Christophe Boltanski. Στα ίχνη της.
Μετάφραση: Μιχάλης Μητσός. Σελ. 301. Εκδόσεις Πόλις
Ένα μεταμοντέρνο υπαρξιακό νουάρ, που πασχίζει όχι μόνο να λύσει το αίνιγμα αλλά και να καταδείξει τον σκοτεινό κλοιό μιας κοινωνίας σε παρακμή, που καταπνίγει τη δημιουργικότητα και βυθίζει τους απόμαχους και τους αδύναμους στη μοναξιά ενός άλλου περιθωρίου ακόμα πιο σκοτεινού - του περιθωρίου των γηρατειών.
Κάθε ζωή εμπεριέχει μυθιστορηματικά ψήγματα αλλά και το μυθιστόρημα ενίοτε αναπαριστά, επεκτείνει αλλά και περισώζει αυτές τις ψηφίδες, συνθέτοντας μια ιστορία (ή και περισσότερες) προκειμένου να «πλησιάσει» τον κεντρικό χαρακτήρα που, εν προκειμένω, δεν είναι άλλος από τη μητέρα του συγγραφέως - μια «άγνωστη» πολύπλευρη γυναίκα, με πολλές προσωπικότητες και περιπετειώδη ζωή, έστω κι αν ο γιος κρατάει μόνο την εικόνα της ηλικιωμένης, μέσα σε σύννεφα καπνού από Γκολουάζ, κλεισμένη με τον σκύλο της στο διαμέρισμά της στο κέντρο του Παρισιού.
Ο Μπολτανσκί καταγίνεται με το δύσκολο εγχείρημα της σύνθεσης μιας ζωής μέσα από σπαράγματα, μνήμες, ελλιπείς αποδείξεις, σκόρπιες σημειώσεις καθώς και ημιτελή κεφάλαια μιας αστυνομικής ιστορίας που η μητέρα του έγραφε τα τελευταία χρόνια της ζωής της.
Ο γιος μαζί με την αδελφή του αναλαμβάνουν να «αδειάσουν» το σπίτι της μητέρας τους έξι μήνες μετά τον θάνατό της, διαδικασία επώδυνη που περιγράφεται με μοναδική μαεστρία και σε αναγκάζει να σταθείς σε κάθε παράγραφο: «Αδειάζαμε το διαμέρισμά της όπως κατεβάζεις ένα μπουκάλι, μονομιάς, σε μια κατάσταση κοντά στη μέθη, θέλοντας να τελειώσουμε το ταχύτερο, με τη βιασύνη και τον πρωτογονισμό κάποιου που διαπράττει ένα απεχθές έγκλημα…»
Το δίλημμα προκύπτει όταν καλούνται να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τις ερωτικές επιστολές τις οποίες και πετούν χωρίς πολλή σκέψη στις μαύρες σακούλες σκουπιδιών, αλλά και με τα τετράδιά της που, εκτός από προσωπικές σημειώσεις, περιέχουν και κεφάλαια από αστυνομικά μυθιστορήματα – μερικά από αυτά ο γιος παρορμητικά παραχώνει στην τσάντα του.
Ξεφυλλίζοντάς τα, διαπιστώνει ότι η γυναίκα που μετά βίας έγραφε μια καρτποστάλ, είχε πάθος με τα αστυνομικά μυθιστορήματα και είχε προχωρήσει στη συγγραφή των δικών της σε μια γραφομηχανή που δέσποζε στον χώρο, δημιουργώντας την ανάλογη νουάρ ατμόσφαιρα - «ένα μουσείο, το μουσείο των ανολοκλήρωτων ονείρων της». Διάβασε πολλές φορές τα «σπαράγματα» που αναζητούσαν ένα χαμένο νόημα, προσπαθώντας να μαντέψει τη συνέχεια. Στα τετράδια υπήρχαν βιβλία εν δυνάμει ή ίσως σύντομες ιστορίες, πλήθος από ασκήσεις ύφους, αποσπασματικές σκηνές, μυστήριες σημειώσεις, σιβυλλικές φράσεις. Ανάμεσα σε αυτές τις ημιτελείς αινιγματικές ιστορίες υπάρχει και μια πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια για κάποιον άντρα που παρακολουθεί γυναίκες, οι οποίες όπως προκύπτει συνδέονται με τους «νεαρούς αντιστασιακούς», την πρώτη οργάνωση που αντιτάχτηκε στον πόλεμο της Αλγερίας (στις αρχές της δεκαετίας του ’60).
Κι ενώ βρίσκεται να παρακολουθεί την κρυφή ζωή της μητέρας του, ακόμα και πριν ο ίδιος γεννηθεί, σαν ηρωίδα μυθιστορήματος, προκύπτει μια «άλλη» γυναίκα με ψευδώνυμα, ιδεολογία και δράση, θαρραλέα και με πολλές δεξιότητες, καμία σχέση με τη μοναχική ηλικιωμένη που παραμόνευε τον κόσμο πίσω από τις περσίδες.
Ο γιος ακολουθεί την ίδια διαδρομή με εκείνη αλλά αντίστροφα. Καταγράφει τη νεότητά της, τη φοιτητική της ζωή, τα χρόνια που έζησε ως σύζυγος, διαζευγμένη, μητέρα, ενεργή γυναίκα «ανάμεσα στο σκιώδες κομμάτι της και τις εκλάμψεις της», ακόμα και όσα αγνοούσε, όπως τη δράση της κατά τη διάρκεια του πολέμου της Αλγερίας και τη συμμετοχή της στο γαλλικό αντιαποικιακό κίνημα. Η ίδια δεν έθιγε ποτέ αυτό το ζήτημα που ήταν το πιο σημαντικό και το πιο μυθιστορηματικό της ύπαρξής της, σαν να φοβόταν πάντα τις συνέπειες. Όπως αποκαλύπτεται, ήταν μέλος ενός παράνομου δικτύου, μοίραζε προκηρύξεις, μετέφερε την αλληλογραφία, για λίγο καιρό, μέχρι που συνελήφθη από την αστυνομία. «Το παρελθόν αυτό παρέμενε θαμμένο εντός του σώματός της, σαν μια μάζα που τη συνέτριβε και ταυτόχρονα τη στήριζε. Χωρίς αυτή την αδρανή μάζα θα είχε χάσει την ισορροπία της», σημειώνει ο γιος της προσεγγίζοντας ξανά και ξανά τη ζωή αλλά και τη σιωπή της, ακραγγίζοντας το μυστήριό της.
Τα σπαράγματα από τις απόπειρες της μητέρας του, κάποιες μαρτυρίες, το δικό του μυθιστόρημα, προϊόν βιωμάτων, εικασιών αλλά και μυθοπλασίας, συνθέτουν «Τα ίχνη της», ένα μεταμοντέρνο υπαρξιακό νουάρ, που πασχίζει όχι μόνο να λύσει το αίνιγμα αλλά και να καταδείξει τον σκοτεινό κλοιό μιας κοινωνίας σε παρακμή που καταπνίγει τη δημιουργικότητα και βυθίζει τους απόμαχους και τους αδύναμους στη μοναξιά ενός άλλου περιθωρίου ακόμα πιο σκοτεινού - του περιθωρίου των γηρατειών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου