O τελευταίος Χανιώτης επιζών των ναζιστικών στρατοπέδων
Αναμνήσεις του Χαράλαμπου Βιδάκη – τελευταίου επιζώντα σκλάβου εργασίας των Ναζί
«Τι με κράτησε στη ζωή; Τα άγρια χόρτα που έτρωγα, το ότι ήμουν σκληραγωγημένος γιατί από μικρός ήμουν συνέχεια στα βουνά και περπατούσα αλλά και το ότι όπου πήγαινα… πήγαινα πάντα τελευταίος!»… Έτσι εξηγεί ο 99χρονος Χαράλαμπος Βιδάκης από το Θέρισο, ο μοναδικός σήμερα Χανιώτης επιζών σκλάβος εργασίας των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Έχοντας κάνει το διπλό εμβόλιο κατά του κορωνοϊού, ο κ. Χαράλαμπος που γεννήθηκε το 1922 (αν και στο έγγραφο των αμερικανικών αρχών-φωτ.- αναγραφεται χρονολογία γέννησης το 1923) και παραμένει ακμαίος στο μυαλό, θυμάται μαζί μας όλα όσα έζησε με αφορμή τη συμπλήρωση 76 ετών από την απελευθέρωση του τον Μάιο του 1945 από το στρατόπεδο Ebenzee στην κεντρική Αυστρία, ενώ νωρίτερα είχε κρατηθεί και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Melk και του Μαουτχάουζεν.
«ΗΜΟΥΝ 25 ΚΙΛΑ»
Ξεκινάμε την συζήτηση μας, από το… τέλος. Την ημέρα της απελευθέρωσης του. «Είδα από την πλαγιά απέναντι από το βουνό να κατεβαίνουν στρατιωτικά αυτοκίνητα. Είπα του εαυτού μου “έρχονται να μας ελευθερώσουν” βγήκα έξω από το χώρο που κοιμόμασταν και πήγα προς την πλατεία και την είσοδο του στρατοπέδου. Ίσα-ίσα που περπάταγα, ζήτημα είναι να ήμουν 25 κιλά! Μόνο κόκαλα είχα απομείνει!» λέει.
Το Ebenzee απελευθέρωσαν στρατιώτες της 80ης Μεραρχίας Πεζικού των ΗΠΑ. Ανάμεσα τους και ένας Ελληνοαμερικάνος. «Μπαίνει λοιπόν το πρώτο τζιπ και είχαμε μαζευτεί οι Έλληνες κρατούμενοι και φωνάζαμε “ζήτω-ζήτω”. Μας ακούει ένας στρατιώτης και μας λέει “Έλληνες είστε παιδιά; Γιατί Έλληνας είμαι και εγώ ελληνοαμερικάνος”, μας μαζεύει και μας λέει “στην Πατρίδα σήμερα έχουμε λαμπρή”. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ ήταν 6 Μαΐου του 1945 και μας είπε “στην Πατρίδα σήμερα έχουμε λαμπρή!” Μας είπε να μαζευτούμε όλοι οι Έλληνες σε ένα σημείο και να περιμένουμε τον Ερυθρό Σταυρό και μας έδωσε σοκολάτες».
«ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΟΧΙ»
Μια μέρα πριν την απελευθέρωση τους οι κρατούμενοι του Ebenzee, είχαν πει για πρώτη φορά “όχι” απέναντι στους δυνάστες τους όλο το διάστημα της κράτησης τους.
«Την προηγούμενη μέρα μας είχαν συγκεντρώσει όλους τους κρατούμενους στην μεγάλη πλατεία του στρατοπέδου. Μας είπαν να μπούμε στις “μίνες” στα τούνελ που δουλεύαμε, που ήταν τεράστιες σε μέγεθος, γιατί έλεγαν ότι θα γίνει βομβαρδισμός. Όμως οι Ρώσοι κρατούμενοι που ήταν μαζί μας και είχαν και στον κώλο μάτια, μας είπαν “να πούμε όχι! Θα μας βάλουν μέσα και θα μας ανατινάξουν. Όχι να πούμε!”. Και το βλέμμα σας στα πολυβόλα παιδιά μας λένε “αν αρχίσουν να μας πυροβολούν να πέσουμε πάνω τους και όσοι γλυτώσουν-γλυτώσουν”. Αρνηθήκαμε για πρώτη φορά να εκτελέσουμε διαταγή κάτι που σε άλλη περίπτωση σήμαινε σίγουρο ξύλο και θάνατο. Αυτή τη φορά γλυτώσαμε» θυμάται.
Το στρατόπεδο του Ebenzee ήταν ένα από τα 60 υπο-στρατόπεδα συγκέντρωσης του δικτύου του “Μαουτχάουζεν”. Στις γαλαρίες που είχαν σκάψει οι σκλάβοι εργασίας από όλη την Ευρώπη (Εβραίοι αλλά και πολιτικοί κρατούμενοι Σοβιετικοί, Πολωνοί, Τσεχοσλοβάκοι, Γάλλοι, Ούγγροι, Γιουγκοσλάβοι, Έλληνες κ.ά.) λειτουργούσαν ολόκληρα εργοστάσια παραγωγής πυρομαχικών, όπλων ακόμα και διυλιστήριο! Οι συνθήκες εργασίας απερίγραπτες, το ξύλο από τους φύλακες, τους επιστάτες και τους άνδρες των SS που είχαν την ευθύνη λειτουργίας των στρατοπέδων καθημερινό, το φαγητό ελάχιστο και κακής ποιότητας, ο αριθμός αυτών που πέθαιναν καθημερινά ήταν εκατοντάδες. Από τους 30.000 άνδρες που πέρασαν από το Ebenzee οι 10.000 πέθαναν από πείνα, αρρώστιες ή εκτελέσθηκαν.
«ΤΑ ΡΑΔΙΚΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»
Συζητάμε για το φαγητό που έτρωγαν οι σκλάβοι εργασίας, όπως ο κ. Χ. Βιδάκης. «Το πρωί μας έδιναν κάτι που το έλεγαν “τσάι” αλλά μόνο τσάι δεν ήταν. Το μεσημέρι κάτι που το λέγαμε “λαχανόσουπα”. Ήταν φλούδες αγγουριού ή λάχανου, αν βρίσκαμε και κανένα καρότο καμιά φορά ήταν θαύμα, που το έβραζαν με νερό και μας το έδιναν. Το βράδυ τριάντα γραμμάρια ψωμί και λίγη μαργαρίνη. Χόρταινες δεν χόρταινες αυτό ήταν το φαΐ! Για αυτό και είχαμε μείνει 25 κιλά, γιατί δουλεύαμε και πολύ σκληρά και αλίμονο σου αν καταλάβαινε ο φρουρός ότι δεν δούλευες καλά – με ένταση ή προσπαθούσες να λουφάρεις, σου έσπαγε τα γκλομπ που είχε στο κεφάλι σου. Εμείς οι Έλληνες κάποια στιγμή δουλεύαμε σε μια σιδηροδρομική γραμμή. Αριστερά και δεξιά είχε πάρα πολλά χόρτα, ραδίκια τα λέγαμε εμείς, και τα παίρναμε και τα τρώγαμε όπως ήταν ωμά χωρίς πλύσιμο. Φυσικά απαγορεύονταν να τα φάμε αλλά εμείς κάναμε ότι πηγαίναμε για κατούρημα και τρώγαμε ότι μπορούσαμε και κρύβαμε μέσα στα ρούχα κάμποσα για αργότερα» αφηγείται ο κ. Χαράλαμπος που δεν θα ξεχάσει το “ντου” που έκαναν οι κρατούμενοι σε δύο Γερμανίδες που καθάριζαν πατάτες στην άκρη του δρόμου για να αρπάξουν μια πατάτα και το μετέπειτα ξύλο από τους φύλακες για να τις γυρίσουν πίσω…
ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες απόλυτης απανθρωπιάς και απίστευτης σκληρότητας υπήρξαν και στιγμές ανθρωπιάς. «Δεν θα ξεχάσω ένα επιστάτη που είχαμε Αυστριακό – Γερμανό δεν θυμάμαι που στο συνεργείο που πηγαίναμε για δουλειά μας έβαζε και αυτός πέρα από τη “λαχανόσουπα” και λίγες πατάτες, καρότα κάτι παραπάνω για να φάμε. Επίσης μια άλλη μέρα εκεί που δουλεύαμε βλέπω ένα σκοπό να μου κάνει νόημα να τον πλησιάσω. Το λέω στους δικούς μου που εργαζόμασταν εκεί “παιδιά μου κάνει νόημα ο σκοπός να πάω; θα κάνω ότι πάω να ουρήσω να δω τι θέλει, μην κοιτάτε προς το μέρος μου”. Πήγα λοιπόν προς τη μεριά του σκοπού. “Γκρέκος;” μου λέει, “ναι” του απαντάω “ξέρω λίγα ελληνικά. Μην με κοιτάζεις, κοίτα από την άλλη . Έχω αφήσει πιο κάτω τσιγάρα και ψωμί πάρτα, κρύψτα στα ρούχα σου να μην φαίνονται και γύρισε πίσω με τους άλλους” αυτά ήταν τα λόγια του.
Πρέπει να ήταν αριστερός. Και μετά μου λέει “σε τρεις μήνες εκεί που είμαι εγώ θα είσαστε εσείς και εκεί που είσαστε εσείς θα είμαστε εμείς”. Πλησίαζε το τέλος του πολέμου».
«Ο ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΜΑΣ»
Λίγους μήνες πριν, ο κ. Βιδάκης ήταν μαζί με άλλους Έλληνες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μelk στη δυτ. Αυστρία όπου επίσης εργάζονταν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες σε εργοστάσια γερμανικών εταιρειών. «Μια μέρα όπως ήμουν στο δωμάτιο, ένιωσα να σείεται ο τόπος να κουνιούνται τα πάντα σαν σεισμός.
Ήταν
βομβαρδισμός, συμμαχικά βομβαρδιστικά Αγγλικά – Αμερικάνικα δεν ξέρω,
χτυπούσαν το στρατόπεδο. Τσουροβόλησα τα σκαλιά για να βγω στην πλατεία,
συναντώ άλλους δύο Έλληνες μου λένε να τρέξουμε προς την έξοδο. “Και να
φύγουμε πού θα πάμε ρε παιδιά;” τους λέω και τους δείχνω ένα λάκκο που
είχε ανοίξει από βόμβα και μπαίνουμε μέσα να καλυφτούμε. Εκεί μείναμε
όση ώρα κράτησε ο βομβαρδισμός. Εκείνη την ημέρα δεν ξέρω πόσοι
σκοτώθηκαν από τις βόμβες, εκατοντάδες πρέπει να ήταν… Μια από τις
επόμενες νύχτες είδα ένα παιδί από τα Σφακιά και έκλαιγε. Τον ρώτησα τι
έπαθε και μου δείχνει το κρεματόριο όπου λειτουργούσε τη νύχτα και εκεί
καίγανε τους νεκρούς. «Εδά φουρνίζουνε τον αδελφό μου, το πρωί τον πήραν
νεκρό από το κρεβάτι του” μου λέει. “Αυτό σκέφτεσαι! Δεν έχεις
καταλάβει ότι έχουμε έλθει για να δουλέψουμε και να πεθάνουμε! Να
δουλέψουμε μέχρι θανάτου! Σήμερα είναι ο αδελφός σου αύριο θα είμαστε
εμείς. Αυτός είναι ο προορισμός μας, εδώ θα πεθάνουμε”.
Αυτό του απάντησα…».
Ανθρωποφαγία
Σε πολλά στρατόπεδα η κατάσταση ήταν τέτοια που είχαν παρατηρηθεί και φαινόμενα ανθρωποφαγίας ανάμεσα στους κρατούμενους. Ένα τέτοιο έζησε και περιγράφει ο κ. Βιδάκης. «Ξυπνάω μέσα στο θάλαμο μέσα στη νύχτα, ακούω φασαρία και βλέπω έναν που έτρεχαν αίματα στα πιγούνια του, να τον κυνηγάνε οι υπόλοιποι, να του πετάνε μαξιλάρια και να θέλουν να τον λιντσάρουν. Τι έγινε ρώτησα. “Έτρωγε ένα πεθαμένο” μου είπαν. Με ένα κουτάλι, που είχε διαμορφώσει έτσι το χερούλι του ώστε να μπορεί να κόβει, είχε κόψει ένα κομμάτι από ένα άλλο κρατούμενο που είχε πεθάνει μέσα στη νύχτα και το έτρωγε. Αλλά τον πήραν χαμπάρι οι υπόλοιποι… Αυτό το είδα με τα μάτια μου».
Από την Κρήτη στα στρατόπεδα θανάτου
Ο κ. Χ. Βιδάκης ήταν ανάμεσα στους 242 Κρητικούς που είχαν συλληφθεί τον Φεβρουάριο του 1944 στην μεγάλη εξόρμηση των ναζί σε χωριά του Σελίνου και της ρίζας των λευκών Ορέων Θέρισο, Μεσκλά, Ζούρβα, Λάκκοι. Επειδή τα χωριά αυτά στήριζαν το αντάρτικο -ο κ. Βιδάκης ως εφεδροΕΛΑΣίτης μετέφερε τρόφιμα για τους αντάρτες- όσους άνδρες συνέλαβαν οι Γερμανοί αποφάσισαν να τους στείλουν στη Γερμανία για να εργαστούν μέχρι θανάτου καθώς είχαν μεγάλες ελλείψεις σε εξειδικευμένο προσωπικό αφού οι δικοί τους άνδρες ήταν στον πόλεμο. Αφού κρατήθηκαν αρχικά στην Αγιά, στάλθηκαν αεροπορικώς στην Αθήνα, έμειναν στη φυλακή “Αβέρωφ” και από εκεί μέσα σε τρένα που μετέφεραν ζώα στη “Μπάνιτσα” της Γιουγκοσλαβίας. Εκεί έμειναν για μερικές ημέρες και έπειτα στάλθηκαν στο Μαουτχάουζεν. Από εκεί διασκορπίστηκαν σε διάφορα υπόστρατόπεδα του Μαουτχάουζεν (Εμπενζεε, Μελκ, Γκούζεν I και Γκούζεν ΙΙ, Στάγιερ κα.) Συνολικά από τους 400 Κρητικούς που βρέθηκαν στο Μαουτχάουζεν και στα υποστρατόπεδα του τα 2/3 δεν γύρισαν ποτέ χάθηκαν κάτω από τις απερίγραπτες συνθήκες που περιέγραψε ο κ. Βιδάκης.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 η τότε Αυστριακή κυβέρνηση με αφορμή μια δικαστική απαίτηση από Εβραίους των ΗΠΑ σε βάρος Αυστριακών εταιρειών στα εργοστάσια των οποίων είχαν εργαστεί οι σκλάβοι εργασίας αποφάσισε να δώσει κάποιες αποζημιώσεις.
Στα Χανιά ένας Αυστριακός (Τζ. Λάντερς) και ένας Γερμανός (Κ. Φίσερ) -αντιφασίστες- έψαξαν και βρήκαν τους τότε επιζώντες, τους βοήθησαν να φτιάξουν τα έγγραφα που απαιτούνταν και να διεκδικήσουν χρήματα από την Αυστριακή κυβέρνηση. Ο κ. Βιδάκης ήταν από αυτούς που έλαβε ένα ποσό λίγα χρόνια μετά. «Και όλα τα χρήματα του κόσμου να μας έδιναν, δεν έφταναν για να ξεπληρώσουν ό,τι τραβήξαμε» λέει ο κ. Χαράλαμπος που θυμάται τον αριθμό που είχε ως σκλάβος εργασίας: “65183”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου