Τετάρτη, Ιουνίου 22, 2022

Rebecca West, «Το σιντριβάνι ξεχειλίζει» . Προδημοσίευση του πρώτου μέρους μιας εμβληματικής τριλογίας από μια μεγάλη κυρία των βρετανικών γραμμάτων, που θα κυκλοφορήσει από τις 23 Ιουνίου


«Το σιντριβάνι ξεχειλίζει» 

Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα της Ρεμπέκα Γουέστ Το σιντριβάνι ξεχειλίζει (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ), που αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας «Το χρονικό μιας οικογένειας» και θα κυκλοφορήσει στις 23 Ιουνίου από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.

Περιγραφή βιβλίου

Η οικογένεια Όμπρι είναι μια ασυνήθιστη οικογένεια. Η σύζυγος του κυρίου Όμπρι, μια ευγενική αλλά εκκεντρική γυναίκα, φροντίζει τα τέσσερα παιδιά, τις δίδυμες κόρες τους, τη Μαίρη και τη Ρόουζ, που είναι εξαιρετικά ταλαντούχες στο πιάνο, τον μικρό γιο τους, τον Ρίτσαρντ Κουίν, ένα ζωηρό αγόρι, και τη μεγαλύτερη κόρη τους, την Κορντίλια, μια όμορφη και δυναμική κοπέλα με μουσικές φιλοδοξίες. Όμως η εκκεντρική αυτή οικογένεια σπανίως βιώνει στιγμές ηρεμίας, καθώς τα μέλη της πασχίζουν να ξεπεράσουν τις επιπτώσεις που έχει στη ζωή τους ο ασταθής χαρακτήρας και οι σπατάλες του πατέρα. Τώρα πρέπει να αναλάβουν δράση μέχρι εκείνος να βρει σταθερή εργασία. Παρότι οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος τους, οι Όμπρι ελπίζουν ότι η τέχνη θα τους σώσει από τη φτώχεια και τις δυσκολίες. Με Το σιντριβάνι ξεχειλίζει η Rebecca West απεικονίζει μια ολόκληρη εποχή και μας μαγεύει με τους δυνατούς και γοητευτικούς χαρακτήρες της. Προχωρά στη γυμνή αλλά τρυφερή σκιαγράφηση μιας ξεχωριστής οικογένειας και διερευνά τα ασύλληπτα όρια μεταξύ παιδικής ηλικίας και ενήλικης ζωής, μεταξύ ελευθερίας και εξάρτησης, μεταξύ καθημερινού και μυστηριώδους. Ένα κλασικό βιβλίο που πρέπει να ανακαλύψουμε ξανά.


ΕΓΡΑΨΕ Ο ΤΥΠΟΣ

Μια από τις σπουδαιότερες συγγραφείς του 20ού αιώνα. Και αυτό οφείλεται στον τόνο που εκπέμπει το βιβλίο, στο βάρος της μνήμης που κουβαλά, στον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τον χρόνο, τους γλωσσικούς χρωματισμούς του, τον τρόπο που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη. Μοναδικό.
Alessandro Baricco, συγγραφέας

Η Rebecca West ήταν μια σπουδαία γυναίκα – απίστευτα ευφυής, προικισμένη, αυθεντική, ευγενική και μαχητική. Αξιοθαύμαστη.
Victoria Glendinning, συγγραφέας

Αναμφισβήτητα η σπουδαιότερη γυναίκα συγγραφέας παγκοσμίως.
TIME

Η Rebecca West ήταν μία από τις μεγάλες συγγραφείς της αγγλικής λογοτεχνίας. Δεν υπάρχει άλλος που να έγραψε τόσο εντυπωσιακή πρόζα και να χαρτογράφησε με τόση οξυδέρκεια και τέτοια διαπεραστική ματιά όλες τις πολυπλοκότητες της ανθρώπινης ύπαρξης και του κόσμου στον οποίο ζούμε.
New Yorker
--------------------------------- 

«Το σιντριβάνι ξεχειλίζει» της Rebecca West

Μεσολάβησε μια τόσο μεγάλη παύση, ώστε αναρωτήθηκα αν η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου θα ξαναμιλούσαν ποτέ μεταξύ τους. Δεν φοβήθηκα ότι είχαν τσακωθεί, μόνο εμείς τα παιδιά τσακωνόμασταν, αλλά ο καθένας τους είχε βυθιστεί σ’ ένα όνειρο. Κι έπειτα ο μπαμπάς είπε διστακτικά:
«Ξέρεις, χρυσή μου, λυπάμαι πολύ για όλα αυτά».
Η μαμά τού απάντησε προτού καν τελειώσει τη φράση του.
«Δεν πειράζει καθόλου, αρκεί να πάνε όλα καλά αυτή τη φορά. Και θα πάνε, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, ναι, είμαι σίγουρος γι’ αυτό» τη διαβεβαίωσε ο μπαμπάς και πρόσθεσε σαρκαστικά: «Φαντάζομαι πως είμαι ικανός να κάνω όλα όσα μου ζητάνε. Πως είμαι ικανός να εκδώσω μια μικρή προαστιακή εφημερίδα».
«Αχ, καλέ μου Πιρς, ξέρω ότι η δουλειά δεν είναι αντάξιά σου» είπε η μαμά με ζέση. «Ωστόσο πόσο θεόσταλτη είναι! Τι τύχη που ο κύριος Μορπούργκο τυχαίνει να έχει στην ιδιοκτησία του μια τέτοια εφημερίδα και τι ευγενικό από μέρους του να θέλει να σε βοηθήσει…» Η φωνή της έσβησε πριν ολοκληρώσει την πρότασή της.
«Ξανά» συμπλήρωσε απλά ο μπαμπάς με ύφος αφηρημένο.
«Ναι, είναι περίεργο που ένας τόσο πλούσιος άνθρωπος σαν τον Μορπούργκο μπαίνει στον κόπο ν’ ασχοληθεί με κάτι σαν τη Lovegrove Gazette. Γι’ αυτό που είναι, αποφέρει ικανοποιητικά κέρδη, απ’ ό,τι ακούω, αλλά είναι ψίχουλα για κάποιον με τόσο τεράστια συμφέροντα. Υποθέτω όμως πως, αν συσσωρεύει κανείς μια ολόκληρη περιουσία, σίγουρα θα έχει και όλων των ειδών τις παλιατζούρες ανάμεσα στα διαμάντια και στους σβόλους χρυσού».
Για άλλη μια φορά αποσύρθηκε στο όνειρό του. Τα γκρίζα μάτια του, που έλαμπαν κάτω από τα ίσια μαύρα φρύδια του, διαπερνούσαν τους τοίχους στο σαλόνι της αγροικίας. Παρόλο που ήμουν πολύ μικρή, ήξερα ότι φανταζόταν πώς να ήταν άραγε ως εκατομμυριούχος.
Η μαμά σήκωσε την καφετιά τσαγιέρα και ξαναγέμισε τα φλιτζάνια τους στενάζοντας. Το βλέμμα του στράφηκε πάλι προς το μέρος της.
«Το απεχθάνεσαι που πρέπει να μένεις εδώ σ’ αυτό το μοναχικό μέρος;»
«Όχι, όχι, είμαι μια χαρά οπουδήποτε» του απάντησε. «Και πάντα ήθελα τα παιδιά να κάνουν διακοπές στους λόφους Πέντλαντ, όπως εγώ στην ηλικία τους. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για εκείνα από τη ζωή σ’ ένα αγρόκτημα – τουλάχιστον έτσι λέει συνέχεια ο κόσμος, δεν μπορώ να φανταστώ γιατί. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι που αφήνω το διαμέρισμα επιπλωμένο.
Τι πράγμα κι αυτό που αναγκαζόμαστε να κάνουμε».
«Το ξέρω, το ξέρω» είπε ο μπαμπάς θλιμμένα αλλά ανυπόμονα.
Όλα αυτά συνέβησαν πάνω από πενήντα χρόνια πριν, και οι γονείς μου δεν έκαναν φασαρία για το τίποτα. Εκείνη την εποχή ελάχιστοι ευυπόληπτοι άνθρωποι ήταν πρόθυμοι να διαθέσουν το σπίτι τους επιπλωμένο, κι ακόμα λιγότεροι ήθελαν να το νοικιάσουν.
«Αντιλαμβάνομαι ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν σοβαρούς λόγους να θέλουν να μείνουν κάπου το καλοκαίρι, εφόσον έρχονται από την Αυστραλία για να δουν την κόρη τους στο σανατόριο του δόκτορα Φίλιπ» μουρμούρισε η μαμά. «Είναι ωστόσο μεγάλο ρίσκο ν’ αφήσουμε αγνώστους στο διαμέρισμα με όλα εκείνα τα καλά έπιπλα».
«Υποθέτω πως έχουν μεγάλη αξία» παρατήρησε σκεφτικός ο μπαμπάς.
«Φυσικά, είναι απλώς ρυθμού Αμπίρ» διευκρίνισε η μαμά «αλλά είναι τα καλύτερα του είδους τους. Η θεία Κλάρα τα αγόρασε όλα στη Γαλλία και στην Ιταλία όταν ήταν παντρεμένη με τον γάλλο βιολιστή, μα είναι γερά και αναπαυτικά και, μολονότι ξέρω πως δεν είναι Τσίπεντεϊλ, οι καρέκλες με τους κύκνους και οι άλλες με τα κεφάλια των δελφινιών είναι πραγματικά πολύ όμορφες, τα δε μεταξωτά με τις μέλισσες και τα αστέρια είναι θαυμάσια. Θα είμαστε ευγνώμονες να τα έχουμε όλα αυτά τα έπιπλα όταν κάνουμε μια καινούργια αρχή στο Λάβγκροουβ».
«Στο Λάβγκροουβ» επανέλαβε ο μπαμπάς. «Είναι πολύ περίεργο, μα την αλήθεια, που θα ξαναγυρίσω στο Λάβγκροουβ. Δεν είναι περίεργο, Ρόουζ, που θα σας πάω στο μέρος όπου έμενα όταν ήμουν μικρούλης σαν κι εσένα;» είπε, δίνοντάς μου έναν κύβο ζάχαρης από το μπολ.
«Ήταν εκεί κι ο θείος Ρίτσαρντ Κουίν;» ρώτησα. Ο αδελφός του μπαμπά είχε πεθάνει από πυρετό στην Ινδία στα είκοσι ένα του χρόνια. Τον είχαν βαφτίσει Ρίτσαρντ Κουίνμπερι για να τον ξεχωρίζουν από έναν άλλον Ρίτσαρντ στην οικογένεια, κι ο μπαμπάς τον αγαπούσε τόσο πολύ, ώστε έδωσε το όνομά του στον μικρό μας αδελφό, τον οποίο θεωρούσαμε τον καλύτερο από τους τέσσερίς μας, οπότε σκεφτόμασταν τον πεθαμένο θείο μας ως μια χαρά που την είχαμε στερηθεί και πάντα προσπαθούσαμε να τον ξαναβρίσκουμε στις ιστορίες του πατέρα μας.
«Ναι, ήταν κι ο Ρίτσαρντ Κουίν εκεί» αποκρίθηκε ο μπαμπάς.
«Αλλιώς, δεν θα το θυμόμουν τόσο καλά. Τα μέρη που επισκέφθηκα χωρίς αυτόν δεν έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου με τον ίδιο τρόπο».
«Προσπάθησε να μας βρεις ένα σπίτι κοντά σ’ αυτό που μένατε » του ζήτησε η μαμά. «Θα είναι ενδιαφέρον για τα παιδιά».
«Για να θυμηθώ πώς το έλεγαν… Α, ναι, Οικία Κάρολαϊν. Μα θα έχει κατεδαφιστεί, φυσικά, εδώ και καιρό. Ήταν μικρό σπιτάκι αλλά πολύ χαριτωμένο».
Ξαφνικά η μαμά έβαλε τα γέλια.
«Γιατί να έχει κατεδαφιστεί; Είσαι τόσο απαισιόδοξος για τα πάντα, εκτός από το μέλλον των ορυχείων χαλκού».
«Μακροπρόθεσμα ο χαλκός θα αποδώσει» δήλωσε ψυχρά ο μπαμπάς, θυμώνοντας στα καλά καθούμενα.
«Χρυσέ μου, μη δίνεις σημασία σ’ αυτά που λέω!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. Η μαμά κι εγώ τον κοιτάξαμε αγχωμένα, κι ύστερα από ένα λεπτό μάς χαμογέλασε. Κοίταξε πάντως το ρολόι του και είπε ότι ήταν ώρα να επιστρέψει στον σταθμό, αν ήθελε να προλάβει το τρένο των έξι για το Εδιμβούργο. Κι είχε χάσει τη ζωντάνια του, παίρνοντας εκείνη την κακομοίρικη έκφραση του επαίτη που ακόμα κι εμείς τα παιδιά παρατηρούσαμε μερικές φορές πάνω του. «Πολύ καλά» του είπε τρυφερά η μαμά «δεν θέλουμε να χάσεις το τρένο σου και ν’ αναγκαστείς να περιμένεις ώρες ολόκληρες σ’ εκείνον τον μικρό σταθμό που έχει τόσα ρεύματα, παρόλο που ένας Θεός ξέρει πόσο θέλουμε να σε κρατήσουμε κοντά μας μέχρι την τελευταία στιγμή. Αχ, ήταν τόσο καλό από μέρους σου, αλήθεια το λέω, που με βοήθησες να φέρω εδώ τα παιδιά, όταν έχεις τόσες έγνοιες στο κεφάλι σου».
«Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω» της απάντησε βαριά.
Μέχρι να έρθει η σούστα, βγήκαμε έξω και σταθήκαμε στα σκαλιά της αγροικίας, που ήταν σκαλισμένα σε ελαφρόπετρα. Το περιφραγμένο λιβάδι μπροστά μας απλωνόταν μέχρι τις όχθες της λίμνης, που έμοιαζε με σκοτεινό γυαλιστερό ολοστρόγγυλο κύκλο κάτω από τις γκριζοπράσινες πλευρές της κοιλάδας. Στα μισά της απόστασης μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο άσπρες πινελιές, που ήταν η μεγαλύτερη αδελφή μου, η Κορντίλια, και η δίδυμή μου, η Μαίρη, και μια μπλε πινελιά, που ήταν ο μικρός μου αδελφός, ο Ρίτσαρντ Κουίν. Είχε φτάσει πια σε ηλικία που μπορούσε να τρέχει πέρα δώθε πολύ γρήγορα, πέφτοντας κάθε τόσο κάτω χωρίς ποτέ να χτυπάει, να λέει ασυνάρτητα λογάκια, να γελάει και να μας πειράζει. Παίζαμε όλη μέρα μαζί του και ποτέ δεν τον βαριόμασταν.
Η μητέρα μου έγειρε πίσω το κεφάλι της και τους φώναξε, με τη φωνή της να αντηχεί σαν κρώξιμο πουλιού:
«Παιδιά, ελάτε ν’ αποχαιρετήσετε τον πατέρα σας!».
Για μια στιγμή οι αδελφές μου κοκάλωσαν εκεί που στέκονταν. Σ’ αυτό το θαυμάσιο καινούργιο μέρος είχαν ξεχάσει τι κρεμόταν απειλητικά από πάνω μας. Έπειτα η Κορντίλια πήρε στην αγκαλιά της τον Ρίτσαρντ Κουίν και ήρθε όσο πιο γρήγορα μπορούσε χωρίς να κινδυνεύει να πέσει. Ύστερα σταθήκαμε κι οι τέσσερίς μας και κοιτάξαμε τον μπαμπά, τον κοιτάξαμε καλά καλά ώστε να τον θυμόμαστε τέλεια όσο θα έλειπε εκείνες τις απαίσιες έξι εβδομάδες. Ίσως να ήταν λάθος που τον κοιτούσαμε επίμονα, όμως ήταν τόσο υπέροχος. Δεν επρόκειτο για μια παιδιάστικη αυταπάτη, ήμασταν αρκούντως αντικειμενικοί σε ορισμένα πράγματα. Όλοι ξέραμε πως τη μαμά δεν την έλεγες όμορφη. Ήταν υπερβολικά αδύνατη, η μύτη και το μέτωπό της γυάλιζαν σαν γυμνά οστά και τα χαρακτηριστικά της ήταν δυσαρμονικά, επειδή τα τεντωμένα νεύρα της παραμόρφωναν πάντα το πρόσωπό της. Επίσης, ήμασταν τόσο φτωχοί, ώστε δεν είχε ποτέ της καινούργια ρούχα. Ωστόσο είχαμε επίγνωση πως ο μπαμπάς μας ήταν πολύ πιο γοητευτικός απ’ οποιονδήποτε άλλον μπαμπά. Δεν ήταν ψηλός, αλλά είχε λυγερό κορμί και οι κινήσεις του ήταν όλο χάρη, στεκόταν σαν ξιφομάχος σε πίνακα και ήταν ρομαντικά μελαχρινός: τα μαλλιά και το μουστάκι του ήταν κατάμαυρα, το δέρμα του ηλιοκαμένο, με μια ρόδινη λάμψη στα μάγουλα. Κι είχε έντονα ζυγωματικά, που έκαναν το πρόσωπό του να δείχνει σπιρτόζικο σαν γατίσια μουσούδα – ήταν το λιγότερο ανόητο πρόσωπο που μπορούσε κανείς να φανταστεί. Επίσης, ήξερε τα πάντα, είχε ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, ακόμα και στην Κίνα, μπορούσε να ζωγραφίζει, να σκαλίζει το ξύλο, να φτιάχνει μικρές φιγούρες και κουκλόσπιτα. Μερικές φορές έπαιζε παιχνίδια μαζί μας και μας έλεγε ιστορίες, κι ήταν σχεδόν αβάσταχτο, η κάθε στιγμή έφερνε έναν τόσο έντονο ενθουσιασμό, εντελώς απρόσμενο, που δεν μπορούσες ποτέ να είσαι προετοιμασμένος γι’ αυτό. Η αλήθεια ήταν πως άλλες φορές μάς αγνοούσε για μέρες ολόκληρες, κι αυτό επίσης ήταν σχεδόν αβάσταχτο. Ωστόσο μας λυπούσε και το γεγονός ότι δεν θα υπομέναμε αυτή τη δυστυχία για έξι ολόκληρες εβδομάδες.
«Παιδιά, παιδιά μου, σε λίγο καιρό θα είμαστε πάλι όλοι μαζί» υποσχέθηκε ο μπαμπάς. «Και θα περάσετε καλά εδώ!» Έδειξε τους λόφους πέρα από τη λίμνη και πρόσθεσε: «Προτού τελειώσουν οι διακοπές, θα βαφτούν όλοι μενεξελί. Κι αυτό θα σας αρέσει».
«Μενεξελί;» Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι εννοούσε. Είχαμε γεννηθεί και οι τέσσερις στη Νότια Αφρική και φύγαμε αποκεί λιγότερο από έναν χρόνο πριν.
Όταν μας περιέγραψε πώς άνθιζαν τα ρείκια, η Κορντίλια, που ήταν σχεδόν δύο χρόνια μεγαλύτερη από τη Μαίρη κι εμένα και πολύ καμάρωνε γι’ αυτό, στέναξε δυνατά και δήλωσε:
«Αχ Θεέ μου! Αυτές οι διακοπές θα είναι κόλαση για μένα. Τα παιδιά θα τριγυρνάνε εδώ κι εκεί και θα χάνονται στους λόφους, κι εγώ θα πρέπει συνέχεια να τρέχω στο κατόπι τους για να τα βρω και να τα φέρω πίσω. Όσο για τη λίμνη, σίγουρα θα πέσουν μέσα».
«Βρε χαζή, αφού κολυμπάμε το ίδιο καλά μ’ εσένα» μουρμούρισε η Μαίρη – και πράγματι όλα τα κορίτσια είχαμε μάθει κολύμπι από μωρά στις παραλίες της Νότιας Αφρικής.
Η μαμά την άκουσε και είπε:
«Αχ, μην τσακωθείς τώρα με την Κορντίλια, Μαίρη!».
Τότε εκείνη τη ρώτησε πειρακτικά:
«Πότε να τσακωθώ;».
Η Κορντίλια έκανε μια δραματική γκριμάτσα απόγνωσης, όπως κάποιος που αδυνατεί να δώσει στον κόσμο να καταλάβει το τεράστιο βάρος που κουβαλάει, κι εγώ ψιθύρισα στη Μαίρη:
«Θα της δώσουμε μετά το μαθηματάκι της».
Τότε όμως μας τράβηξαν την προσοχή τα λόγια της μαμάς.
«Κατάλαβα σωστά λοιπόν ότι ταξιδεύεις αύριο για Λονδίνο και θα πας αμέσως, υποθέτω, να δεις τον κύριο Μορπούργκο;»
«Όχι» αποκρίθηκε ο μπαμπάς. «Όχι, θα πάω κατευθείαν στα γραφεία στο Λάβγκροουβ».
«Δεν θα δεις τον κύριο Μορπούργκο; Δεν θα τον ευχαριστήσεις;
Α, μα σίγουρα θα περιμένει πως θα είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνεις».
«Όχι» είπε πάλι ο μπαμπάς. «Λέει ότι δεν θέλει να με δει».
Καθώς το βλέμμα της μαμάς έπεσε σκληρό πάνω του, εκείνος άφησε ένα σαρκαστικό γελάκι. «Μια ζωή ήταν ένα συνεσταλμένο ανθρωπάκι. Κάτι τον έχει συγχύσει προς το παρόν, και λέει ότι χαίρεται που θα του εκδίδω την εφημερίδα, αλλά το θεωρεί καλύτερο να συνεννοούμαι μονάχα με έναν από τους διευθυντές του που ασχολείται με τέτοια αμελητέα ζητήματα, άρα δεν χρειάζεται να συναντηθούμε. Ας γίνει το δικό του, αν και δεν καταλαβαίνω τι νόημα έχει».
Η μαμά ίσως καταλάβαινε.
«Καλά λοιπόν» συγκατένευσε, παίρνοντας μια τρεμουλιαστή ανάσα. «Πήγαινε κατευθείαν στα γραφεία στο Λάβγκροουβ, τακτοποιήσου με τη δουλειά σου και ψάξε να βρεις ένα σπίτι για εμάς. Ύστερα πήγαινε στην Ιρλανδία να δεις τον θείο σου, κι εγώ θα κατέβω με τα παιδιά και τα έπιπλα εγκαίρως ώστε να είναι όλα έτοιμα για να πάνε σχολείο στην αρχή της χρονιάς κι εσύ να ξεκινήσεις δουλειά την πρώτη Οκτωβρίου. Σωστά δεν τα λέω;»
«Ναι, ναι, αγάπη μου» επιβεβαίωσε εκείνος. « Έτσι ακριβώς θα γίνει». Μας φίλησε όλους, ξεκινώντας από την Κορντίλια και τελειώνοντας με τον Ρίτσαρντ Κουίν, μια σειρά την οποία πάντα τηρούσε, γιατί ήταν δίκαιος άνθρωπος. Υπήρξε κάποια εποχή που αυτό στεναχωρούσε τη Μαίρη κι εμένα, γιατί ήμασταν κατά των προνομίων των πρωτότοκων, μέχρι που η αδελφή μου σκέφτηκε ότι τρώγαμε πάντα πρώτο το πιο βαρετό φαγητό στο πιάτο μας κι αφήναμε για το τέλος ό,τι μας άρεσε περισσότερο. Έπειτα το μουστάκι του άγγιξε το μάγουλο της μαμάς και, ανασηκώνοντας πάλι το κεφάλι του, ρώτησε ανάλαφρα: «Πόσον καιρό μπορείς να μείνεις εδώ;».
Το πρόσωπο της μαμάς συσπάστηκε.
«Αφού σου είπα: πήρα τα χρήματα που μου έδωσαν οι Αυστραλοί για το διαμέρισμα, πλήρωσα τον σπιτονοικοκύρη μας ό,τι του χρωστούσαμε από νοίκια, εξόφλησα όλους τους λογαριασμούς μας στους εμπόρους και με τα υπόλοιπα μπορούμε να μείνουμε εδώ μέχρι την τρίτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου, όχι περισσότερο. Αλλά γιατί ρωτάς; Δεν θα γίνει όπως μόλις κανονίσαμε;»
«Ναι, ναι» απάντησε ο πατέρας μου.
«Πες το μου αν δεν πρόκειται να γίνει έτσι» τον ικέτευσε αγριεμένα. «Μπορώ ν’ αντιμετωπίσω τα πάντα. Όμως πρέπει να ξέρω».
Τους παρακολουθούσαμε με μια περιέργεια που δεν είχε να κάνει μόνο μ’ εκείνη τη στιγμή. Γιατί φεύγαμε τόσο σύντομα από το Εδιμβούργο; Όταν αφήσαμε τη Νότια Αφρική, όπου είχαμε ζήσει αρκετά ήρεμα στις παρυφές ενός πολέμου, η μαμά είχε πει ότι, επειδή ο μπαμπάς θα γινόταν βοηθός αρχισυντάκτη στην εφημερίδα The Caledonian, θα μέναμε στο Εδιμβούργο μέχρι σχεδόν να μεγαλώσουμε και να πρέπει να πάμε στο Λονδίνο για να σπουδάσουμε σε μια από τις σπουδαίες σχολές μουσικής, όπως κι εκείνη.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο μοναδ(χ)ικός Βάρναλης

  ...