Πέμπτη, Ιουνίου 09, 2022

ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΟΥΡΟΥΝΙ ΣΟΥ

 


Φεύγοντας να πάρεις και το γουρούνι σου

Χρήστος Κεφαλής*


Μια ενδιαφέρουσα συλλογή μικρών ιστοριών του Νίκου Χριστόπουλου

Από τις εκδόσεις Libron κυκλοφόρησε πρόσφατα η ενδιαφέρουσα συλλογή μικρών ιστοριών του Νίκου Χριστόπουλου  Φεύγοντας να Πάρεις και το Γουρούνι σου. Η συλλογή περιλαμβάνει δεκαέξι διηγήματα αφιερωμένα σε θέματα της καθημερινότητας αλλά και με υποθέσεις που αντλούνται από τον ευρύ κοινωνικό περίγυρο, οι τελευταίες συχνά δοσμένες με το μέσο της επιστημονικής φαντασίας. Πρόκειται, όπως αναφέρεται και στο σύντομο βιογραφικό στο εξώφυλλο, για το πρώτο βιβλίο του συγγραφέα, δικηγόρου που ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Αν θα θέλαμε να δώσουμε συνοπτικά σε μια φράση το στίγμα της συλλογής, θα ήταν ίσως πιο κατάλληλο να πούμε ότι οι ιστορίες της αποτελούν ένα σχόλιο για τις μουντές, άχαρες και χωρίς φωτεινές προοπτικές ή εξάρσεις μέρες που διανύουμε. Είναι αυτό το «πνεύμα της εποχής» που επιχειρείται να αποδοθεί σε μια ποικιλία καταστάσεων και κοινωνικών τοπίων. Αυτός ο κοινός παρανομαστής, παρά την ευρεία γκάμα της θεματολογίας τους, ενοποιεί τα επιμέρους διηγήματα, δίνοντας μια συνοχή στο εγχείρημα του συγγραφέα. Μετατρέπονται έτσι, τρόπον τινά, στα κομμάτια ενός παζλ –κομμάτια κατάλληλα κομμένα και διαρρυθμισμένα– από τη συνένωση των οποίων ο αναγνώστης αποκομίζει μια καλή αίσθηση της εικόνας του κόσμου γύρω μας.

Το ότι ο Χριστόπουλος περιγράφει μια μουντή πραγματικότητα δεν σημαίνει ότι και η γραφή του είναι μουντή. Απεναντίας χρωματίζεται από ένα ιδιότυπο χιούμορ, ενίοτε καυστικό, ενίοτε μαύρο και γκροτέσκ, κάποτε ακόμη και κυνικό, καθώς και από μια μποέμ, αντισυμβατική διάθεση που θυμίζει ελαφρά τον Γιάροσλαβ Χάσεκ. Πίσω από αυτό δε διακρίνεται η έντονη ανθρώπινη ανησυχία του για μια ζωή χωρίς ελπίδα για το μέλλον. Όπως σημειώνει η Μαίρη Γκαζιάνη:

«Σε μια ξεκάθαρη και ειλικρινή αφήγηση, ο Νίκος Χριστόπουλος, μας φέρνει μπροστά στην πραγματικότητα και στις απόψεις μας για αυτή, ακολουθώντας ένα μοτίβο κυνικό έξυπνα αλλά και χιουμοριστικό. Δίχως βαθυστόχαστες φιλοσοφικές ή άλλες δήθεν ενδόμυχες θεωρήσεις, το καθένα από τα κείμενα αυτά είναι μια δυνατή σπρωξιά στην αλήθεια, μέσα από έναν χαρακτήρα αλληγορικό που συνδυάζει την απλή πραγματικότητα με τα “θέλω” του νου. Ρεαλιστική απόδοση, με σουρεαλιστικά στοιχεία, στοχευμένο χιούμορ και συναισθηματική ένταση, είναι ο βασικός συνδυασμός που καθηλώνουν τον αναγνώστη, τον ξαφνιάζουν σε κάθε αλλαγή σελίδας, για να καταλήξει σε μια ανάγκη ταύτισης και αναθεώρησης του τι τελικά η ζωή μας κρύβει ή τι κρύβουμε εμείς από τους άλλους μέσα στον νου μας»1.

Μερικά από τα διηγήματα έχουν μια πρόδηλη αναφορά σε προσωπικές εμπειρίες του συγγραφέα ενώ σε άλλα το προσωπικό στοιχείο υποχωρεί ή και σχεδόν απουσιάζει. Σε όλα όμως η ματιά είναι γενικευτική, πηγαίνοντας πέρα από το στενά ατομικό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα διηγήματα φαντασίας, μερικά από τα οποία, ακόμη και όταν οι ιδέες τους είναι πολυφορεμένες, όπως το ταξίδι στο χρόνο, ξαφνιάζουν ευχάριστα με την πρωτοτυπία τους.

Η ατραξιόν του βιβλίου είναι δίχως άλλο «Ο ιός», μια –για λόγους που θα φανούν αμέσως πιο κάτω– «προφητική» ιστορία, που εκπροσώπησε τη χώρα μας στην «Μπιενάλε νέων καλλιτεχνών» του Σεράγεβο το 2001, με θέμα «Χάος και επικοινωνία».

Σε μια ακαθόριστη μελλοντική χρονολογία στην Ελλάδα, με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, οι Αμερικανοί αποφασίζουν να προωθήσουν τα σχέδιά τους για πειθάρχηση των ιθαγενών. Για το λόγο αυτό, όπως κάνουν και σε άλλα μέρη του κόσμου, ψεκάζουν τον πληθυσμό με έναν ιό, τον «ιό του πολιτισμού», ο οποίος, αλλοιώνοντας τα εγκεφαλικά κέντρα, διαγράφει τις πολιτισμικές αναφορές όσων μολύνονται, αντικαθιστώντας τις με τις «αξίες» της αμερικάνικης κουλτούρας. Τα θύματα του ψεκασμού, που ξεκινά στην Κεφαλονιά, αρχίζουν να μιλούν αγγλικά, κατάσταση που δεν βελτιώνει η εφεύρεση ενός αντίδοτου από το Ίδρυμα Μπαμπινιώτη, με το οποίο διοχετεύεται στον εγκέφαλο η αρχαία ελληνική γραμματεία. Ο απελπισμένος ήρωας, προσπαθώντας όπως και λίγοι άλλοι που δεν έχουν ακόμη μολυνθεί, να αποφύγει το μοιραίο κρύβεται σε καταφύγια και απευθύνει στο τέλος μια δραματική έκκληση βοήθειας στο άγνωστο – αλλά αλίμονο, στην αγγλική γλώσσα:

«HEY, WHAT AM I DOING HERE? IS THERE ANYBODY TO HELP ME PLEASE? WHAT IS THIS? A TAPE RECORDER? WHO’S TAPING ME? HEY! IS THERE ANYBODY THERE? WAKE UP, FOLKS I AM TALKING TO YOU!» (σελ. 56).

Ο Χριστόπουλος δεν συμμερίζεται βέβαια τις συνωμοσιολογικές θεωρίες περί «ψεκασμένων», κοκ. Αξιοποιεί όμως επιδέξια αυτό το εύρημα για να δείξει πώς η χειραγώγηση μετατρέπεται στις μέρες μας περίπου σε μια δεύτερη φύση μας, ένα οργανικό κομμάτι του εαυτού μας από το οποίο δεν είναι ατομικά δυνατό και συχνά δεν επιδιώκουμε να απαλλαγούμε. Ο ήρωάς του διατηρεί μια στάση ατομικής διαμαρτυρίας απέναντι στον εξαμερικανισμό, που όμως αποδεικνύεται αδύναμη και ατελέσφορη:

«Ο ιός όμως επηρέαζε και εμάς σιγά σιγά. Τα πρώτα κρούσματα ξεκινούσαν με την ανάμειξη αγγλικών λέξεων στην καθομιλουμένη, συνεχιζόταν με το να σκεπτόμαστε αγγλικά και ολοκληρωνόταν με πλήρη disappearance of the greek language» (σελ. 56).

Στην επικράτεια του φανταστικού, αλλά με προφανείς υπαινιγμούς για το πραγματικό, κινείται και το «Η ώρα της κρίσεως». Ένας άνθρωπος που πεθαίνει μεταφέρεται σε ένα τεράστιο αμφιθέατρο, όπου διεξάγεται ένα περίεργο τηλεπαιχνίδι, «Η ώρα της κρίσεως». Οι κρινόμενοι αφηγούνται την ιστορία της ζωής τους και το κοινό αποφασίζει αν θα πάνε στην κόλαση ή τον παράδεισο. Όπως αποδεικνύεται, όλοι οι κρινόμενοι πηγαίνουν στην κόλαση, που μπορεί να μην είναι τελικά η επουράνια αλλά η πολύ επίγεια κόλαση γύρω μας.

Στο «Ο άνθρωπος που θα γινόταν ζωγράφος», μια ομάδα επιστημόνων επιστρέφει στο παρελθόν για να συναντήσει έναν επίδοξο αλλά αποτυχημένο ζωγράφο. Και στο «Η πένα και το ξίφος» τρεις φίλοι στο Σώμα Λογοτεχνικής Αστυνομίας κυνηγούν όσους διαβάζουν απαγορευμένα βιβλία.

Από τις πιο συμβατικές ιστορίες με κοινωνική αναφορά θα ξεχωρίσουμε ως, κατά τη γνώμη μας, πιο αξιόλογες τις «Κάτω τα χέρια από τον Σιφουέντες», «Η ρεβάνς» και «Ευχαριστώ τον Χερέρα».

Στο «Κάτω τα χέρια από τον Σιφουέντες» ο κύριος Σιφουέντες, ένας άκακος πολίτης σε μια χώρα της Λατινικής Αμερικής συλλαμβάνεται ως ιθύνων νους μιας τρομοκρατικής οργάνωσης εξαιτίας μιας παρανόησης των δικτατορικών αρχών, που έχουν επιβληθεί πρόσφατα μετά από ένα πραξικόπημα. Οι ανακριτές καλούν τον Σιφουέντες να ομολογήσει την ενοχή του δείχνοντας ειλικρινή πατριωτισμό για το καλό της χώρας, που θα βγει έτσι από τη διεθνή απομόνωση. Ο Σιφουέντες τελικά ανταποκρίνεται στο αίτημά τους, κάτι που δεν εμποδίζει να αναπτυχθεί ένα ευρύ κίνημα υπεράσπισής του υπό το σύνθημα, «Λευτεριά στον Σιφουέντες».

Ο κυνισμός μιας αυταρχικής εξουσίας, για την οποία ο Σιφουέντες πρέπει ντε και καλά να είναι ένοχος, αντιπαραβάλλεται εύστοχα με τη μαζική αδιαφορία για τα κοινά που η ίδια γεννά και που συχνά οι πολίτες, ιδιαίτερα οι κομφορμιστικής κλίσης, δεν κάνουν τίποτα για να υπερβούν:

«Ο αξιωματικός το κατάλαβε αμέσως. Ο κύριος Σιφουέντες δεν ήταν αυτός που περίμεναν, ούτε επρόκειτο να γίνει ποτέ. Φυσικά τα λαγωνικά του προσπάθησαν να αποδείξουν το αντίθετο αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το ξύλο πρωί-μεσημέρι-βράδυ δεν έκανε τον κύριο Σιφουέντες παρά να ζητά επίμονα να δει τον ίδιο τον συνταγματάρχη –αρχηγό της επανάστασης–, για να του δηλώσει τη νομιμοφροσύνη του προς το καθεστώς. Οι πληροφορίες που έρχονταν από τη γειτονιά του και το εργασιακό του περιβάλλον επιβεβαίωναν τα παραπάνω. Όλοι είχαν μείνει έκπληκτοι. Ποιος; Αυτός, που κοίταζε μόνο τη δουλειά του, στις φυλακές; Ανήκουστο. Κάποιο λάθος θα έγινε. Ο αξιωματικός πίστευε το ίδιο. Έστειλε σήμα στα κεντρικά: “Δεν είναι αυτός. Είναι άλλος”. Η απάντηση ήρθε αυθημερόν. “Είναι αυτός! Ακόμα και αν είναι άλλος, είναι αυτός”» (σελ. 102).

Στη «Ρεβάνς», μια επαρχιακή ομάδα διεκδικεί την πρόκριση στον τελικό του κυπέλλου μετά από μια πρώτη νίκη στην έδρα της, απέναντι σε μια από τις ομάδες του ΠΟΚ. Η τελική αποτυχία της κάνει μια νύξη για την ευρύτερη κοινωνική κατάσταση, όπου υπό τις παρούσες συνθήκες οι αδύναμοι μπορεί το πολύ να ελπίζουν σε μια αξιοπρεπή ήττα. Ενώ προφανώς θα μπορούσε να είχε παρουσιαστεί μια διαφορετική έκβαση, η έκβαση που δίνεται ανταποκρίνεται πιστότερα στο πνεύμα της εποχής, θυμίζοντας την υπεράσπιση των ηττημένων α λά Μπένγιαμιν.

Στο «Ευχαριστώ τον Χερέρα», ένας μέσος άνθρωπος που φυτοζωεί στη μετριότητα αποφασίζει να κάνει κάτι ξεχωριστό, προσφέροντας τη ζωή του στο Θεό σε αντάλλαγμα για τη σωτηρία της νεογέννητης ανιψιάς ενός φίλου του, η οποία πάσχει από μια ανίατη ασθένεια. Η τροπή που θα πάρουν τα πράγματα θα τον κάνει να αντιληφθεί ότι όλη η ζωή του ήταν μια αποτυχία, ένα θλιβερό κατενάτσιο (με τον τίτλο του διηγήματος να έχει εμπνευστεί από τον Χελένιο Χερέρα, έναν από τους πρώτους προπονητές που καθιέρωσαν αυτό το σύστημα).

Από τις πιο προσωπικές, βιωματικές ιστορίες, στην «Κρίση μέσης ηλικίας» ο Μάνθος, ένας μεσόκοπος άνδρας, εργαζόμενος σε κρεοπωλείο, παρακολουθεί καθημερινά το πρόσωπό του στο καθρέφτη, νιώθοντας όλο και πιο άβολα με αυτό που βλέπει. Στην «Εξομολόγηση» ο ήρωας φαντάζεται πώς η μελλοντική διαμονή του στην κόλαση θα στοιχειώνει από το κλάμα ενός παιδιού που χάθηκε πρόωρα. Το «Freestyler», από την άλλη, μας μιλά για μια γνωριμία, η οποία ματαιώνεται εξαρχής επειδή ο νεαρός πρωταγωνιστής δεν βρίσκει το θάρρος να μιλήσει σε μια κοπελιά.

Στην «Ανορθόδοξη θεραπεία» ένας άνδρας επισκέπτεται καθημερινά μια γυναίκα με απώλεια μνήμης στο νοσοκομείο, με την πραγματική τους σχέση να αποκαλύπτεται αιφνίδια στο τέλος. «Η επιστροφή του ζητιάνου» περιστρέφεται γύρω από τις περιπέτειες ενός ανθρώπου που ανακαλύπτει ότι πάσχει από μια ανίατη ασθένεια. Τέλος, στο «Φεύγοντας να πάρεις και το γουρούνι σου», που δίνει στη συλλογή και τον τίτλο της, ένας τύπος που χωρίζει καλεί τη φιλενάδα του να πάρει φεύγοντας και ένα γουρουνάκι που του είχε χαρίσει, σε μια ιστορία που τονίζει τη σχετικότητα της αλήθειας μέσα από τις διαμετρικά διαφορετικές εκδοχές της που παρουσιάζουν οι αντιτιθέμενες πλευρές.

Οι μικρές ιστορίες θέτουν βέβαια συγκεκριμένα όρια στη λογοτεχνική δημιουργικότητα. Δεν μπορεί κανείς, όπως σε ένα μυθιστόρημα, να εμβαθύνει στους χαρακτήρες και τις καταστάσεις, παρουσιάζοντας τη συμπεριφορά ανθρώπινων τύπων σε διαδοχικά, αλληλένδετα επεισόδια από τα οποία δημιουργείται η αίσθηση του όλου. Πρέπει να περιοριστεί σε μια κατάσταση με ένα-δυο πρόσωπα αναδεικνύοντας μόνο στιγμιότυπα της πραγματικότητας. Ο Χριστόπουλος, ωστόσο, εξαντλεί σε αρκετό βαθμό τα περιθώριά τους, καταφέρνοντας να κερδίσει την προσοχή του αναγνώστη, τόσο μέσα από την κοφτερή κοινωνική κριτική όσο και με τη λεπτή του προσέγγιση της ατομικότητας και τη θεματολογική του ποικιλία. Για την «πρεμιέρα» ενός συγγραφέα αυτό δεν είναι μια μικρή επιτυχία.

*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο Οι Πολωνοί Κομμουνιστές Απέναντι στον Στάλιν (εκδόσεις Red Marks).

1. Μ. Γκαζιάνη, «“Φεύγοντας να πάρεις και το Γουρούνι σου” Μια συλλογή διηγημάτων του Νίκου Χριστόπουλου από τις Εκδόσεις Libron», https://www.polismagazino.gr.

Δεν υπάρχουν σχόλια: