Δευτέρα, Ιουλίου 25, 2022

Ουρώντας σε ένα τάφο

 

Ουρώντας σε ένα τάφο

Είχα βγει από το τρέ­νο στο Βε­βέι και αμέ­σως πα­ρήγ­γει­λα στο μπαρ του σταθ­μού ένα περ­νό για να στυ­λω­θώ. Σύμ­φω­να με τις λε­πτο­με­ρέ­στα­τες οδη­γί­ες του πα­λιού μου φί­λου, του Φρανκ, διέ­σχι­σα το πάρ­κο δί­πλα στον πο­τα­μό Βε­βέζ που ζω­γρά­φι­ζε ήπιους στρο­βί­λους στο ση­μείο όπου εξέ­βαλ­λε στη λί­μνη. Ακου­γό­ταν μό­νο το φλαπ-φλαπ από το κρεπ των πα­που­τσιών μου στο οδό­στρω­μα, κα­τά μή­κος της προ­κυ­μαί­ας.

*

Κά­θι­σα για λί­γο σε ένα πα­γκά­κι. Η λί­μνη μπρο­στά μου κά­τι μουρ­μού­ρι­ζε. Σκε­φτό­μουν την εί­δη­ση που διά­βα­σα το πρωί στο λό­μπι του ξε­νο­δο­χεί­ου για κά­ποιον μάλ­λον άγνω­στο Χι­λια­νό συγ­γρα­φέα, ονό­μα­τι Εντουάρ­ντο Λα­μπάρ­κα που κα­τού­ρη­σε τον τά­φο του Μπόρ­χες. *(2) Η φω­το­γρα­φία φι­γου­ρά­ρι­ζε στο εξώ­φυλ­λο βι­βλί­ου του και ο ίδιος, πα­ρά την κα­τα­κραυ­γή, δή­λω­νε πως η πρά­ξη του ήταν ένα καλ­λι­τε­χνι­κό χά­πε­νινγκ απο­λύ­τως νό­μι­μο. Μας κα­λού­σε να δια­βά­σου­με το βι­βλίο – μό­νο έτσι θα λύ­να­με το αί­νιγ­μα του εξω­φύλ­λου.
Chilean writer Eduardo Labarca urinates on the grave of Jose Luis Borges 

Πα­ρέ­καμ­ψα την πρό­σκλη­ση μα­ζί με την πρό­κλη­ση. Δεν ήξε­ρα πως ο με­γά­λος Αρ­γε­ντί­νος ήταν θαμ­μέ­νος στη Γε­νεύη, όπως άλ­λω­στε τό­σοι και τό­σοι άλ­λοι συ­μπαί­κτες του στο λο­γο­τε­χνι­κό τρα­πέ­ζι. Ο εν λό­γω Χι­λια­νός κα­τα­λό­γι­ζε, λέ­ει, στον Μπόρ­χες ότι ήταν φί­λος του Πι­νο­σέτ και της εκεί χού­ντας και κα­τά προ­έ­κτα­ση της Αμε­ρι­κής που στή­ρι­ζε το κα­θε­στώς. Εί­χε ονο­μά­σει, λέ­ει, τον Χι­λια­νό δι­κτά­το­ρα εξαι­ρε­τι­κό άν­θρω­πο, ο οποί­ος εί­χε σώ­σει την ει­ρή­νη και την ελευ­θε­ρία, όπως έγι­νε άλ­λω­στε στην Ου­ρου­γουάη και την Αρ­γε­ντι­νή. Ο ίδιος ο 72χρο­νος Λα­μπάρ­κα ήταν σο­βιε­τό­φι­λος, φυ­γά­δας από τη χώ­ρα του με­τά τον θά­να­το του Αλιέ­ντε, και εί­χε δου­λέ­ψει για την μη­τέ­ρα τού υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού στα Ηνω­μέ­να Έθνη και άλ­λους διε­θνείς ορ­γα­νι­σμούς. Η εί­δη­ση εκτός από απο­στρο­φή, μου προ­κά­λε­σε απο­ρία. Χρεια­ζό­μουν χρό­νο για να την επε­ξερ­γα­σθώ.

Ουρώντας σε ένα τάφο

Μια κρύα πνοή κα­τέ­βη­κε αίφ­νης απ’ τα βου­νά κου­βα­λώ­ντας μια από­μα­κρη ηχη­τι­κή γραμ­μή στην οποία νό­μι­σα πως ανα­γνώ­ρι­σα το σα­ξό­φω­νο του Λέ­στερ Γιανγκ στο I can’t get started

 

Με άγ­γι­ξε η νο­σταλ­γία για κά­τι ανεί­πω­το. Κά­τω από το γα­λα­ζο­κί­τρι­νο φως, οι μπρούν­τζι­νες και μαρ­μά­ρι­νες προ­το­μές κα­τά μή­κος της προ­κυ­μαί­ας φά­ντα­ζαν λί­γο κιτς. Διέ­κρι­να από μα­κριά τo Hotel des Trois Couronnes τυ­λιγ­μέ­νο στην εσπε­ρι­νή αχλή, ανέ­πα­φο από τον χρό­νο, όπως έγρα­φε και ο τα­ξι­διω­τι­κός μου οδη­γός – θυ­μό­μουν αμυ­δρά ότι εκεί δια­δρα­μα­τι­ζό­ταν το Ντέι­ζι Μί­λερ του Χέν­ρι Τζέιμς. Και η κα­τα­λη­κτή­ρια σκη­νή του Απο­χαι­ρε­τι­σμός στα Όπλα στη Λί­μνη Λε­μάν δεν το­πο­θε­τεί­ται; ανα­ρω­τή­θη­κα. Ναι, αλ­λά μάλ­λον από τη γαλ­λι­κή πλευ­ρά – θα το έψα­χνα με την πρώ­τη ευ­και­ρία. Και ο Σι­με­νόν, ο με­γά­λος Βέλ­γος Ζορζ Σι­με­νόν, αυ­τός ο ερ­γα­σιο­μα­νής αγύρ­της πο­λυ­τε­λεί­ας, πού ακρι­βώς εί­χε αφή­σει την τε­λευ­ταία του πνοή;
Leading Hôtel des Trois Couronnes in Vevey - FrontRowSociety - The MagazineΣη­κώ­θη­κα απ’ το πα­γκά­κι. Απέ­να­ντι, στη γαλ­λι­κή ακτή, ορ­θω­νό­ταν απροσ­δό­κη­τα η ρό­δι­νη στις τε­λευ­ταί­ες ακτί­νες βου­νο­κορ­φή του Dent d’ Oche – η τρα­χιά επι­φά­νεια της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Προ­σπά­θη­σα να τη συ­σχε­τί­σω με κά­τι μυ­θο­ποι­η­μέ­νο αλ­λά οι γε­ω­γρα­φι­κές/φι­λο­λο­γι­κές μου ανα­φο­ρές με εί­χαν εγκα­τα­λεί­ψει. Επι­κε­ντρώ­θη­κα στα επι­φαι­νό­με­να – την ου­σία των πραγ­μά­των κα­τά τον Κόν­ραντ. Στον διά­βο­λο οι κρυμ­μέ­νες πραγ­μα­τι­κό­τη­τες και οι εσώ­τε­ροι πυ­ρή­νες της αλή­θειας και τα πα­ράλ­λη­λα σύ­μπα­ντα. Ζή­τω η κο­πιώ­δης σε­μνή κα­τα­γρα­φή – δεν αρ­κεί άρα­γε από μό­νη της;
Ένας κοι­λα­ράς λουό­με­νος με βα­θυ­γά­λα­νο σκου­φί βγή­κε στά­ζο­ντας από τη λί­μνη και κα­τευ­θύν­θη­κε στο μαρ­μά­ρι­νο πα­γκά­κι όπου εί­χε αφή­σει τα πράγ­μα­τά του. Ένα νε­α­ρό ζευ­γά­ρι πά­λευε να μα­ζέ­ψει τα πα­νιά του σκά­φους του στην προ­κυ­μαία. Ένας μι­κρός αμ­φί­βιος στρα­τός από με­σή­λι­κες ψα­ρά­δες με γα­λό­τσες εί­χε μπει σε πα­ρά­τα­ξη στο βα­θύ­γκρι­ζο νε­ρό που κά­λυ­πτε τους μη­ρούς τους, με τα μα­κριά αλιευ­τι­κά κα­λά­μια να σχί­ζουν τον κρυ­στάλ­λι­νο αι­θέ­ρα. Διέ­κρι­να στα ανοι­χτά το ανα­και­νι­σμέ­νο τρο­χή­λα­το πλοίο Σι­γιόν να γλι­στρά στην ήσυ­χη επι­φά­νεια της λί­μνης επι­στρέ­φο­ντας γε­μά­το –υπέ­θε­σα– χα­ρω­πούς ηλιο­ψη­μέ­νους του­ρί­στες στο Μο­ντρέ. Δυο αγό­ρια γε­μά­τα ακ­μή κά­τι σκά­ρω­ναν με τις πα­ρα­τη­μέ­νες στην όχθη πε­το­νιές και με κά­τι αση­μω­πά ψα­ρά­κια, ρί­χνο­ντας πο­νη­ρές μα­τιές προς τους με­γά­λους στο νε­ρό.


*

Περ­πα­τού­σα κα­τευ­θυ­νό­με­νος στο σπί­τι του πα­λιό­φι­λου του Φρανκ. Μέ­σ’ απ’ τους κορ­μούς των δέ­ντρων χρύ­σι­ζε το τε­λευ­ταίο φως. Γε­λοία σκυ­λά­κια του κα­να­πέ κου­τρου­βα­λού­σαν στο γρα­σί­δι και μια πα­ρέα νε­α­ροί Άρα­βες, κα­θι­σμέ­νοι στη ρά­χη ενός μαρ­μά­ρι­νου πά­γκου με κοί­τα­ζαν μι­σοει­ρω­νι­κά μι­σο­μά­γκι­κα σαν να ’μουν ένας ακό­μη με­σή­λι­κας γκέι σε ανα­ζή­τη­ση φρέ­σκιας σάρ­κας. Έπε­σα αίφ­νης πά­νω σε μια πλά­κα από ρο­δα­λό μάρ­μα­ρο που, όπως διά­βα­σα στην επί­χρυ­ση επι­γρα­φή της, ήταν αφιε­ρω­μέ­νη σ’ εκεί­νο τον Τσέ­χο φοι­τη­τή, τον Γιαν Πά­λατς, που εί­χε αυ­το­πυρ­πο­λη­θεί πί­σω στα 1968, με­τά την Άνοι­ξη της Πρά­γας και την ει­σβο­λή των σο­βιε­τι­κών τανκς, ενώ εγώ ήμουν δευ­τε­ρο­ε­τής. Εί­χα­με χού­ντα τό­τε και οι από­η­χοι του απο­νε­νοη­μέ­νου ηρω­ι­σμού του μας εί­χαν συ­γκι­νή­σει κά­τω στην γκρι­ζω­πή Αθή­να φέρ­νο­ντας σε προ­φα­νή αμη­χα­νία τους κρυ­φούς ρω­σό­φι­λους του έτους μου. gettyimages-2661613.jpgΛί­γο πιο πέ­ρα υπήρ­χε κι άλ­λη μαρ­μά­ρι­νη στή­λη με μια με­ταλ­λι­κή φλό­γα στο πά­νω μέ­ρος της αφιε­ρω­μέ­νη, φα­ντά­σθη­κα, σε κά­τι ανά­λο­γο. Λί­γο πριν πε­θά­νει στα τέ­λη του 1990, ο Φρί­ντριχ Ντί­ρεν­ματ εί­χε γρά­ψει ένα φη­μι­σμέ­νο κεί­με­νο για τον Βά­κλαβ Χά­βελ, θυ­μή­θη­κα. Ή μή­πως ήταν επι­κή­δειος; Να υπήρ­χε κά­ποια σχέ­ση του κει­μέ­νου μ’ αυ­τά τα μνη­μεία; Δεν λο­ξο­δρό­μη­σα αυ­τή τη φο­ρά και υπο­σχέ­θη­κα στον εαυ­τό μου να ξα­να­σκε­φθώ τη διε­θνο­ποί­η­ση των συμ­βό­λων αλ­λά και την τά­ση των Ελ­βε­τών να οι­κειο­ποιού­νται –όπως λέ­ει ο Ζαν Ζί­γκλερ– τα ηθι­κά και υλι­κά επι­τεύγ­μα­τα άλ­λων. Ακό­μη και τους νε­κρούς τους, σκέ­φθη­κα, ανα­λο­γι­ζό­με­νος το άγαλ­μα του Να­μπό­κοφ πί­σω στο Μο­ντρέ, όπου ο συγ­γρα­φέ­ας της Λο­λί­τας εί­χε αφή­σει την τε­λευ­ταία του πνοή. Και κα­λά έκα­ναν, εδώ που τα λέ­με.
Συ­νέ­χι­σα τη μι­κρή μου βόλ­τα κα­τά μή­κος της προ­κυ­μαί­ας που την έζω­ναν ως πέ­ρα μα­κριά μπρούν­τζι­νες προ­το­μές στραμ­μέ­νες προς την απέ­να­ντι γαλ­λι­κή όχθη, ακο­λου­θώ­ντας πά­ντα τις οδη­γί­ες. Ήδη αχνο­φαί­νο­νταν από απέ­να­ντι τα πρώ­τα φώ­τα της νύ­χτας. Ανα­ρω­τιό­μουν αν θα έπρε­πε να επι­σκε­φθώ τον τά­φο του Μπόρ­χες και να δω με τα μά­τια μου τις εγ­γρα­φές σε αρ­χαία σκαν­δι­να­βι­κά νόρ­σε και με­τα­νορ­μαν­δι­κά αγ­γλι­κά, γλώσ­σες που εξέ­φρα­ζαν κα­τά τον κα­λύ­τε­ρο τρό­πο το έρ­γο του, αλ­λά εί­χα προ­γραμ­μα­τί­σει να φύ­γω την επο­μέ­νη για τη Λου­κέρ­νη. Από κει, με το κα­ρα­βά­κι, μέ­σα από αλ­πι­κές κοι­λά­δες, πλα­γιές με αμπε­λώ­νες και χιο­νο­σκέ­πα­στες κο­ρυ­φές, σκό­πευα να κα­τευ­θυν­θώ στο Σεντ Γκά­λεν. Υπάρ­χει, πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα, μια χι­λιό­χρο­νη με­σαιω­νι­κή βι­βλιο­θή­κη εκεί, όπου σου προ­σφέ­ρουν τρα­χιές γού­νι­νες πα­ντό­φλες στην εί­σο­δο για να μην κα­τα­στρα­φούν τα πα­τώ­μα­τα.
Θα του άρε­σε του Μπόρ­χες να 'ρ­χό­ταν μα­ζί μου, κι ας μην έβλε­πε πια.

1. Μιχάλης Μοδινός - ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Double Score από τον Παναθηναϊκό: υποδειγματική αντίδραση των οπαδών απέναντι στους γενοκτόνους σιωνιστές στις κερκίδες και νίκη στο παρκέ

Πανό τεραστίων διαστάσεων κατά της γενοκτονίας των Παλαιστινίων στη Γάζα από το Ισραήλ ανάρτησαν στο ΟΑΚΑ οι οπαδοί του Παναθηναϊκού το βρ...