Φροϊδικά μοντέλα συμπεριφοράς, βασανισμένες σεξουαλικές σχέσεις και ακυρωμένα προσωπικά όνειρα αποτελούσαν το καύσιμο υλικό, το οποίο κινούσε το καλλιτεχνικό άρμα του κορυφαίου Βρετανού σκηνοθέτη Άλφρεντ Χίτσκοκ (1899-1980). Με αυτό το άρμα ξεκίνησε το 1925 μια μακρά καριέρα στον κινηματογράφο, η οποία τον έφερε –έπειτα από ορισμένες ταινίες και μια σχετική αναγνώριση στην πατρίδα του– στη Μέκκα του κινηματογράφου, τις ΗΠΑ, όπου και διέπρεψε.
Το παρόν είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για τον μετρ του σασπένς, γραμμένο από έναν συμπατριώτη του συγγραφέα, κριτικό κινηματογράφου και καθηγητή πανεπιστημίου, τον Νιλ Σίνγιαρντ, ο οποίος ειδικεύεται στα κινηματογραφικά βιβλία και τις μονογραφίες διάσημων σκηνοθετών. Αποτελεί δε μια πρώτης τάξης ευκαιρία για γνωριμία με το έργο του Χίτσκοκ ο οποίος, αν και τιμήθηκε κατά τη διάρκεια του βίου του, τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν πολύ πιο σημαντικός σκηνοθέτης απ’ ό,τι είχε αρχικά φανεί, απ’ ό,τι και ο ίδιος ίσως θεωρούσε τον εαυτό του.
Το διττό μοτίβο
Σύμφωνα με τον Νιλ Σίνγιαρντ, η πιο καθοριστική και γι’ αυτό η πλέον αναγνωρίσιμη σταθερά στο έργο του Χίτσκοκ είναι το «μοτίβο του διττού», το οποίο συναντάμε σε διάφορες παραλλαγές κι εντάσεις στην πλειοψηφία των ταινιών του. Το καλό και το καλό, η αθωότητα και η ενοχή, το ηθικό και το ανήθικο, η νιότη και το γήρας, η τρέλα και η λογική, η επαγγελματική αντικειμενικότητα και το προσωπικό πάθος είναι μερικά από τα δίπολα των ταινιών του Χίτσκοκ, δίπολα δράσης και αντίδρασης τα οποία τροφοδοτούν με ένταση το έργο του.
Ο συγγραφέας χωρίζει τη σκηνοθετική ζωή του Χίτσκοκ σε πέντε διακριτές περιόδους από το 1922, όταν έκανε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του (Αριθμός 13), μέχρι το 1976, όταν γύρισε την τελευταία ταινία του (Οικογενειακή Συνωμοσία), και παρουσιάζει μία προς μία όλες τις ταινίες του μεγάλου δημιουργού. Κάθε ταινία τη συνδέει τόσο με αυτή που προηγήθηκε όσο και με αυτή που ακολούθησε, κάθε ταινία επίσης τη συνδέει με όλες τις υπόλοιπες της περιόδου στην οποία ανήκει, σε μια προσπάθεια να εξαγάγει κάποια γενικά συμπεράσματα για το έργο του. Ο ρυθμός του καθώς παρουσιάζει τις ταινίες είναι καταιγιστικός, το πληροφοριακό υλικό εντυπωσιακό και η ανάλυση πολύ συμπυκνωμένη: Διαβάζοντας το βιβλίο, νιώθει κανείς την ανάγκη να δει ξανά τις ταινίες του Χίτσκοκ και να ανακαλύψει εκ νέου τα «σημάδια» της χιτσκοκικής ιδιοφυΐας που του υποδεικνύει ο συγγραφέας.
Η πρώτη ταινία στην οποία ο Νιλ Σίνγιαρντ θα σταθεί λίγο περισσότερο είναι η πρώτη του Χίτσκοκ επί αμερικανικού εδάφους, το φιλμ Το χέρι που σκοτώνει (1943), την οποία θεωρεί το πρώτο θρίλερ στην ιστορία του κινηματογράφου, την πρώτη σύγχρονη αμερικανική ταινία τρόμου η οποία διαθέτει, πέρα από σασπένς ασφαλώς, μια ιδιαίτερη κοινωνική κριτική, καθώς αντιμετωπίζει τον ανήθικο κόσμο στον οποίο εκτυλίσσεται σαν ένα χοιροστάσιο.
Διαβάζοντας το βιβλίο, νιώθει κανείς την ανάγκη να δει ξανά τις ταινίες του Χίτσκοκ και να ανακαλύψει εκ νέου τα «σημάδια» της χιτσκοκικής ιδιοφυΐας που του υποδεικνύει ο συγγραφέας.
Η αλήθεια είναι ότι το πολιτικό σινεμά δεν ήταν το στοιχείο του Χίτσκοκ, παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ταινίες του με κρυφούς ή αμφίσημους συμβολισμούς και πολιτικές νύξεις, όπως για παράδειγμα ο Σιωπηλός μάρτυρας (1953), με τον θρυλικό Τζέιμς Στιούαρτ καθηλωμένο σε αναπηρικό αμαξίδιο να παρατηρεί από το παράθυρό του την απέναντι πολυκατοικία, κι όχι μόνο, αναζητώντας έναν δολοφόνο. Στην ταινία αυτή, ο συγγραφέας διακρίνει μια αλληγορία του Βρετανού σκηνοθέτη για την εφιαλτική μακαρθική Αμερική.
Ο «Ευρωπαίος» Χίτσκοκ
Η αμερικανική περίοδος του Χίτσκοκ θα σημαδευτεί από την απόφαση του δημιουργού να χρησιμοποιήσει σύγχρονες τεχνικές λήψης για το γύρισμα σκηνών οι οποίες στη συνέχεια, και με τη δημιουργική παρέμβαση του μοντάζ που λάτρευε ο Χίτσκοκ, θα καθήλωναν εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο. Η μαεστρία των φωτισμών, η δημιουργική χρήση του μοντάζ, το εκπληκτικό πάντρεμα της μουσικής με τον ρυθμό των σκηνών είναι μερικά από τα σκηνοθετικά εργαλεία του Χίτσκοκ που λάτρεψε το κοινό και οι συνάδελφοί μου.
Ο Φρανσουά Τριφό είχε πει κάποτε ότι ένα από τα χαρίσματα του Χίτσκοκ ήταν «η ικανότητα να σκηνοθετεί ερωτικές σκηνές σαν να ήταν σκηνές φόνου, και τούμπαλιν». Ο Τριφό μαζί με τους Ερίκ Ρομέρ και Κλοντ Σαμπρόλ είναι οι τρεις Ευρωπαίοι σκηνοθέτες που σύστησαν τον Χίτσκοκ στο ευρωπαϊκό κοινό, και μάλιστα τον σύστησαν όχι μόνο ως έναν μετρ του σασπένς αλλά κι ως έναν ρωμαιοκαθολικό ηθικολόγο δημιουργό συναρπαστικών μελοδραμάτων, τα οποία αποθεώνουν τον διττό χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης.
Λίγα πράγματα από την προσωπική ζωή και την επαγγελματική καθημερινότητα του Βρετανού δημιουργού παρουσιάζονται στο παρόν βιβλίο. Υπάρχουν πράγματι αναφορές στον δύσκολο χαρακτήρα του, στις κόντρες του με τους συνθέτες των σάουντρακ, στις αντιπαραθέσεις του με τους παραγωγούς και, φυσικά, στον κυνισμό με τον οποίο αντιμετώπιζε συχνά τους/τις ηθοποιούς· ο Χίτσκοκ, σύμφωνα με τον συγγραφέα, στήριζε τις ερμηνείες των ηθοποιών του περισσότερο στο ντύσιμό τους, στον φωτισμό πάνω τους και στο περίτεχνο μοντάζ στο στούντιο και δεν απολάμβανε τις σχοινοτενείς συζητήσεις μαζί τους για το βάθος του ρόλου.
«Ο Χίτσκοκ είχε δύο ανεκτίμητα χαρίσματα για έναν σκηνοθέτη», υποστηρίζει ο Νιλ Σίνγιαρντ, «που μπορεί να ακούγονται συνηθισμένα, αλλά στην πραγματικότητα είναι τα σπανιότερα χαρακτηριστικά: την ικανότητα να αφηγηθεί μια ιστορία μέσω της κάμερας και την ικανότητα να κάνει τους θεατές σε όλο τον κόσμο να εκδηλωθούν συναισθηματικά». Όταν ανοίξουν και πάλι οι θερινοί κινηματογράφοι και ο Δεσμώτης του ιλίγγου (1958), το Ψυχώ (1960) και τα Πουλιά (1963) παιχτούν και πάλι στη μεγάλη οθόνη, θα το (ξανα)διαπιστώσουμε όλοι.
Άλφρεντ Χίτσκοκ: Ο Άρχοντας του Σασπένς με το βλέμμα της κριτικής
Νιλ Σίνγιαρντ
Μεταφραστής: Πάρις Μνηματίδης
Εκδόσεις Το μέλλον
σελ. 178
ISBN: 978-618-84695-3-2
Τιμή: 12,72€
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου