Μπάιντεν παρακάθησε σε δείπνο στο Λος Άντζελες την Παρασκευή 10 Ιουνίου, με δωρητές από το Δημοκρατικό Κόμμα. Ερωτηθείς για το ξέσπασμα του πολέμου, ο πρόεδρος είπε ότι ο πρόεδρος της Ουκρανίας «δεν ήθελε να ακούσει» τις προειδοποιήσεις για τη ρωσική εισβολή. Ο Τζο Μπάιντεν είπε ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία» ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν σχεδίαζε «να εισβάλλει», αλλά ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι αγνόησε τις προειδοποιήσεις των ΗΠΑ.

Ο εκπρόσωπος της ουκρανικής προεδρίας, Serhiy Nykyforov, αντέδρασε με μεγάλη αποστροφή στις δηλώσεις Μπάιντεν. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο πρόεδρος Ζελένσκι είχε επανειλημμένα καλέσει τους διεθνείς εταίρους να επιβάλουν κυρώσεις προληπτικά, για να αναγκάσουν τη Ρωσία να αποσύρει τα στρατεύματα που βρίσκονταν στα σύνορα με την Ουκρανία. «Και εδώ μπορούμε ήδη να πούμε ότι οι εταίροι μας δεν ήθελαν να μας ακούσουν», δήλωσε. Προληπτικές κυρώσεις για απόσυρση στρατευμάτων μιας χώρας από το έδαφος της, αποτελεί διεθνή πρωτοτυπία

Οι δηλώσεις του αρχηγού του Λευκού Οίκου είναι, τουλάχιστον, διφορούμενες: εννοούσε ότι γνώριζαν ότι ο Πούτιν θα εισέβαλε στην Ουκρανία ούτως ή άλλως και ότι ο Ζελένσκι δεν ήθελε να τους ακούσει; Σε αυτή την περίπτωση, τίθεται το ερώτημα τι θα τον συμβούλευαν: να διαπραγματευτεί ή να ξεκινήσει έναν προληπτικό πόλεμο με τη σειρά του; Γιατί συνέχισαν να υποστηρίζουν τον Ουκρανό πρόεδρο, αν είναι τόσο απείθαρχος; Αντίθετα, αν ο πρόεδρος των ΗΠΑ θέλει να πει ότι ο Ζελένσκι έπρεπε να είχε διαπραγματευτεί για να αποτρέψει την εισβολή, γιατί δεν πιέστηκε τότε, αλλά και τους τελευταίους τέσσερις μήνες να διαπραγματευτεί;

Φαίνεται ότι υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος για να διαπραγματευτούν η Ρωσία και η Ουκρανία, αν υπάρξει διαπραγμάτευση μεταξύ τους. Η εμπειρία και η κοινή λογική δείχνουν ότι όποιος έχει πιθανότητες να κερδίσει έναν πόλεμο, τον συνεχίζει μέχρι να φτάσει στους στόχους του, αλλά όποιος ξέρει ότι δεν μπορεί να κερδίσει, επιδιώκει μια κατάπαυση του πυρός, τουλάχιστον για να κερδίσει χρόνο. Ωστόσο, η ουκρανική ηγεσία συνεχίζει να στέλνει χιλιάδες άπειρους νεοσύλλεκτους στο μέτωπο και, παρά τις καταγγελίες του Κιέβου για ανεπαρκή υποστήριξη, η δυτική ηγεσία συνεχίζει να στέλνει όπλα, να εκπαιδεύει τα στρατεύματα της Ουκρανίας και να στέλνει μισθοφόρους.

«Το ΝΑΤΟ επιδιώκει να κάνει την Ουκρανία να πληρώσει το χαμηλότερο δυνατό τίμημα για την ειρήνη όταν καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία», δήλωσε ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, σε επίσκεψή του στη Φινλανδία την Κυριακή 12 Ιουνίου. «Η στρατιωτική μας υποστήριξη είναι μια μέθοδος ενίσχυσης των θέσεων τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων όταν καθίσουν για να καταλήξουν σε μια ειρηνευτική συμφωνία, ελπίζουμε σύντομα», είπε. Δεν φαίνεται ως ρεαλιστική εναλλακτική, γιατί εφόσον η Ουκρανία αρνείται να διαπραγματευτεί, η Ρωσία θα συνεχίσει την επίθεσή της και ο αντίπαλος της θα είναι όλο και πιο αδύναμος. Επομένως, θα έχει λιγότερη ισχύ όταν έρθει η ώρα για διαπραγματεύσεις. Ο Στόλτενμπεργκ δίνει την εντύπωση ότι δεν ξέρει πού θέλει να πάει και έτσι συνεχίζει να στέλνει όπλα, για να δικαιολογήσει την έλλειψη προσανατολισμού. Το ότι το ΝΑΤΟ χαρακτήρισε τη Ρωσία ως τον πρωταρχικό αντίπαλο της Συμμαχίας (μαζί με την Κίνα) στη νέα Στρατιωτική Αντίληψη που υιοθετήθηκε στην Σύνοδο της Μαδρίτης, δεν αναιρεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει κοινός προσανατολισμός στους κόλπους του.

Τα αντιφατικά σήματα που εκπέμπει η κυβέρνηση των ΗΠΑ συμβάλλουν επίσης καθοριστικά σε αυτήν την έλλειψη σαφήνειας, σχετικά με τους δυτικούς στόχους. Ενώ ο Τζο Μπάιντεν, βετεράνος του Ψυχρού Πολέμου, επιμένει να προειδοποιεί ότι εάν η Ρωσία χρησιμοποιήσει τακτικά πυρηνικά όπλα για να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία ─χωρίς να φαίνεται από πουθενά ότι η Μόσχα έχει κάποιους στρατιωτικούς λόγους για να φτάσει σε αυτή την επιλογή ─ οι ΗΠΑ θα απαντήσουν με το ίδιο νόμισμα, μέλη του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας δηλώνουν ανεπίσημα στα μέσα ενημέρωσης ότι «ίσως επαρκούν οι συμβατικές απαντήσεις». Η σαφήνεια, η συνέπεια και η συνοχή των μηνυμάτων που δίνουν οι ηγέτες των κύριων δυνάμεων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την παγκόσμια ειρήνη. Και οι σύμμαχοι και οι αντίπαλοι πρέπει να γνωρίζουν την πορεία της μεγαλύτερης υπερδύναμης, προκειμένου να οργανώσουν ορθολογικά τις ενέργειές τους. Η προβλεψιμότητα είναι απαραίτητο συστατικό για την αποκατάσταση της παγκόσμιας ειρήνης. Στις ΗΠΑ, ωστόσο, δεν είναι σαφές ποιος θέτει τη γραμμή της κυβέρνησης ή ποιοι είναι οι στόχοι της.

Η ήττα της Ουκρανίας είναι αναπόφευκτη και η αποστολή δυτικών όπλων παρατείνει μόνο τον πόλεμο με κόστος περισσότερων ζωών και περαιτέρω καταστροφή της ουκρανικής οικονομίας. Μια τέτοια σύγκρουση μπορεί να επιλυθεί μόνο με διάλογο, που θα έχει ως αποτέλεσμα την εγγύηση της ασφάλειας της Ρωσίας και την επιβίωση της Ουκρανίας, αν και σε μειωμένη εδαφική κλίμακα.

Σε μια τόσο επικίνδυνη στιγμή, θα πρέπει να υπάρχει μια σταθερή και ενοποιημένη ηγεσία στη Δύση που να δίνει στη Ρωσία σαφή μηνύματα και τη διαβεβαίωση πως ό,τι έχει συμφωνηθεί θα τηρηθεί πλήρως, αλλά αυτό δεν συμβαίνει.

Η ολιγαρχία του καπιταλισμού της Βόρειας Αμερικής και η υποταγή του κράτους στα συμφέροντα λίγων εταιρειών και ατόμων, έχουν διαβρώσει την προεδρική εξουσία. Σε αυτή τη δομική κατάσταση πρέπει να προστεθεί και η εμφανής πολιτική αδυναμία του Τζο Μπάιντεν. Έτσι, κάθε ομάδα εντός της κυβέρνησης παίζει το δικό της παιχνίδι. Μόνο λίγοι μηχανισμοί, όπως το Πεντάγωνο, γνωρίζουν τις κόκκινες γραμμές. Κανείς στην Ουάσιγκτον ή στις Βρυξέλλες δεν έχει την ισχύ να θέσει ξεκάθαρους και συμφωνημένους στόχους, ο καθένας ασχολείται με το δικό του παιχνίδι και ο καθένας το κάνει αυτόματα. Μπορεί η Ουάσιγκτον να έσυρε την ΕΕ στη δική της στρατηγική, να εμφανίστηκε στα πρώτα στάδια του πολέμου μια επίπλαστη ενότητα, αλλά οι εξελίξεις δείχνουν ότι το στρατόπεδο της Δύσης δεν είναι ενοποιημένο. Η Τουρκία αμφισβητεί τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και αρνείται την επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία, όπως και το Ισραήλ. Οι χώρες της Παλαιάς Ευρώπης, ο γαλλογερμανικός άξονας μαζί με την Ιταλία, θεωρούν ότι πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλίες διαλόγου και διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία που να κινούνται στα πλαίσια των αποτυχημένων Συμφωνιών του Μινσκ, ενώ οι πρώην Ανατολικές χώρες, στηριζόμενες από τις ΗΠΑ, διαμορφώνουν έναν πιο επιθετικό πόλο απέναντι στη Ρωσία, μέσα στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ

Η Δύση δεν έχει μετρήσιμους, επιτεύξιμους στόχους στον πόλεμο που διεξάγεται στην Ουκρανία και περιορίζεται στην παράταση της σύγκρουσης στέλνοντας όπλα με τη μάταιη ελπίδα να βελτιώσει την ουκρανική θέση στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις. Το πρόβλημα είναι ότι, στέλνοντας εξοπλισμό χωρίς σαφή πολιτικό προσανατολισμό, υπάρχει ο κίνδυνος οι ηγέτες του Κιέβου να θελήσουν να κλιμακώσουν την αντιπαράθεση, επιτιθέμενοι στη Ρωσία και έτσι, να προκαλέσουν την αντίδρασή της εναντίον των προμηθευτών αυτών των όπλων.

Όλες οι αναλύσεις περί διαπραγματεύσεων που δημοσιεύονται στον Τύπο της Δύσης, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Αναφέρονται στους στόχους της Δύσης, ή της Ουκρανίας και προωθούν διάφορες απόψεις. Ωστόσο, κανένας δεν έχει αναρωτηθεί σοβαρά το τι θέλει η Μόσχα και μέχρι πού θα πάει. Πρόκειται για έναν ιδιότυπο δυτικό αυτισμό, ο οποίος όμως είναι απαραίτητος, προκειμένου οι δυτικές πρωτεύουσες να εξακολουθούν να διατηρούν την αυταπάτη, ότι ελέγχουν τις εξελίξεις. Και ενώ οι πρωτεύουσες της Δύσης ενισχύουν την Ουκρανία σε αυτό τον proxy war του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, αυταπατώνται θεωρώντας ότι η Μόσχα διεξάγει μια ειδική στρατιωτική επιχείρηση μόνο κατά του Κιέβου. Σε περίπτωση στρατιωτικής ήττας της Ουκρανίας, το ΝΑΤΟ δεν θα μείνει ανέπαφο.

Στην πραγματικότητα, όπως και σε κάθε πόλεμο, ο νικητής επί του πεδίου, θα θέσει το πλαίσιο των διαπραγματεύσεων. Και στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει μόνο στρατιωτική σύγκρουση, αλλά και οικονομική αντιπαράθεση διά των κυρώσεων, η οποία εξελίσσεται εις βάρος της Δύσης.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: