Σάββατο, Ιουλίου 30, 2022

Έτσι ήτανε ο Γιάννης Βλαχογιάννης

 https://www.kathimerini.gr/wp-content/uploads/2022/07/80327540b1d78a3ea91e68bb7c3ba31c_unnamed-2.jpg

Παλαμάς, Παπαδιαμάντης, Χατζόπουλος, Βλαχογιάννης


Ο Γιάννης Βλαχογιάννης (1) έγραψε το πρώτο διήγημα για το Εικοσιένα το 1882. Στα δεκάξι του, στην Κόρινθο. Ένας γνώριμός του, «παραλής, φίλος των γραμμάτων» όπως τον ζωγραφίζει ο συγγραφέας, «δέχτηκε τότε να το τυπώσει μ’ έξοδά του σε βιβλιαράκι». Ο τίτλος: «Παιχνιδιάρα». Εικοσάρης πια, στην Αθήνα, «έψαχνε όλη μέρα, δεν άφηνε άκρη, δεν του ’φευγε φυλλάδα από τα χέρια, παλιόχαρτα στα μπακάλικα και στις ταβέρνες», όπως αυτοϊστορείται. Το 1893 τύπωσε τις «Ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη». Από το 1891, τελειόφοιτος πια της Φιλοσοφικής, δούλευε διορθωτής στην «Εφημερίδα» του Δημητρίου Κορομηλά.

Θυμάται: «Στο ίδιο παγερό και μίζερο γραφείο της εφημερίδας εργαζόντουσαν τότε κοντά μου κι άλλοι τρεις. Ο Γιάννης Κοντυλάκης,Ιωάννης Κονδυλάκης – AIKATERINI TEMPELI που ’γραφε το χρονογράφημα, ο Κωστής Παλαμάς, Κωστής Παλαμάς: Εργοβιογραφικόπου ’γραφε τις “Πινακίδες”, κι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που μετάφραζε απ’ το αγγλικό τις “επιφυλλίδες”». Μεγαλύτεροί του και οι τρεις. Αν έδωσε τις «Ιστορίες» του στον Κονδυλάκη και τον Παπαδιαμάντη, σαραντάρη τότε, δεν το ξέρω. Από επιστολή του Παπαδιαμάντη, του 1892, όπου μιλάει για το διήγημα του Βλαχογιάννη «Ο ξενιτεμός», που το είχε διαβάσει από χειρόγραφο, καταλαβαίνουμε ότι οι δύο άντρες συζητούσαν τα λογοτεχνικά τους, άλλωστε κάποια στιγμή ο Επαχτίτης έπεισε τον Σκιαθίτη να γράψει ένα-δυο διηγήματα στη δημοτική. Σίγουρα πάντως ο Βλαχογιάννης δεν έδωσε το βιβλίο του στον Παλαμά ιδίαις χερσί, στο κοινό γραφείο. Παρότι και συντοπίτης του ήταν, Αιτωλοακαρνάνας, και δεν τον περνούσε δα ο Μεσολογγίτης πολλά χρόνια. Μόλις οχτώ.

Γι’ αυτή την αποκαλυπτική χαρακτήρος στάση του Βλαχογιάννη μάς πληροφορεί ο ίδιος ο Παλαμάς, στο εκτενές κριτικό κείμενό του για τις «Ιστορίες του Γιάννου Επαχτίτη»: «Τοιαύτην επιγραφήν φέρει βιβλιάριον απλά και πτωχικά τυπωμένον, μόλις εξηκοντασέλιδον· δεν γνωρίζω αν διενεμήθη εις εφημερίδας, δεν το είδα που αναγγελλόμενον, το αντίκρυσα μόνον εις την βιτρίναν ενός βιβλιοπωλείου, και ίσως θα το παρηρχόμην αδιαφόρως αν δεν είχε την καλωσύνην να μου το στείλη ο συγγραφεύς. Μετριόφρων ούτος και αποφεύγων ή φοβούμενος την θορυβώδη δημοσιότητα, δεν εφρόντισε ούτε περί της κυκλοφορίας του βιβλίου του, […] ουδέ έστερξε να μας αποκαλύψη το αληθινόν του όνομα, οχυρωθείς όπισθεν ψευδωνύμου· αλλά τι προς αυτό; Ο Γιάννος Επαχτίτης ο ψευδώνυμος κατέχει αληθινήν και πλουσίαν φλέβα διηγηματογράφου».

Ξέρουμε, το έχει γράψει ο ίδιος, πως ο κριτικός Παλαμάς ανήκει στη σχολή της αγάπης, και πως, όταν αποφασίζει τον έπαινο, τον προσφέρει αφειδώλευτο. Τον Επαχτίτη τον εγκωμιάζει απροσωπόληπτα, δεν ξέρει πως είναι ο διπλανός του στο γραφείο. Και οι παρατηρήσεις του είναι ουσιώδεις. Υπογραμμίζει την «αρρενωπή μελαγχολία» των «Ιστοριών» του Βλαχογιάννη και στέκεται στον «πλούτον της γλώσσης και το κάλλος σπανίων τινών επιθέτων» των δύο ποιημάτων στα οποία καταλήγουν οι «Ιστορίες». Και βέβαια επαινεί την «αγνοτάτη δημοτική» τους (είκοσι χρόνια αργότερα την εγκωμίαζε και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης). Τέλος, θίγει το ζήτημα της χρήσης του τοπικού ιδιώματος.

Ο Παλαμάς ειρωνεύεται τους «σχολαστικούς ποιητές», «οίτινες αψύχους σχηματισμούς παραγεμίζουν αμέτρως διά νεκρών λέξεων, τας οποίας ως τυμβωρύχοι ξεθάπτουν από τα αρχαία κείμενα και τα λεξικά της αρχαίας», και συμπαρατάσσεται με τον Επαχτίτη: «Πάσαι αι λέξεις τας οποίας μεταχειρίζεται ο δημοτικός ποιητής είναι ολοζώνταναι, κυκλοφορούσιν από στόματος εις στόμα, περιλαμβάνονται εις το μέγα άγραφον ή γραπτόν σύνολον του λεξικού του λαού, το απαύστως και ανεπαισθήτως εξογκούμενον, πλουτιζόμενον, αλλοιούμενον, έχουσιν αίμα και χρώμα. […] Αν μερικαί εξ αυτών είναι άγνωστοι εις τάξιν τινά κυρίων και κυριών, δεν θα εξαλειφθώσι διά τούτο από την βίβλον της ζωής και από την χρήσιν του ποιητού».

Μολαταύτα, ο Παλαμάς δεν βρίσκει «όλως διόλου άδικα τα παράπονα των αναγνωστών», που, κάτοικοι του άστεως αυτοί, δυσκολεύονται να κατανοήσουν λέξεις του αγροτοποιμενικού βίου και των χρόνων της κλεφτουριάς, και παρατηρεί ότι «δεν δικαιούται απολύτως ο ποιητής εις κατάχρησιν των δυσκολονοήτων λέξεων». Αλλά ο λογοτέχνης Βλαχογιάννης αυτό ήταν: η γλώσσα του, το ιδίωμά του. Και μάλιστα ο πεζογράφος παρά ο ποιητής, ο πλήρως ενημερωμένος για τις ευρωπαϊκές αναζητήσεις, χάρη και στη γλωσσομάθειά του. Η παρατήρηση του Αγρινιώτη συγγραφέα Δημητρίου Χατζόπουλου, του γνωστού Μποέμ, ότι το έργο του Βλαχογιάννη θεμελιώνεται «στο αξίωμα προ παντός η γλώσσα διά το καλλιτέχνημα και διόλου το καλλιτέχνημα διά την γλώσσαν» έχει αλήθεια μέσα της.

Ο Βλαχογιάννης, που ταυτίζει ρητά την ψυχή της Ελλάδας με τη γλώσσα της, διαισθάνεται, γνωρίζει μάλλον, ότι ο κόσμος ο παλιός δεν ανασταίνεται με τη λογοτεχνία παρά μόνο στον χώρο της λογοτεχνίας, αν αυτή είναι καλή. Θέλει λοιπόν να σώσει –σαν άγιο λείψανο; Σαν προζύμι ίσως;– τουλάχιστον κάτι από τη γλωσσική πραγματικότητα του κόσμου εκείνου. Να σώσει και τις λέξεις του, όπως σώζει τα απομνημονεύματα των καπεταναίων του. Σαν τεκμήρια του βίου και του ήθους του. Όχι σαν αδρανή λήμματα ενός αναμνηστικού λεξικού.

Η ποιητική του Βλαχογιάννη είναι πιστεύω γραμμένη ανάμεσα στις αράδες του εξαιρετικού διηγήματος «Έτσι ήτανε», που το βρίσκουμε, πού αλλού, στα «Μεγάλα χρόνια». Όταν πρωτάκουσα την ιστορία, μισόν αιώνα πριν, πρωταγωνιστούσε ο ζουρνάς, που κυριαρχεί άλλωστε στο μεσολογγίτικο πανηγύρι του Αϊ-Συμιού. Στην αφήγηση του Βλαχογιάννη πρωταγωνιστεί η λύρα.

Ο Βλαχογιάννης γνωρίζει ότι ο κόσμος ο παλιός δεν ανασταίνεται με τη λογοτεχνία παρά μόνο στον χώρο της λογοτεχνίας, αν αυτή είναι καλή.

Σάββατο του Λαζάρου στο Μεσολόγγι, στην ελεύθερη Ελλάδα πια, και το μαθητούδι με τον εξοδίτη παππούλη του, ζωσμένον στο σπαθί, πάνε να δούνε την Εξοδο, την ετήσια «λιτανεία». «Ο λαός παίζει με τη φαντασία του το παιγνίδι αυτό, στο χρόνο μια φορά. Θέλει να ξαναζωντανέψει τη μεγάλη εικόνα, έτσι για να δει “πώς ήτανε”». Αυτό το «πώς ήτανε» επιχειρεί μάταια να το ζωγραφίσει κάποιος επίσημος, βγάζοντας τον καθιερωμένο λόγο στους Τάφους, στον Κήπο των Ηρώων. Γράφει ο Βλαχογιάννης:

«Μα ο λόγος είν’ ατέλειωτος. Ο γέρος ακούει, και δεν καταλαβαίνει. Ακούει και καρτερεί· σαν κάτι φαίνεται να καρτερεί.

– Ωρέ, δεν ήταν έτσι, κράζει με δυνατή φωνή.

Αφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Βογκάει, στ’ αγγόνι δε μιλεί. Αξαφνα σταματάει. Εκεί κοντά του κάποιος τραγουδεί. Ένας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγής, παίζει τη λύρα του και τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο, το μοιρολόγι του Μεσολογγιού.

Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα, και δε μιλεί. Τέλος κόπηκε το τραγούδι.

– Να, ωρέ, έτσι ήτανε.

Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καημό του».

Έτσι ήτανε ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Έτσι τον φαντάζομαι δηλαδή. Να κλαίει ήσυχα, περήφανα, με κάθε σελίδα του παλιού κόσμου που έβρισκε στα μπακάλικα, με κάθε σελίδα που έγραφε για τον παλιό κόσμο. Και με την πικρή γνώση πως οι λέξεις δεν αρκούν δίχως τη δυσεύρετη πια μουσική τους, τη μουσική της λύρας ή του ζουρνά.(2)

___________________

 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet(1) Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945) - Βικιπαίδεια

https://booksjournal.gr/media/k2/items/cache/76db577b160d0d4497a19f4d0b6a25c8_S.jpg?t=20210404_051603Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.στη Δεξαμενή.

(2) Γιώργος Ζεβελάκης: "Γιάννης Βλαχογιάννης: η απογοήτευση του διασώστη τεκμηρίων του 1821"  ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Armand Guillaumin (1841-1927) - Της μεγάλης των Γάλλων ιμπρεσιονιστών σχολής

Αρμάν Γκιγιομέν(1841-1927) ****************************************   Μορέ – Αρμάν Γκιγιομέν Κατερίνα Βασιλείου ...