Κυριακή, Ιουλίου 24, 2022

«Διαβάζοντας το" Ακουστικό Κέρας" ( της Λεονόρα Κάρινγκτον ), απελευθερωνόμαστε από την άθλια πραγματικότητα που μας περιβάλλει» ( Λουίς Μπουνιουέλ)

 

Carrington

Για το μυθιστόρημα της Λεονόρα Κάρινγκτον (Leonora Carrington) «Το ακουστικό κέρας» (μτφρ. Μαρία Φακίνου, εκδ. Αίολος). Κεντρική εικόνα: «Personajes de teatro» (1941), πίνακας της Carrington.

_________________

Λογικά από το 1924, οπότε και δόθηκε στη δημοσιότητα το πολύφημο Μανιφέστο των υπερρεαλιστών, θα έπρεπε να είχε λυθεί το ζήτημα: η σχέση που ανέπτυξαν με το κλασικό αστικό μυθιστόρημα ήταν ιδιαζόντως πολεμική. Σε τέτοιο σημείο δε, που θεωρούσαν πως είναι ένα κατώτερο είδος που στερείται δυναμικής και αδυνατεί να συλλάβει το μέγα βάθος της ανθρώπινης περίπτωσης, όπως μπορεί να κάνει το άλογο, η φαντασία και το όνειρο.

Ο Μπρετόν εξαρχής δηλώνει πως το μυθιστόρημα βγαίνει από τη μήτρα της ρεαλιστικής στάσης και του θετικισμού. Ο Αραγκόν, λίγα χρόνια αργότερα, θα μιλήσει για τους «μανιακούς φλύαρους» συμπεριλαμβάνοντας ακόμη και τον Ζιντ ή τη Στάιν στη σαρωτική του κριτική. Ποιος Φλωμπέρ, ποιος Σταντάλ και ποιος Ντοστογιέφσκι; Οι υπερρεαλιστές ρίχνουν στην πυρά τους πάντες. Δεν διστάζουν να κατακεραυνώσουν ακόμη και τον Τζόυς, ο οποίος, αν μη τι άλλο, διαβρώνει με τον δικό του τρόπο την κλασική έννοια του μυθιστορήματος όπως ήταν γνωστό προ της έλευσης του πυρίκαυστου Οδυσσέα.

Στις μέρες μας πολλές από αυτές τις πολεμοχαρείς αναφορές κουβαλούν μόνο τη σκόνη του παρελθόντος και ελάχιστη σχέση έχουν με το συγγραφικό γίγνεσθαι όπου όλα μπορούν να συνδεθούν μεταξύ τους, δίχως απαραίτητα το αποτέλεσμα που θα φέρουν να έχει μια χροιά καινοτομίας. Καταχρηστικά πολλές φορές προσδίδουμε σε έργα τον χαρακτηρισμό «σουρεαλιστικά», με την έννοια ότι αντίκεινται στον κατεστημένο ρεαλισμό, κλιμακώνουν τη δράση τους μέσα σε μια φαντασιακή σκηνοθεσία και η γονιμοποίησή τους δεν προέρχεται από τη ζεύξη συγκεκριμένων και απτών ενεργειών των ηρώων ούτε από μια γραμμική ανέλιξη της πλοκής. Τα πάντα υπόκεινται στη θωπεία του απρόβλεπτου, του μυστικιστικά ονειρικού και της υπέρβασης των δεδομένων ορίων της αντίληψης.

Για κάθε λάκτισμα υπάρχει και μια επανορθωτική κίνηση επούλωσης με παράτολμους τρόπους. Ή, τέλος πάντων, μια προσπάθεια να τανυστούν τα δεδομένα όρια του ρεαλιστικού μυθιστορήματος σε περιοχές και όρια που ουδείς άλλος θα τολμούσε να επιχειρήσει.

Για κάθε άρνηση, ωστόσο, υπάρχει και μια κατάφαση: αν ο υπερρεαλισμός αντιστρατεύεται –καθέτως και οριζοντίως– την τέχνη του μυθιστορήματος, τότε ο Μεγάλος Ανατολικός του Ανδρέα Εμπειρίκου τι είναι; Μα, μήπως και οι διαπρύσιοι πολέμιοι του μυθιστορήματος, όπως ο Μπρετόν και ο Αραγκόν, δεν ενέγραψαν στην εργογραφία τους έργα όπως Το χωριό μου το Παρίσι και Νάντια αντίστοιχα; Για κάθε λάκτισμα υπάρχει και μια επανορθωτική κίνηση επούλωσης με παράτολμους τρόπους. Ή, τέλος πάντων, μια προσπάθεια να τανυστούν τα δεδομένα όρια του ρεαλιστικού μυθιστορήματος σε περιοχές και όρια που ουδείς άλλος θα τολμούσε να επιχειρήσει.

Υπό αυτό το πρίσμα το Ακουστικό κέρας της Λεονόρα Κάρινγκτον που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αίολος σε μετάφραση της Μαρίας Φακίνου, μπορεί να θεωρηθεί μυθιστόρημα στη λογική ότι άρχεται και ολοκληρώνεται μέσω της πορείας μιας ηρωίδας, διαθέτει μια κάποια επίφαση ιστορίας και αναπτύσσει χαρακτήρες – ακόμη κι αν αυτοί δεν έχουν πρόθεση να ολοκληρωθούν.

Η Βρετανο-μεξικάνα Κάρινγκτον υπηρέτησε τον σουρεαλισμό με τους πίνακές της, αλλά και με τα βιβλία της. Έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της στο Μεξικό και ουσιαστικά υπήρξε από τους τελευταίους των Μοϊκανών του σουρεαλιστικού κινήματος. Η κινηματική της δράση, πάντως, αναπτύχθηκε και στα κατοπινά χρόνια, καθώς υπήρξε ιδρυτικό μέλος της κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών στο Μεξικό, τη δεκαετία του ’70.

Η Κάρινγκτον ζει σουρεαλιστικά, εμφορείται από τις βασικές του αρχές, δρα καλλιτεχνικά σ’ αυτό το ρευστό πλαίσιο και, φυσικά, δεν θα μπορούσε το εν λόγω μυθιστόρημα να μην κινείται σε τέτοια απερίγραπτα βάθη.

Τυπικά μας μιλάει για μια υπέργηρη γυναίκα, την Μάριαν Λέδερμπι, που μπορεί να μετράει ήδη 92 χρόνια στη φτενή καμπούρα της, εντούτοις είναι γεμάτη όρεξη για ζωή και περιπέτεια ωσάν να ήταν παιδούλα. Φτάνει στο σημείο να φαντάζεται πως κάποια στιγμή θα καταφέρει να πάει στη Λαπωνία και να βιώσει την τρελή χαρά να ανέβει σε ένα έλκηθρο που θα το σπρώχνουν σκυλιά. Δεν τη φοβίζουν τα χρόνια ούτε το γεγονός ότι είναι πλέον βαρήκοη. Άλλωστε, χάρη στη βοήθεια της επιστήθιας φίλης της, της Καρμέλα, βρίσκεται να έχει ένα ακουστικό κέρας που της επιτρέπει να ακούει τα πάντα και από μεγάλη απόσταση. Κάπως έτσι μαθαίνει πως η οικογένειά της, με την οποία συγκατοικεί στο ίδιο σπίτι, προτίθεται να την ξαποστείλει σε ένα γηροκομείο για να γλιτώσει μια και καλή από τις τρέλες της. Όλα τούτα φαντάζουν απολύτως ρεαλιστικά. Ναι, αλλά δεν είναι κατ’ ουσίαν. Η Κάρινγκτον δεν μας έχει αποκαλύψει ούτε ένα μικρό μέρος των προθέσεών της. Κάτι που θα το κάνει με πλέριο τρόπο στη συνέχεια.

Το χιούμορ παίζει καθοριστικό ρόλο σε τούτο το βιβλίο. Ουσιαστικά αυτή η ελαφριά εκδοχή των γεγονότων είναι οι αρμοί της ιστορίας. Πρόκειται για ένα χιούμορ ιδιοσυγκρασιακό, εκκεντρικό, στα όρια της παιδικότητας.

Όντως, η γηραιά γυναίκα μεταφέρεται σε έναν ιδιότυπο οίκο ευγηρίας όπου ακολουθεί μια παράξενη μέθοδο, χριστιανικού τύπου, για το πώς οι τρόφιμοι (γυναίκες, βέβαια) θα ενωθούν με τον εσώτατο εαυτό τους και κάπως έτσι θα αυτοβελτιωθούν. Τα σπίτια στα οποία μένουν οι γυναίκες έχουν παράξενα σχήματα (μια μπότα, μια αιγυπτιακή μούμια κ.λπ) λες και είναι βγαλμένα από παραμύθι των αδελφών Γκριμ. Η Λέδερμπι θέλει να φύγει και η Καρμέλα της ετοιμάζει ένα τρελό σχέδιο απόδρασης από το οποίο μόνο ο στρατός (sic) δεν έχει ενεργό ρόλο. Κάτι που δεν θα συμβεί.

Ναι, το χιούμορ παίζει καθοριστικό ρόλο σε τούτο το βιβλίο. Ουσιαστικά αυτή η ελαφριά εκδοχή των γεγονότων είναι οι αρμοί της ιστορίας (ας την ονομάσουμε έτσι για τις ανάγκες της ανάλυσης). Πρόκειται για ένα χιούμορ ιδιοσυγκρασιακό, εκκεντρικό, στα όρια της παιδικότητας.

Όπως πολύ σωστά σημειώνει και ο Όλγκα Τοκάρτσουκ στον επίλογο που συμπληρώνει την έκδοση, τα γηρατειά είναι στην πραγματικότητα η μόνη στιγμή στη ζωή που μπορούμε επιτέλους να είμαστε ο εαυτός μας, χωρίς να ανησυχούμε για τις απαιτήσεις των άλλων ή να συμμορφωνόμαστε με τα κοινωνικά πρότυπα που έχουμε συνεχώς οδηγίες να ακολουθούμε.

Carrington 2

Η Λεονόρα Κάρινγκτον (1917-2011) γεννήθηκε στο Λάνκασιρ της Αγγλίας από Άγγλο πατέρα και Ιρλανδή μητέρα. Η Κάρινγκτον αποβλήθηκε από δύο σχολεία καλογραιών προτού εγγραφεί σε σχολή Καλών Τεχνών στη Φλωρεντία. Το 1937, ένα χρόνο αφότου η μητέρα της της χάρισε ένα βιβλίο που παρουσίαζε τη σουρεαλιστική ζωγραφική του Μαξ Ερνστ, γνώρισε προσωπικά τον ζωγράφο. Σύντομα, η Κάρινγκτον και ο τότε παντρεμένος Ερνστ εγκαταστάθηκαν στη νότια Γαλλία, όπου το 1938 ολοκλήρωσε τον πρώτο της μεγάλο πίνακα, Self-Portrait ή The Inn of the Dawn Horse. Μετά τη φυλάκιση του Ερνστ από τους Ναζί, η Κάρινγκτον διέφυγε στην Ισπανία και νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική της Μαδρίτης. Τελικά κατέφυγε στην πρεσβεία του Μεξικού στη Λισαβόνα και, μέσω του γάμου της με τον διπλωμάτη και ποιητή Ρενάτο Λεντύκ, φεύγει για την Αμερική και εγκαθίσταται πρώτα στη Νέα Υόρκη και αργότερα στο Μεξικό. Εκεί παντρεύτηκε τον φωτογράφο Ίμρε Βάις και απέκτησε δυο γιους. Η Κάρινγκτον πέρασε την υπόλοιπη ζωή της στην Πόλη του Μεξικού, μέσα σε έναν κύκλο ομοϊδεατών καλλιτεχνών που περιλάμβανε τη Ρεμέδιος Βάρο και τον Αλεχάντρο Χοδορόφσκι. Στα έργα που έχει εκδώσει συγκαταλέγονται ένα μυθιστόρημα, Το ακουστικό κέρας (The Hearing Trumpet, 1976), δύο συλλογές διηγημάτων και το Down Below (Αποκάτω, ελλ. εκδ. Ars Nocturna, 2020), μια μαρτυρία από τον εγκλεισμό της στην ψυχιατρική κλινική. Το The Milk of Dreams, μια συλλογή εικονογραφημένων ιστοριών που έγραψε για τα παιδιά της, έδωσε τον τίτλο στην 59η Μπιενάλε της Βενετίας (2022), επαναφέροντας στο προσκήνιο την Κάρινγκτον και το έργο της.

Έχει, ωστόσο, και μια φεμινιστική πτυχή η στάση των γυναικών στο μυθιστόρημα. Αρνούνται να ακολουθήσουν τις ορθολογικές ραφές αυτού του κόσμου που φτιάχτηκε από άντρες για να υπηρετήσει άντρες. Αυτό που κάνει η Κάρινγκτον είναι κάτι αντίστοιχο μ’ αυτό που έλεγε ο Σιμόν ντε Μποβουάρ περί «θεμελιώδους πηγής της γυναικείας καταπίεσης». Κάτι που σημαίνει ότι οι κοινωνικές, θεσμικές και ιστορικές συνθήκες άλλο δεν έκαναν από το να αλλοιώσουν –εν τοις πράγμασι– τα γυναικεία σώματα και να τους φυλακίσουν τη γνήσια έκφραση της ατομικότητάς τους.

Τον ρόλο των εξουσιαστικών μηχανισμών στο μυθιστόρημα φέρουν ο Δρ Γκάμπιτ με τη σύζυγό του που διευθύνουν αυτόν τον ψευδοχριστιανό οίκο ευγηρίας. Το ζεύγος Γκάμπιτ καταπιέζει τις ελευθερίες των τροφίμων και τους επιβάλλουν συναισθηματική υποταγή. Ουσιαστικά, η Κάρινγκτον, μέσω του παρωδιακού τρόπου με τον οποίο σκιαγραφεί τον κύριο και την κυρία Γκάμπιτ, χλευάζει τους καπιταλιστικούς αρμούς της εξουσίας. Οι συσχετισμοί είναι εύκολα κατανοητοί.

Την ίδια στιγμή που το βιβλίο θέτει κάποια βασικά ερωτήματα για την ουσία της πραγματικότητας, την καταπιεστική δύναμη της εξουσίας και τα ηθικά θεμέλια του πολιτισμού μας, μάς αφήνει με την αίσθηση ενός λογοτεχνικού γλεντιού που δεν έχει προηγούμενο.

Αντίσταση σε όλα αυτά κάνουν οι περισσότερες ηλικιωμένες γυναίκες που φέρουν διάφορες παράξενες και μυστηριώδεις ιδιότητες, κουβαλούν μυστικά που τα κρατούν μέσα τους επτασφράγιστα και τα οποία η Μάριαν Λέδερμπι θέλει να ανακαλύψει. Το μεγαλύτερο όλων είναι το πορτρέτο μιας μοναχής που κοσμεί τον χώρο εστίασης του οίκου. Πρόκειται για ένα πορτρέτο σχεδόν ανίερο καθώς η μοναχή δεν εμφανίζεται ως μια άγια στοχαστική μορφή, αλλά με μια τσαχπίνικη διάθεση καθώς κλείνει το ένα της μάτι.

aiolos cdarrington akoustiko kerasΣιγά σιγά η Μάριαν μαθαίνει την ιστορία της μοναχής που ονομάζεται Δόνια Ροσαλίντα Άλβαρες Κρουθ ντέλα Κουέβα. Για να μην τα πολυλογούμε: η εν λόγω είναι βίος και πολιτεία και μόνο αγία δεν μπορείς να την χαρακτηρίσεις. Η Κάρινγκτον στο σημείο αυτό κάνει μια πολυσέλιδη παρέκβαση για να μας πει την ιστορία της (κλασικός εγκιβωτισμός) στα χρόνια που ήταν Ηγουμένη της Μονής της Αγίας Βαρβάρας των Τάρταρων.

Είναι η «αφορμή» της Κάρινγκτον να μιλήσει για τη χριστιανική πατριαρχία, αλλά και να κάνει ευθείες αναφορές στη μυθολογία. Με την ολοκλήρωση της οργιαστικής αφήγησης για την Ηγουμένη, έρχονται κατά πάνω μας μια σειρά από περίεργα και φανταστικά γεγονότα. Οι γυναίκες κατεβαίνουν σε απεργία πείνας με αφορμή έναν φόνο στο ίδρυμα. Οι Γκάμπιτ ανθίστανται, αλλά είναι ολοφάνερο πως έχει υπάρξει μια ουσιαστική μετατόπιση της εξουσίας. Μια ακόμη παρέκβαση, αλλά και ένα σχόλιο κοινωνικής προέκτασης από τη συγγραφέα.

Το τι μας περιμένει στη συνέχεια δεν το χωράει ο νους του ορθολογιστή αναγνώστη. Η Μάριαν συναντάει μια δίδυμη εκδοχή της και την καταβροχθίζει, ενώ η γη πλήττεται από παγετώνες. Η Καρμέλα εύχεται όλοι οι άνθρωποι να παγώσουν για να πάψουν να έχουν εξουσία επί των ζώων και των φυτών (ιδού και το οικολογικό σχόλιο) και ξαφνικά εμφανίζεται ένας παράξενος (τι άλλο;) ταχυδρόμος που πιστοποιεί πως διαθέτει αποφασιστική νοημοσύνη για την Ηγουμένη. Όλα κατατείνουν σε ένα συμπέρασμα: μπορεί η Μάριαν να μην ταξιδεύσει στην Λαπωνία, αλλά μπορεί η Λαπωνία να έρθει σ’ αυτήν.

Εν συνόλω έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα που καταλύει όλους τους γνωστούς κανόνες και τις οδηγίες χρήσης ενός κλασικού μυθιστορήματος. Αν καταφέρει κάποιος να προσπεράσει ανώδυνα τα προσκόμματα που βάζει η Κάρινγκτον (όχι, δεν είναι δύσκολο να το καταφέρει), τότε θα χαρεί με τη ψυχή του. Διότι την ίδια στιγμή που το βιβλίο θέτει κάποια βασικά ερωτήματα για την ουσία της πραγματικότητας, την καταπιεστική δύναμη της εξουσίας και τα ηθικά θεμέλια του πολιτισμού μας, μάς αφήνει με την αίσθηση ενός λογοτεχνικού γλεντιού που δεν έχει προηγούμενο. Η πολύ καλή μετάφραση ανήκει στη Μαρία Φακίνου.


Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο).

Απόσπασμα από το βιβλίο

«Τη Δευτέρα ή την Τρίτη, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς, καθόμουν στη λιμνούλα των μελισσών προσπαθώντας να με μάθω βελονάκι. Η κυρία Γκάμπιτ έλεγε ότι η οκνηρία είναι η αληθινή αιτία της φρικτής μου λαιμαργίας, έτσι σκέφτηκα να κάνω προσπάθεια να πλέξω με το βελονάκι ένα κασκόλ. Η Μοντ μου είχε δώσει λίγο πράσινο μαλλί κάνοντάς μου και ένα μάθημα με το βελονάκι. Δεν ήταν ούτε κατά διάνοιαν τόσο απλό όσο με είχε κάνει να πιστέψω. Είχα σταματήσει για να θαυμάσω τις μέλισσες φθονώντας τες που ήταν τόσο αποδοτικά εργατικές, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά μου η Νατάσα Γκονζάλες. Το κεφάλι της ήταν τυλιγμένο σε ένα λιλά μαντίλι λες κι είχε πονόδοντο.
“Είμαι πάρα πολύ εξαντλημένη”, είπε γουρλώνοντας τα μάτια της σαν πελώρια περιστρεφόμενα δαμάσκηνα. “Εδώ και τρεις μέρες δεν έχω κλείσει μάτι”.
“Ισως η κυρία Γκάμπιτ σου δώσει λίγο σεντεμπρόλ αν της ζητήσεις. Πιστεύω ότι είναι πολύ δραστικό”, της είπα ευγενικά.
Η Νατάσα έπιασε σφιχτά το κεφάλι της βογκώντας από τον πόνο».

_______________________

Δεν υπάρχουν σχόλια: