Τετάρτη, Απριλίου 21, 2021

ΜΙΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΦΙΛΙΑ ( ΠΟΥ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ) ΜΕ ΑΠΡΟΣΔΟΚΗΤΟ ΤΕΛΟΣ


Δυο παλιοί φίλοι στο Αμστερνταμ

Κυριακή Μπεϊόγλου

Δυο παλιοί φίλοι στο Αμστερνταμ

Ιαν ΜακΓιούαν: Αμστερνταμ, Εκδόσεις Πατάκη Μετάφραση: Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης

Το μυθιστόρημα μιλάει για την ωριμότητα και τα ανθρώπινα σφάλματα, όμως δεν λείπει φυσικά και η πολιτική κριτική από την παγίδα που στήνει για τον αναγνώστη ο ΜακΓιούαν. Ακολουθήστε μας στο 

«Οι φίλοι που συναντήθηκαν κι αγκαλιάστηκαν εδώ έχουν πια φύγει.
Ο καθένας προς το δικό του λάθος…»

Ο Ιαν ΜακΓιούαν δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη προμετωπίδα από αυτούς τους στίχους του Ο. Χ. Οντεν για το βιβλίο του «Αμστερνταμ» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση του Γιώργου-Ικαρου Μπαμπασάκη. Και αυτό γιατί το μυθιστόρημα που κέρδισε το Booker το 1998 είναι πάνω από όλα μια απόπειρα του συγγραφέα να περιγράψει αυτό το μυστηριώδες συναίσθημα της φιλίας μεταξύ δυο ανθρώπων.

Σε αυτό το σύντομο -μόλις 240 σελίδες- μυθιστόρημα ή καλύτερα νουβέλα θα έλεγα, ο πολυδιαβασμένος Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος -που κάποτε είχε δηλώσει πως ζηλεύει πολύ που δεν είναι Ελληνας- αναπτύσσει με εξαιρετικό χιούμορ και μεγάλη μαεστρία τα όρια μιας φιλίας δυο ανδρών.

Ο Βέρνον Χάλιντεϊ, γνωστός δημοσιογράφος, διευθυντής εφημερίδας, και ο Κλάιβ Λίνλεϊ, διακεκριμένος συνθέτης της σύγχρονης σοβαρής μουσικής στη Βρετανία, συναντιούνται στην κηδεία μιας παλιάς ερωμένης τους, της Μόλι Λέιν, που ήταν γευσιγνώστρια, κριτικός εστιατορίων, γοητευτική γυναίκα και φωτογράφος. Η Μόλι και οι εραστές της γνωρίστηκαν στη δεκαετία του ’60. Ο Μάης του '68 τούς μάγεψε. Εφτασαν να πλησιάσουν και το αναρχικό κίνημα. Ολα αυτά τότε.

Τώρα είναι μέρος του συστήματος που καταδίκαζαν. Αλλά δεν φαίνεται να τα πηγαίνουν και τόσο καλά. Ο Κλάιβ αδυνατεί να ολοκληρώσει τη «Συμφωνία της Χιλιετίας», ένα μουσικό έργο που έχει να κάνει περισσότερο με κατά παραγγελία πολιτική ανάθεση παρά με δική του καλλιτεχνική ανάγκη, ενώ ο Βέρνον ψάχνει απεγνωσμένα το «λαβράκι» που θα αυξήσει τις πωλήσεις της εφημερίδας.

Είναι εξαιρετικά κινηματογραφικός ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας τούς περιγράφει να «συνωμοτούν» κατά τη διάρκεια της τελετής. Ο αναγνώστης από την αρχή έρχεται αντιμέτωπος με βιτριολικό χιούμορ και σπαρταριστές σκηνές. Ωστόσο δεν πρόκειται για μια απλή ιστορία. Το μυθιστόρημα μιλάει για την ωριμότητα και τα ανθρώπινα σφάλματα.

Και τις φιλίες που κινδυνεύουν από την έλλειψη εμπιστοσύνης. Οταν ο Κλάιβ θα ζητήσει από τον Βέρνον μια απτή απόδειξη φιλίας, τα πράγματα θα σοβαρέψουν. Και θα έρθουν αντιμέτωποι με μεγάλα ηθικά διλήμματα. Δεν λείπει φυσικά και η πολιτική κριτική από την παγίδα που στήνει για τον αναγνώστη ο ΜακΓιούαν. Και λέω παγίδα γιατί πολύ γρήγορα η κωμική ατμόσφαιρα εξελίσσεται σε ψυχολογικό θρίλερ.

Το βιβλίο αναπτύσσεται σαν να έχει ο ΜακΓιούαν εξ αρχής στο μυαλό του την Αγκάθα Κρίστι σε μια ατμόσφαιρα των ποιημάτων του Πόε και έχοντας δίπλα του μονίμως έναν Ρομπέρτο Μπολάνιο να ανακατεύει τα πάντα. Η πανέμορφη πόλη του Αμστερνταμ θα είναι ο καταλύτης της ιστορίας. Και η Μόλι θα είναι πάντα παρούσα με την απουσία της. Ο μεταφραστής Γ. Ι. Μπαμπασάκης φαίνεται να διασκεδάζει με όλο αυτό το «μπλέξιμο» και μας το προσφέρει στα ελληνικά με εξαιρετικό ρυθμό.

Τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου όμως, πέρα από τη σχέση των δυο αντρών, μου έμεινε η βαθιά εντύπωση πως έχουμε να κάνουμε με ένα άκρως πολιτικό βιβλίο. Οι σχέσεις των πρωταγωνιστών με τις εξουσίες, την πολιτική και την καλλιτεχνική, είναι ένας καμβάς όπου ο συγγραφέας πραγματικά μεγαλουργεί.

Μπορεί το «Αμστερνταμ» να μην έχει την εσωτερικότητα άλλων βιβλίων του, όπως το «Εξιλέωση» ή το «Στην ακτή», έχει όμως την κριτική ματιά ενός σύγχρονου πεζογράφου στον σύγχρονο κόσμο του.

Ας μην ξεχνάμε ότι το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε στη Βρετανία το 1998, έναν χρόνο πριν έχει εκλεγεί επιτέλους ένας πρωθυπουργός του Εργατικού κόμματος, ο Τόνι Μπλερ, και οι Αγγλοι ελπίζουν πως θα αλλάξει η ζωή τους. Συγγραφείς όπως ο ΜακΓιούαν, ο Τζόναθαν Κόου και άλλοι περιγράφουν την εποχή στα βιβλία τους με εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Είναι αλήθεια πως πολλά από τα «καμώματα» των δυο παλιών φίλων φαίνονται εξωπραγματικά, αλλά αυτό είναι αρκετά διασκεδαστικό και εξυπηρετεί την γκροτέσκα πλευρά του βιβλίου. Η σπαρταριστή πρόζα του συγγραφέα βέβαια θα σας κάνει να χαμογελάσετε και ίσως να σκεφτείτε πως έχετε γνωρίσει κι εσείς αρκετούς τέτοιους τύπους.

Οι μηχανορραφίες τους απλώς περιγράφουν τη σκληρότητα των '90s όπου ο κυνισμός ήταν κάτι σαν τυπικό προσόν όλων όσοι ήθελαν να πετύχουν. Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου το ομολογούν χωρίς ίχνος διδακτισμού και ηθικολογίας.

Ο ΜακΓιούαν δεν μάσησε ποτέ τα λόγια του, έστω και αν κατά καιρούς έγιναν αντικείμενο κριτικής στη βρετανική κοινωνία.

Οταν είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο οι κριτικοί διχάστηκαν και αρκετοί ήταν αυτοί που έγραψαν πως δεν άξιζε το Booker. Μεταγενέστερα θεωρώ πως το «Αμστερνταμ» εισήγαγε στην εποχή εκείνη έναν άλλο λογοτεχνικό δρόμο που επρόκειτο να ακολουθήσουν πολλοί συγγραφείς στον κόσμο. Να ακολουθήσουν δηλαδή τον ΜακΓιούαν στην οικονομία της αφήγησης και στη σφιχτή δομή της πλοκής.

Το τέλος του βιβλίου ίσως σοκάρει, αλλά σε αφήνει με αρκετές σκέψεις για αυτό που εύκολα πολλοί από μας ονομάζουμε φιλία. Χαίρομαι που επανακυκλοφόρησε το «Αμστερνταμ», το χιούμορ σε συνδυασμό με μια δυνατή λογοτεχνική γραφή είναι ό,τι καλύτερο γι' αυτή τη δύσκολη εποχή της πανδημίας που βιώνουμε όλοι.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: