Σάββατο, Ιουνίου 11, 2022

Stephen King & Peter Straub «Το φυλαχτό», Μυθιστόρημα (δείγμα γραφής)

 


«Το φυλαχτό» των Στίβεν Κινγκ & Πίτερ Στράουµπ (προδημοσίευση)



prodimosieysi king straub

Δε'ιγμα γραφής αποσπάσματος από το μυθιστόρημα των Stephen King & Peter Straub «Το φυλαχτό» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος), το οποίο κυκλοφόρησε ήδη  στις 8 Ιουνίου από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

2

Την επομένη συνέχισε να καλυτερεύει, όμως ένιωθε αδύναμος. Με τον Λύκο να τον κουβαλά «αλογάδα», προχωρούσαν αργά προς τα δυτικά. Κατά το σούρουπο άρχισαν να ψάχνουν για ένα μέρος να περάσουν τη νύχτα. Ο Τζακ είδε μια αποθήκη καυσόξυλων σε μια βρόμικη μικρή ρεματιά. Γύρω γύρω υπήρχαν σκουπίδια και φθαρμένα λάστιχα. Ο Λύκος συμφώνησε λακωνικά. Ολημερίς ήταν σιωπηλός και κακόκεφος.

Ο Τζακ αποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως και ξύπνησε γύρω στις έντεκα γιατί κατουριόταν. Κοίταξε πλάι του και διαπίστωσε πως ο Λύκος έλειπε. Σκέφτηκε πως μάλλον θα είχε πάει να ψάξει και γι’ άλλα βοτάνια, για να του ετοιμάσει το αντίστοιχο ενός συμπληρωματικού εμβολιασμού. Ο Τζακ σούφρωσε τη μύτη του, αλλά αν ο Λύκος τού ζητούσε να πιει κι άλλο, θα το έπινε. Σίγουρα τον είχε κάνει να νιώθει πολύ καλύτερα.

Πήγε δίπλα από την αποθήκη – ένα στητό, λεπτό αγόρι με μποξεράκι, λυτά πάνινα παπούτσια και ανοιχτό πουκάμισο. Κατούρησε για πολλή, πολλή ώρα –έτσι νόμισε–, με τα μάτια καρφωμένα στον ουρανό. Ήταν μια από κείνες τις παραπλανητικές νύχτες που σου τυχαίνουν καμιά φορά τον Οκτώβρη και στις αρχές του Νοέμβρη στα μεσοδυτικά, λίγο προτού τυλίξει βίαια τα πάντα ο χειμώνας. Ήταν μια νύχτα σχεδόν τροπικά ζεστή και το απαλό αεράκι ήταν σαν χάδι.

Στον ουρανό δέσποζε το φεγγάρι, λευκό, ολοστρόγγυλο, πανέμορφο. Έριχνε μια κρυστάλλινη και συνάμα απόκοσμα παραπειστική λάμψη στα πάντα, φωτίζοντας και ταυτόχρονα μισοκρύβοντάς τα. Ο Τζακ το κοίταζε, νιώθοντας σχεδόν υπνωτισμένος, μα και χωρίς να νοιάζεται.

Δεν πλησιάζουμε ποτέ στο κοπάδι όταν αλλάζουμε. Για όνομα του Τζέισον, όχι!
Εγώ είμαι το κοπάδι τώρα, Λύκε;

Υπήρχε ένα πρόσωπο στο φεγγάρι. Ο Τζακ είδε, δίχως να ξαφνιαστεί, πως ήταν του Λύκου... μόνο που δεν ήταν ευχάριστο και λιγάκι σαστισμένο, ένα πρόσωπο καλοσύνης και απλοϊκότητας. Το πρόσωπο αυτό ήταν συνοφρυωμένο, ναι, και σκοτεινό· ήταν σκοτεινό από τις τρίχες, αλλά κυρίως ήταν μια έμμονη λαχτάρα που το σκοτείνιαζε.

Δεν πλησιάζουμε ποτέ κοντά τους, θα τα τρώγαμε, θα τα τρώγαμε, Τζακ, όταν αλλάζαμε, θα...

Το πρόσωπο στο φεγγάρι, ένα κιαροσκούρο σκαλισμένο σε οστό, ήταν η μορφή ενός κτήνους που γρύλιζε, με το κεφάλι ανασηκωμένο εκείνη την τελευταία στιγμή προτού χιμήξει, με το στόμα του ορθάνοιχτο, γεμάτο δόντια.

Θα τρώγαμε, θα σκοτώναμε, θα σκοτώναμε, σκοτώναμε, ΣΚΟΤΩΝΑΜΕ.

Ένα δάχτυλο άγγιξε τον ώμο του Τζακ και σύρθηκε αργά μέχρι τη μέση του.

Ο Τζακ στεκόταν εκεί, κρατώντας το πέος του, με τον αντίχειρα και τον δείκτη του να πιέζουν ελαφρά την ακροβυστία, κοιτάζοντας το φεγγάρι. Τώρα ένας ορμητικός πίδακας ούρων τινάχτηκε απότομα.

«Σε τρόμαξα», είπε από πίσω του ο Λύκος. «Συγγνώμη, Τζακ. Μα τα καρφιά του Θεού».

Για μια στιγμή όμως ο Τζακ είχε την εντύπωση πως ο Λύκος δεν λυπόταν πραγματικά.

Για μια στιγμή νόμισε πως ο Λύκος χαμογελούσε.

Και ο Τζακ τότε ήταν βέβαιος πως θα τον έτρωγε.

Σπίτι από τούβλα; σκέφτηκε στα καλά καθούμενα. Ούτε ένα σπίτι από άχυρα δεν έχω για να κρυφτώ μέσα.

Ο φόβος τον πλημμύρισε, ένας τρόμος πιο καυτός κι από τον πιο καυτό πυρετό στις φλέβες του.

Ποιος φοβάται τον μεγάλο κακό Λύκο τον μεγάλο κακό Λύκο τον μεγάλο κακό…

«Τζακ;»

Εγώ, εγώ, αχ, Θεέ, εγώ φοβάμαι τον μεγάλο κακό Λύκο...

Σπίτι από τούβλα; σκέφτηκε στα καλά καθούμενα. Ούτε ένα σπίτι από άχυρα δεν έχω για να κρυφτώ μέσα.
Ο φόβος τον πλημμύρισε, ένας τρόμος πιο καυτός κι από τον πιο καυτό πυρετό στις φλέβες του.
Ποιος φοβάται τον μεγάλο κακό Λύκο τον μεγάλο κακό Λύκο τον μεγάλο κακό…

Στράφηκε αργά.

Το πρόσωπο του Λύκου, που έδειχνε αξύριστο όταν είχαν μπει στην αποθήκη και είχαν ξαπλώσει, τώρα ήταν σκεπασμένο με ένα πυκνό μούσι, από τόσο ψηλά στα ζυγωματικά, που οι τρίχες έμοιαζαν να ξεκινούν από τους κροτάφους του. Τα μάτια του ακτινοβολούσαν έντονα πορφυρά.

«Λύκε, είσαι καλά;» ρώτησε βραχνά, ψιθυριστά ο Τζακ. Δεν μπορούσε να μιλήσει δυνατότερα.

«Ναι», είπε ο Λύκος. «Έτρεχα με το φεγγάρι. Είναι όμορφο. Έτρεχα... κι έτρεχα... κι έτρεχα. Αλλά είμαι καλά, Τζακ». Ο Λύκος χαμογέλασε για να δείξει πόσο καλά ήταν, γυμνώνοντας ένα στόμα γεμάτο γιγάντια, μυτερά δόντια. Μουδιασμένος από τον τρόμο, ο Τζακ αποτραβήχτηκε. Το στόμα του Λύκου ήταν ίδιο με το στόμα του πλάσματος στο Άλιεν.

kleidarithmos king fylaktoΟ Λύκος είδε την όψη του Τζακ και τότε μια έκφραση ανησυχίας ζωγραφίστηκε στα τραχιά, τώρα, σκληρά χαρακτηριστικά του. Κάτω από αυτή την ανησυχία όμως –και όχι πολύ βαθύτερα– υπήρχε κάτι άλλο. Κάτι που χοροπηδούσε και χαμογελούσε κι έδειχνε τα δόντια του. Κάτι που θα κυνηγούσε το θήραμά του ώσπου να ματώσει η μύτη του από τον τρόμο, να βογκήξει και να ικετεύσει. Κάτι που θα γελούσε ξεσκίζοντας το θήραμά του και ακούγοντας τα ουρλιαχτά του.

Που θα γελούσε, ακόμα κι αν το θήραμα ήταν ο Τζακ.

Ειδικά αν ήταν ο Τζακ το θήραμα.

«Τζακ, συγγνώμη», είπε. «Η ώρα... πλησιάζει. Πρέπει να κάνουμε κάτι. Πρέπει... αύριο. Πρέπει να...» Κοίταξε ψηλά κι εκείνη η υπνωτισμένη έκφραση απλώθηκε στο πρόσωπό του καθώς ατένιζε τον ουρανό.

Ανασήκωσε το κεφάλι του και ούρλιαξε.

Και ο Τζακ νόμισε πως άκουσε –αμυδρά– τον Λύκο να αποκρίνεται στο φεγγάρι, ουρλιάζοντας κι αυτός.

Βουβός τρόμος τον πλημμύρισε. Ο Τζακ δεν ξανακοιμήθηκε εκείνο το βράδυ.

3

Την επομένη ο Λύκος ήταν καλύτερα. Λίγο καλύτερα, τουλάχιστον, παρόλο που ήταν σχεδόν άρρωστος από την ένταση. Καθώς πάσχιζε να πει στον Τζακ τι να κάνει –όσο καλύτερα μπορούσε τουλάχιστον–, ένα αεριωθούμενο πέρασε ψηλά από πάνω τους. Ο Λύκος πήδησε όρθιος, βγήκε τρέχοντας και ούρλιαξε στο αεροπλάνο, σείοντας τις γροθιές του προς τον ουρανό. Τα μαλλιαρά του πόδια ήταν πάλι γυμνά. Είχαν πρηστεί, σκίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη τα φτηνά μοκασίνια.

Προσπαθούσε να πει στον Τζακ τι να κάνει, αλλά δεν ήξερε παρά μόνο παλιές ιστορίες και φήμες. Ήξερε πώς ήταν η αλλαγή στον δικό του κόσμο, του φαινόταν όμως πως θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερη –πιο δυνατή και επικίνδυνη– στον κόσμο των Ξένων. Και το ένιωθε αυτό τώρα. Ένιωθε αυτή τη δύναμη να τον πλημμυρίζει, και απόψε, μόλις θα ανέτελλε το φεγγάρι, ήταν βέβαιος πως θα τον παρέσερνε.

Επανέλαβε ξανά και ξανά ότι δεν ήθελε να βλάψει τον Τζακ, ότι θα προτιμούσε να πεθάνει ο ίδιος παρά ο Τζακ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: