Ουρώντας σε ένα τάφο
του Μιχάλη Μοδινού*(1)
Είχα βγει από το τρένο στο Βεβέι και αμέσως παρήγγειλα στο μπαρ του σταθμού ένα περνό για να στυλωθώ. Σύμφωνα με τις λεπτομερέστατες οδηγίες του παλιού μου φίλου, του Φρανκ, διέσχισα το πάρκο δίπλα στον ποταμό Βεβέζ που ζωγράφιζε ήπιους στροβίλους στο σημείο όπου εξέβαλλε στη λίμνη. Ακουγόταν μόνο το φλαπ-φλαπ από το κρεπ των παπουτσιών μου στο οδόστρωμα, κατά μήκος της προκυμαίας.
*
Κάθισα για λίγο σε ένα παγκάκι. Η λίμνη μπροστά μου κάτι μουρμούριζε.
Σκεφτόμουν την είδηση που διάβασα το πρωί στο λόμπι του ξενοδοχείου για
κάποιον μάλλον άγνωστο Χιλιανό συγγραφέα, ονόματι Εντουάρντο Λαμπάρκα
που κατούρησε τον τάφο του Μπόρχες. *(2) Η φωτογραφία φιγουράριζε στο
εξώφυλλο βιβλίου του και ο ίδιος, παρά την κατακραυγή, δήλωνε πως η
πράξη του ήταν ένα καλλιτεχνικό χάπενινγκ απολύτως νόμιμο. Μας καλούσε
να διαβάσουμε το βιβλίο – μόνο έτσι θα λύναμε το αίνιγμα του εξωφύλλου.
Παρέκαμψα την πρόσκληση μαζί με την πρόκληση. Δεν ήξερα πως ο μεγάλος Αργεντίνος ήταν θαμμένος στη Γενεύη, όπως άλλωστε τόσοι και τόσοι άλλοι συμπαίκτες του στο λογοτεχνικό τραπέζι. Ο εν λόγω Χιλιανός καταλόγιζε, λέει, στον Μπόρχες ότι ήταν φίλος του Πινοσέτ και της εκεί χούντας και κατά προέκταση της Αμερικής που στήριζε το καθεστώς. Είχε ονομάσει, λέει, τον Χιλιανό δικτάτορα εξαιρετικό άνθρωπο, ο οποίος είχε σώσει την ειρήνη και την ελευθερία, όπως έγινε άλλωστε στην Ουρουγουάη και την Αργεντινή. Ο ίδιος ο 72χρονος Λαμπάρκα ήταν σοβιετόφιλος, φυγάδας από τη χώρα του μετά τον θάνατο του Αλιέντε, και είχε δουλέψει για την μητέρα τού υπαρκτού σοσιαλισμού στα Ηνωμένα Έθνη και άλλους διεθνείς οργανισμούς. Η είδηση εκτός από αποστροφή, μου προκάλεσε απορία. Χρειαζόμουν χρόνο για να την επεξεργασθώ.
Μια κρύα πνοή κατέβηκε αίφνης απ’ τα βουνά κουβαλώντας μια απόμακρη ηχητική γραμμή στην οποία νόμισα πως αναγνώρισα το σαξόφωνο του Λέστερ Γιανγκ στο I can’t get started.
Με άγγιξε η νοσταλγία για κάτι ανείπωτο. Κάτω από το
γαλαζοκίτρινο φως, οι μπρούντζινες και μαρμάρινες προτομές
κατά μήκος της προκυμαίας φάνταζαν λίγο κιτς. Διέκρινα από
μακριά τo Hotel des Trois Couronnes τυλιγμένο στην
εσπερινή αχλή, ανέπαφο από τον χρόνο, όπως έγραφε και ο
ταξιδιωτικός μου οδηγός – θυμόμουν αμυδρά ότι εκεί
διαδραματιζόταν το Ντέιζι Μίλερ του Χένρι Τζέιμς. Και η καταληκτήρια σκηνή του Αποχαιρετισμός στα Όπλα
στη Λίμνη Λεμάν δεν τοποθετείται; αναρωτήθηκα. Ναι, αλλά
μάλλον από τη γαλλική πλευρά – θα το έψαχνα με την πρώτη
ευκαιρία. Και ο Σιμενόν, ο μεγάλος Βέλγος Ζορζ Σιμενόν, αυτός ο
εργασιομανής αγύρτης πολυτελείας, πού ακριβώς είχε αφήσει
την τελευταία του πνοή;
Σηκώθηκα απ’ το παγκάκι. Απέναντι,
στη γαλλική ακτή, ορθωνόταν απροσδόκητα η ρόδινη στις
τελευταίες ακτίνες βουνοκορφή του Dent d’ Oche – η
τραχιά επιφάνεια της πραγματικότητας. Προσπάθησα να τη
συσχετίσω με κάτι μυθοποιημένο αλλά οι
γεωγραφικές/φιλολογικές μου αναφορές με είχαν
εγκαταλείψει. Επικεντρώθηκα στα επιφαινόμενα – την ουσία των
πραγμάτων κατά τον Κόνραντ. Στον διάβολο οι κρυμμένες
πραγματικότητες και οι εσώτεροι πυρήνες της αλήθειας και τα
παράλληλα σύμπαντα. Ζήτω η κοπιώδης σεμνή καταγραφή – δεν
αρκεί άραγε από μόνη της;
Ένας κοιλαράς λουόμενος με
βαθυγάλανο σκουφί βγήκε στάζοντας από τη λίμνη και
κατευθύνθηκε στο μαρμάρινο παγκάκι όπου είχε αφήσει τα
πράγματά του. Ένα νεαρό ζευγάρι πάλευε να μαζέψει τα πανιά του
σκάφους του στην προκυμαία. Ένας μικρός αμφίβιος στρατός από
μεσήλικες ψαράδες με γαλότσες είχε μπει σε παράταξη στο
βαθύγκριζο νερό που κάλυπτε τους μηρούς τους, με τα μακριά
αλιευτικά καλάμια να σχίζουν τον κρυστάλλινο αιθέρα.
Διέκρινα στα ανοιχτά το ανακαινισμένο τροχήλατο πλοίο Σιγιόν να
γλιστρά στην ήσυχη επιφάνεια της λίμνης επιστρέφοντας γεμάτο
–υπέθεσα– χαρωπούς ηλιοψημένους τουρίστες στο Μοντρέ. Δυο
αγόρια γεμάτα ακμή κάτι σκάρωναν με τις παρατημένες στην όχθη
πετονιές και με κάτι ασημωπά ψαράκια, ρίχνοντας πονηρές
ματιές προς τους μεγάλους στο νερό.
*
Περπατούσα κατευθυνόμενος στο σπίτι του παλιόφιλου του
Φρανκ. Μέσ’ απ’ τους κορμούς των δέντρων χρύσιζε το τελευταίο
φως. Γελοία σκυλάκια του καναπέ κουτρουβαλούσαν στο γρασίδι
και μια παρέα νεαροί Άραβες, καθισμένοι στη ράχη ενός
μαρμάρινου πάγκου με κοίταζαν μισοειρωνικά μισομάγκικα σαν
να ’μουν ένας ακόμη μεσήλικας γκέι σε αναζήτηση φρέσκιας
σάρκας. Έπεσα αίφνης πάνω σε μια πλάκα από ροδαλό μάρμαρο που,
όπως διάβασα στην επίχρυση επιγραφή της, ήταν αφιερωμένη σ’
εκείνο τον Τσέχο φοιτητή, τον Γιαν Πάλατς, που είχε
αυτοπυρποληθεί πίσω στα 1968, μετά την Άνοιξη της Πράγας και
την εισβολή των σοβιετικών τανκς, ενώ εγώ ήμουν δευτεροετής.
Είχαμε χούντα τότε και οι απόηχοι του απονενοημένου ηρωισμού
του μας είχαν συγκινήσει κάτω στην γκριζωπή Αθήνα φέρνοντας
σε προφανή αμηχανία τους κρυφούς ρωσόφιλους του έτους μου. Λίγο
πιο πέρα υπήρχε κι άλλη μαρμάρινη στήλη με μια μεταλλική
φλόγα στο πάνω μέρος της αφιερωμένη, φαντάσθηκα, σε κάτι
ανάλογο. Λίγο πριν πεθάνει στα τέλη του 1990, ο Φρίντριχ
Ντίρενματ είχε γράψει ένα φημισμένο κείμενο για τον Βάκλαβ
Χάβελ, θυμήθηκα. Ή μήπως ήταν επικήδειος; Να υπήρχε κάποια
σχέση του κειμένου μ’ αυτά τα μνημεία; Δεν λοξοδρόμησα αυτή τη
φορά και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να ξανασκεφθώ τη
διεθνοποίηση των συμβόλων αλλά και την τάση των Ελβετών να
οικειοποιούνται –όπως λέει ο Ζαν Ζίγκλερ– τα ηθικά και υλικά
επιτεύγματα άλλων. Ακόμη και τους νεκρούς τους, σκέφθηκα,
αναλογιζόμενος το άγαλμα του Ναμπόκοφ πίσω στο Μοντρέ, όπου ο
συγγραφέας της Λολίτας είχε αφήσει την τελευταία του πνοή. Και καλά έκαναν, εδώ που τα λέμε.
Συνέχισα
τη μικρή μου βόλτα κατά μήκος της προκυμαίας που την έζωναν ως
πέρα μακριά μπρούντζινες προτομές στραμμένες προς την
απέναντι γαλλική όχθη, ακολουθώντας πάντα τις οδηγίες. Ήδη
αχνοφαίνονταν από απέναντι τα πρώτα φώτα της νύχτας.
Αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να επισκεφθώ τον τάφο του Μπόρχες και
να δω με τα μάτια μου τις εγγραφές σε αρχαία σκανδιναβικά νόρσε
και μετανορμανδικά αγγλικά, γλώσσες που εξέφραζαν κατά τον
καλύτερο τρόπο το έργο του, αλλά είχα προγραμματίσει να
φύγω την επομένη για τη Λουκέρνη. Από κει, με το καραβάκι,
μέσα από αλπικές κοιλάδες, πλαγιές με αμπελώνες και
χιονοσκέπαστες κορυφές, σκόπευα να κατευθυνθώ στο Σεντ
Γκάλεν. Υπάρχει, πληροφορήθηκα, μια χιλιόχρονη μεσαιωνική
βιβλιοθήκη εκεί, όπου σου προσφέρουν τραχιές γούνινες
παντόφλες στην είσοδο για να μην καταστραφούν τα πατώματα.
Θα του άρεσε του Μπόρχες να 'ρχόταν μαζί μου, κι ας μην έβλεπε πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου