Τελικά, τα βιβλία μπορούν να σου σώσουν τη ζωή;
Υπάρχει ένας τρομερός αστικός μύθος που κυκλοφορεί σε βιβλιοθήκες και λογοτεχνικά καφέ. Το urban legend θέλει τα βιβλία να διαθέτουν μία υπερφυσική δύναμη ικανή να σου σώσουν τη ζωή. Για κάποια χρόνια, πρέπει να ομολογήσω, ότι είχα και εγώ αυτήν την αίσθηση. Μιλώντας όμως πρόσφατα με ειδικούς της ψυχικής υγείας αλλά και ανθρώπους του χώρου κατάλαβα ότι οι τυπωμένες σελίδες μπορούν ίσως και να βοηθήσουν – αλλά μέχρι εκεί. Θα πρέπει πρώτα να έχεις επιλέξει ότι θες να σωθείς. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν μπορούν να κάνουν πολλά, αφού τα μαγικά ραβδιά ανήκουν στον κόσμο του Harry Potter και όχι στην πραγματικότητα.
«Ένας αναγνώστης ζει χιλιάδες ζωές πριν πεθάνει. Ένας άνθρωπος που δεν διαβάζει βιβλία ζει μονάχα μία φορά» λέει ο Jojen Reed στο Game of Thrones του George R.R. Martin. Το εντυπωσιακό απόφθεγμα ταιριάζει γάντι στη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου. Μήπως, όμως, ζητάμε τελικά πάρα πολλά από τα βιβλία;
Για τους περισσότερους από εμάς υπήρξαν κάποια στιγμή ένα στήριγμα, ένα χέρι βοηθείας, ένα μαξιλαράκι ασφαλείας, μία συντροφιά. Έτσι, το ερώτημα παραμένει τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο: μπορούν ή όχι να μας σώσουν;
Συγγραφείς, μεταφραστές και δημοσιογράφοι απάντησαν στην πρόκληση για ένα δικό τους βιωματικό κείμενο με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου. Έγραψαν μία προσωπική ιστορία που απαντά -ή και όχι απαραίτητα- στο καθαρά φιλοσοφικό και μάλλον αιώνιο ερώτημα.
Δημοσθένης Παπαμάρκος: «Εκείνος ο ογκώδης τόμος με επιγραφές θα σταματούσε τη λεπίδα»
Θα ήθελα πολύ να είχα να διηγηθώ μια εντυπωσιακή ιστορία διάσωσης από κάποιο βιβλίο. Θυμάμαι πετούσα κάποτε με Ryanair από το αεροδρόμιο Hahn της Φρανκφούρτης και για να αποφύγω να πληρώσω επιπλέον 50 ευρώ για μερικές εκατοντάδες γραμμάρια υπέρβαρο, έβγαλα τα βιβλία που κουβαλούσα από το σακίδιο πλάτης και τα μοίρασα στις τσέπες του μπουφάν μου. Ανάμεσά τους και ένας τόμος με επιγραφές από την Πριήνη, περίπου μεγέθους folio, τον οποίο στρίμωξα σε μια τεράστια εσωτερική τσέπη-θήκη που ως τότε δεν είχα χρησιμοποιήσει ποτέ.
Έτσι, πέρασα τον έλεγχο του αεροδρομίου φορώντας πρακτικά έναν θώρακα από σελίδες. Θα μπορούσε, σκέφτομαι τώρα, όταν πια έχοντας προσγειωθεί στο Stansted και για τις περίπου δύο ώρες που περίμενα στη στάση το λεωφορείο που θα με πήγαινε Οξφόρδη, να είχα πέσει θύμα ληστείας – με απειλή μαχαιριού, έτσι το φαντάζομαι. Και παρόλο που δεν θα αντιστεκόμουν, αλλά θα έδινα πρόθυμα ό,τι είχα πάνω μου, ο ληστής, λίγο που η νύχτα είχε προχωρήσει και όσο να ‘ναι τέτοιες ώρες ξυπνάνε διάφορα ένστικτα, λίγο ο εκνευρισμός που είχε πέσει πάνω σε φοιτητή και η λεία ήταν απογοητευτική, έτσι για να ξεδώσει, θα με μαχαίρωνε ψηλά στην κοιλιά, μερικά εκατοστά κάτω από το τελευταίο πλευρό.
Εγώ θα κατέρρεα από το χτύπημα, αυτός θα έτρεχε κυνηγημένος από τον φύλακα του πάρκινγκ παραδίπλα, κι όταν κάποιος θα έσπευδε να με βοηθήσει και να δει πόσο βαριά είχα τραυματιστεί, θα διαπιστώναμε με έκπληξη και οι δύο ότι είχα σωριαστεί από το σοκ, όχι από τη μαχαιριά. Γιατί τη λεπίδα θα είχε σταματήσει εκείνος ο ογκώδης τόμος με επιγραφές από την Πριήνη. Έτσι, το μοναδικό σώμα που θα έφερε τραύμα από το μαχαίρι θα ήταν αυτό του corpus επιγραφών. Όμως το μόνο πράγμα από το οποίο κινδύνευσα εκείνο το βράδυ ήταν να χάσω το λεωφορείο, γιατί ταλαιπωρημένος από το ταξίδι με πήρε ο ύπνος στη στάση. Έτσι, δεν έχω στην πραγματικότητα να διηγηθώ καμία ιστορία όπου κάποιο βιβλίο με έσωσε αληθινά.
* Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος είναι συγγραφέας. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, διηγήματα και comics. Επίσης, έχει γράψει για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Το τελευταίο του graphic novel με τον τίτλο «Γυμνά Οστά» θα κυκλοφορήσει τον Μάιο του 2021 από τις εκδόσεις Polaris.
Μαρία Ξυλούρη: «Κάθε βιβλίο, διαβασμένο ή αδιάβαστο, γύρω μου, είναι ένας προορισμός»
Τα βιβλία με έσωσαν κάποτε -για την ακρίβεια, εξακολουθούν να με σώζουν- από την πλήξη και την ακινησία. Όταν ήμουν μαθήτρια, τα όρια του μικρόκοσμου όπου ζούσα μεγάλωναν και γίνονταν ολόκληρος ο κόσμος, επειδή είχα βιβλία· όταν ήμουν φοιτήτρια, η μικρή μου γκαρσονιέρα χωρούσε ολόκληρο σύμπαν, επειδή τα ράφια της ήταν γεμάτα· στα λίγα τετραγωνικά μου συνωστίζονταν πόλεις, εποχές, φίλοι, δάσκαλοι, συνομιλητές, εξομολόγοι, συνένοχοι, γελωτοποιοί, είδωλα, παρηγορητές, άγιοι σ’ ένα απολύτως προσωπικό εικονοστάσι.
Ακόμα και σε περιόδους μεγάλης μοναξιάς ή ακινησίας, δεν έχω αισθανθεί την έλλειψη παρέας ή περιπέτειας: κάθε βιβλίο, διαβασμένο ή αδιάβαστο, γύρω μου, είναι ένας προορισμός για τον οποίο μπορώ να ξεκινήσω ανά πάσα στιγμή, ή ένα καταφύγιο που με περιμένει – και ίσως γι’ αυτό να επιμένω να συσσωρεύω περισσότερα απ’ όσα προλαβαίνω να διαβάσω: θέλω να έχω πολλούς δρόμους ανοιχτούς μπροστά μου, για να διαλέγω ανάλογα με τη διάθεση. (Ξέρω, εξάλλου, ότι μερικά βιβλία επιλέγουν αυτά τον χρόνο τους, δεν τον επιλέγεις εσύ.)
Πιστεύω ακράδαντα ότι όταν είσαι ανάμεσα στα βιβλία, είναι αδύνατον να βαρεθείς: έχεις την πολυτέλεια να είσαι περικυκλωμένος από τον κόσμο και ταυτόχρονα έξω από αυτόν, να τον ξεχνάς ή να τον θυμάσαι – ό,τι έχεις ανάγκη τη συγκεκριμένη στιγμή.
* Η Μαρία Ξυλούρη είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Το τελευταίο της βιβλίο «Πέτρινα πλοία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Δανάη Σιώζιου: «Γρήγορα βρέθηκα να τραγουδάω το τραγούδι της Πολυδούρη ξανά και ξανά»
Λίγο πριν την έξοδο, το αιώνιο βασίλειο της εφηβείας έπληξαν φαινόμενα σφοδρής κακοκαιρίας και αλλεπάλληλων φυσικών καταστροφών. Δεμένη στην ταχύτητα της αλλαγής, δεν πρόλαβα να καταλάβω πότε τα κλαριά βάρυναν, πότε ο κάμπος έγινε κινούμενη άμμος και γιατί το ποδήλατό μου κι εγώ τα φτύναμε στην πιο απλή και επίπεδη διαδρομή από το σχολείο στο σπίτι και πάλι πίσω. Μέσα στη χθόνια αυτή συνθήκη γεμάτη από υγρά συναισθήματα, τα πράγματα είχαν ασφαλώς αγριέψει: ένας εαυτός κατοικούσε κάτω από τη γη, πλεγμένος στις ρίζες της παιδικής ηλικίας κι ένας καινούριος πάλευε να αυτονομηθεί και να απλώσει κλαριά και φύλλα.
Στον ουρανό οι πελαργοί πετούσαν. Όσο κι αν άπλωνα το χέρι κάθε τι όμορφο έμοιαζε να βρίσκεται πίσω από ένα αόρατο τζάμι, απρόσιτο. Μία τέτοια μέρα ανέβαινα με βαριά καρδιά και απρόθυμα τα σκαλιά του μικρού, επαρχιακού φροντιστηρίου στο οποίο είχα εναποθέσει τις τελευταίες μου ελπίδες για την βελτίωση της σχέσης μου με την αρχαία ελληνική, τα λατινικά και την γραμματική. Μία τέτοια μέρα αποφάσισε ο δάσκαλός μας να μας βάλει να ακούσουμε ποιήματα, τα οποία μέχρι τότε διαβάζαμε σιωπηλά από τα σχολικά βιβλία.
Ακούσαμε, λοιπόν, σε ηχογραφημένη ανάγνωση το ποίημα Σονάτα του σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου και το ποίημα Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες της Μαρίας Πολυδούρη. Η ακρόαση των ποιημάτων παρηγόρησε την ψυχή μου. Στην επιστροφή έστριψα απότομα με το ποδήλατο για το πιο αγαπημένο μου μέρος στην πόλη: την δημοτική βιβλιοθήκη της Αγίας Παρασκευής. Δανείστηκα τα βιβλία του Ρίτσου και της Πολυδούρη.[..............................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Τελικά, τα βιβλία μπορούν να σου σώσουν τη ζωή; - Oneman
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου