«Ελλάδα, στα παιδιά σου ποτέ δεν στάθηκες»!
Ορθοί θα παραμείνουμε για να τσακίσουμε τον φασισμό και κάθε μορφής βία. Με κοινές δράσεις, με διάλογο, με επιχειρήματα, αλλά κυρίως με αντίσταση και πάλη
Αρχές Ιανουαρίου 2013, ο 18χρονος τότε Βασίλειος Μάγγος πέρασε από δίκη γιατί έσπασε τη βιτρίνα της Χρυσής Αυγής στον Βόλο. Στο δικαστήριο δεν αρνήθηκε τις πράξεις του και ευθαρσώς παραδέχτηκε ότι το έκανε γιατί δεν άντεχε να βλέπει ένα κόμμα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο να είναι ταυτόχρονα και μια συμμορία δολοφόνων.
Καταδικάστηκε σε φυλάκιση επτά μηνών γιατί τους «χάλασε τη βιτρίνα»**…
Κανένας τότε δεν άκουσε την κραυγή αγωνίας ενός έφηβου, κανένας δεν πήρε στα σοβαρά τις ανησυχίες του, δεν προβληματίστηκε, κανένας δεν μίλησε… Η σπουδή των θεσμών ήταν η «τήρηση» του νόμου. Εξάλλου, ήταν η εποχή των εναγκαλισμών με τη Χρυσή Αυγή, των συγκοινωνούντων δοχείων και της πλήρους συγκάλυψης των εγκλημάτων αυτής της συμμορίας. Ήταν η εποχή του «εγέρθητω».
Πόσους χτύπησε το εγκληματικό μαχαίρι της Χρυσής Αυγής από τότε; Αλίμονο, πολλούς! Με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Και ήταν η Μάγδα Φύσσα δύο χρόνια μετά, που στις 2.10.2015, καταθέτοντας στο δικαστήριο, χρησιμοποίησε παρόμοια λόγια για τη Χρυσή Αυγή: «Υπάρχει εκεί έξω μια εγκληματική
οργάνωση που λέγεται Χρυσή Αυγή και βρίσκεται στο Ελληνικό Κοινοβούλιο..». Δηλαδή ενώπιον του νόμου άρθρωσαν λόγο, κατά τραγική ειρωνεία, μια μάνα που έχασε το παιδί της από το δολοφονικό μαχαίρι της Χρυσής Αυγής και ένα παιδί που έμελλε έπειτα από οκτώ χρόνια να πέσει θύμα εγκληματικής αστυνομικής βίας
(μήπως δεν είναι φασιστική τάχατες;) και να χάσει τη ζωή του.
Ο Βασίλειος Μάγγος για το σπάσιμο ενός τζαμιού της Χρυσής Αυγής καταδικάστηκε σε 7 μήνες φυλακή. Οι αστυνομικοί που του έσπασαν 7 πλευρά και τον έστειλαν στον θάνατο θα καταδικαστούν άραγε; Για να δούμε, πώς προσμετρώνται οι αξίες στην ελληνική Δικαιοσύνη;
Ο Παύλος Φύσσας και ο Βασίλειος Μάγγος, θύματα φασιστικής και αστυνομικής βίας, πρόσωπα υπαρκτά κάποτε, δεν ζουν πια. Έγιναν «Ματωμένα Πορτρέτα»¹.
Και όχι μόνο αυτοί. Από τις 6.12.2008 μέχρι σήμερα τα θύματα κάθε μορφής βίας είναι αμέτρητα.
Ποιον να πρωτοθυμηθούμε;
Τον Γρηγορόπουλο, τον Λουκμάν, την Τοπαλούδη, την Τσιχλάκη, την Caroline Crouch, τον Γιακουμάκη, τον Ζακ/Zackie Κωστόπουλο, τον Σαμπάνη και πόσους ακόμη…
Αναντικατάστατες ανθρώπινες ζωές, που χάθηκαν.
Χώρια οι αναρίθμητοι βαριά τραυματισμένοι.
Μια μικρή πολιτεία νέων ανθρώπων που δολοφονήθηκαν εξαιτίας αυθαίρετης αστυνομικής, φασιστικής, ρατσιστικής, σεξουαλικής, έμφυλης ή άλλης μορφής βίας.
Νέων που δεν πρόλαβαν να ζήσουν, να χαμογελάσουν, να δημιουργήσουν, να προσφέρουν…
Νέων με ιδέες και ιδανικά, που η απώλειά τους δεν αφορά μόνο τις οικογένειές τους, αλλά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας…
Νέων «που το όνομά τους είναι το δικό μας»2.
Που βασανίστηκαν, εξευτελίστηκαν και έχασαν τη ζωή τους γιατί είχαν το θάρρος να εκφράσουν ελεύθερα τις σκέψεις, τις ιδέες, τη διαφορετικότητά τους…
Που οι ζωές τους δεν είχαν αξία για τους εντολοδόχους της ελληνικής Πολιτείας. Αδικαίωτοι οι περισσότεροι, που στις δίκες τους έρχονται στη δημοσιότητα οι επικίνδυνες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας.
Που η Πολιτεία θα έπρεπε, σεβόμενη το πένθος των οικογενειών, να
προασπίσει τη μνήμη των θυμάτων και πάραυτα να καταδικάζει τους υπαίτιους αστυνομικούς υπαλλήλους ή τους κάθε μορφής δολοφόνους, αντί να τους καλύπτει θεσμικά ή να τους προσφέρει άσυλο, ταλαιπωρώντας έτσι και βασανίζοντας ψυχικά τις οικογένειες των θυμάτων, όπως παρατηρήσαμε ότι συνέβη μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και πρόσφατα στη δίκη του Ζακ/Zackie Κωστόπουλου.
Που ο πόνος, η πικρία, το αίσθημα του εμπαιγμού και της αδικίας αντιμετωπίζονται ως τεχνικά ζητήματα από μια νομική γραφειοκρατία.
Που ο ρόλος των καλοταϊσμένων ΜΜΕ είναι αισχρός.
Που η Δικαιοσύνη δεν βλέπει αυτό που βλέπουν οι πάντες.
Που η αθώωση των αστυνομικών είναι ρουτίνα, παρά τα συντριπτικά στοιχεία που παρουσιάζουν οι οικογένειες των θυμάτων.
Που ποτέ η Πολιτεία δεν παραδέχθηκε ευθαρσώς ότι υπάλληλοί της διαπράττουν εγκλήματα και μάλιστα τις περισσότερες φορές σε κοινή θέα.
Που κανένας ποτέ δεν έχει το θάρρος να ζητήσει συγγνώμη.
Που η θεσμική ανοχή προς τους εγκληματίες παραμένει ως πρόκληση και απειλή για την κοινωνία μας.
* Ο Γιάννης Μάγγος είναι πατέρας του Βασίλη Μάγγου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου