Έδωσε φωνή στους ηττημένους
Ρέιμοντ Κάρβερ «Εκεί που είχαν ζήσει», ανθολόγηση-μετάφραση-επίμετρο: Άκης Παπαντώνης, εκδόσεις Κίχλη, 2020
Συμβαίνει κάποτε σε συγγραφείς που χρησιμοποιούν εξίσου τον ποιητικό και τον πεζό λόγο, να μην γνωρίζουν ούτε οι ίδιοι, όταν ξεκινάνε να γράψουν μια φράση, αν θα καταλήξουν στη δημιουργία ενός ακόμη ποιήματος ή ενός διηγήματος. Ο Ρέιμοντ Κάρβερ (1938-1988) υπήρξε ένας από αυτούς.
«Πιστεύω πως μια υποτυπώδης πλοκή είναι πολύ σημαντική. Είτε γράφω κάποιο ποίημα, είτε γράφω πεζό, προσπαθώ πάντα να πω μια ιστορία», θα αναφέρει χαρακτηριστικά. Όσο για τις ιστορίες του, είναι γεμάτες από μικρές και μεγάλες τραγωδίες, λάθη του παρελθόντος που ανά πάσα στιγμή μπορούν να βγουν στην επιφάνεια, με το τέλος συχνά να έρχεται έπειτα από αλλεπάλληλες ανατροπές και κορυφώσεις, κάποτε απρόσμενα τρυφερό και λυτρωτικό, άλλοτε πάλι αποκαρδιωτικό και καταστροφικό.
Η πλέον σημαντική, ωστόσο, παράμετρος στα κείμενά του είναι η αίσθηση του χρόνου: Σε αυτά, η τέταρτη διάσταση μοιάζει να διευρύνεται, να διαστέλλεται απρόσμενα για να «χωρέσει» αντιδράσεις, συμπεριφορές, δράματα, υπόγειες εκρήξεις και καταπιεσμένα συναισθήματα, όλα συμπιεσμένα στο χρονικό ορίζοντα λίγων ημερών, ενός εικοσιτετραώρου ή μιας μόνο στιγμής. Αλίμονο όμως. Μια στιγμή που εμπεριέχει τα πάντα. Και γίνεται ξεχωριστή εκείνη η στιγμή επειδή αποκαλύπτει στους ήρωές του την πλάνη τους, την προσκόλληση σε μια φαινομενικά αναπόδραστη ρουτίνα, την παγίδευσή τους στον ιστό μιας ζωής στερημένης περιεχομένου.
Δύο, πυκνές εμπειριών, ζωές
Η πρώτη συλλογή που εξέδωσε ο Ρέιμοντ Κάρβερ υπό τον τίτλο «Φωτιές» κυκλοφόρησε μόλις το 1983 και περιελάμβανε ποιήματα και δοκίμια – ο συγγραφέας έμοιαζε να μην τολμούσε να παρουσιάσει την ποιητική του δουλειά ως ένα αυθύπαρκτο έργο. Τελικά, ως το τέλος του σύντομου βίου του, πρόλαβε να εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές και να ολοκληρώσει την τέταρτη «Ένα καινούργιο μονοπάτι μέχρι τον καταρράκτη», η οποία κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, το 1989.
Ο Κάρβερ αναφερόταν συχνά στον εαυτό του ως τον άνθρωπο που κατάφερε να ζήσει δύο, πυκνές εμπειριών, ζωές: Το πρώτο μισό της ζωής του σημαδεύτηκε από τη βύθισή του στον αλκοολισμό και από τα έντονα οικογενειακά προβλήματα. Στο δεύτερο μισό, σε μια νέα αρχή συνδεδεμένη με τη σχέση του με την ποιήτρια Τες Γκάλλαχερ, ο νηφάλιος πλέον Κάρβερ παράγει τον μεγαλύτερο όγκο των ποιημάτων του, μέσα από τα οποία αναστοχάζεται τη διαδρομή του, αναλογίζεται τα λάθη του, αναμετράται με τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Έτσι, η ποίησή του, η οποία εξαρχής χαρακτηριζόταν από την προσήλωση στη ζωή όπως την ζει κανείς σε χρόνο ενεστώτα, ενσωματώνει –σταδιακά– μια νοερή αναμέτρηση με τις πληγές του παρελθόντος.
Σε κάθε περίπτωση, τα ποιήματά του βρίσκουν τη φωνή τους και το θέμα τους στον ίδιο ακριβώς κόσμο όπου γεννιούνται και τα διηγήματά του: μέσα στα χαλάσματα του αμερικάνικου ονείρου, στις διαλυμένες οικογένειες και στις τσακισμένες ζωές – στην απόγνωση που δεν βρίσκει έκφραση.
Άνθρωποι που κινούνται κάπου ανάμεσα στα όρια του πόνου και στις παρυφές της θλίψης, αλλά δεν είναι ούτε τυπικοί μοιρολάτρες, ούτε εμμονικοί της καταστροφής. Άλλωστε, γνωρίζουν καλά πώς έφτασαν ως εδώ, ενώ συχνά ξέρουν και τον τρόπο να δραπετεύσουν –έστω για λίγο– από την απελπισία. Παρ’ όλα αυτά μένουν εκεί για να αντικρίσουν το ύστατο όριο μιας ζωής που ενίοτε μοιάζει με τρενάκι του τρόμου, έτοιμο να εκτροχιαστεί.
Άνδρες κατεστραμμένοι, γυναίκες απελπισμένες, παιδιά που προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή των αδιάφορων γονιών τους, άνδρες που ζουν μαζί με τους γονείς τους λόγω ανεργίας, γείτονες που κατασκοπεύουν ο ένας τον άλλον, ζευγάρια που νιώθουν το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια τους όταν αποκαλύπτονται ένοχα μυστικά.
Εκπρόσωπος του «βρώμικου ρεαλισμού»
Ένα σημαντικό μέρος της γοητείας και της δύναμης που χαρακτηρίζει την πεζογραφία και την ποίηση του Κάρβερ βρίσκεται ακριβώς στη χρήση του καθημερινού λόγου: μεταφέρει στο χαρτί αυτούσιους τους τρόπους και τους ρυθμούς την ανθρώπινης συνομιλίας. Και ανακαλύπτει τη μουσική που κρύβεται ακόμη και στις αδυναμίες ή στα χάσματά της – μια μουσική του πραγματικού!
Την ποίησή του, όπως εξάλλου και τα διηγήματά του, χαρακτηρίζουν η πύκνωση και η μινιμαλιστική αποτύπωση στιγμών, ενώ ο εσωτερικός κυματισμός των στίχων και ένα πλέγμα τολμηρών μεταφορών σε συνδυασμό με την πεζολογική υφή των ποιημάτων του, συμβάλλουν στη δημιουργία του απολύτως προσωπικού του ύφους.
Κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρώμικου ρεαλισμού», αυτής της νεο-ρεαλιστικής τάσης στην αμερικανική λογοτεχνία, ο Κάρβερ έδωσε φωνή σε ήρωες καθημερινούς, ηττημένους, ξεπεσμένους, αιχμαλωτίζοντας την ένταση της απόγνωσής τους με τις πιο αδρές γραμμές.
Στην παρούσα δίγλωσση έκδοση με τίτλο «Εκεί που είχαν ζήσει» σε ανθολόγηση, υποδειγματική μετάφραση και επίμετρο από τον Άκη Παπαντώνη, παρουσιάζεται μια ικανή επιλογή από 57 μικρά ποιήματα-στιγμιότυπα του Ρέιμοντ Κάρβερ των οποίων, αν και διαθέτουν φαινομενικά ήρεμη επιφάνεια, το βάθος είναι γεμάτο με συναισθηματική ένταση και κρυμμένες πληγές, χωρίς ωραιοποιήσεις: «Καμπουριάζει μέσα στο θάλαμο, κλαίγοντας/ στο τηλέφωνο. Κάνει μια δυο ερωτήσεις,/ και κλαίει κι άλλο./ Ο συνοδός της, ένας ηλικιωμένος τύπος με τζην παντελόνι/ και τζην πουκάμισο, στέκεται και περιμένει/ τη σειρά του να μιλήσει, και να κλάψει».
Όπως φαίνεται μέσα από τα ποιήματα αυτά, ο Κάρβερ με θαυμαστή λιτότητα εκφραστικών μέσων και επίπεδο ύφος χωρίς εξάρσεις, παραμένει αμείλικτος ανατόμος της αλλοτρίωσης, της απομόνωσης, της αρρωστημένης μοναξιάς, της έλλειψης επικοινωνίας.
Αλλά, την ίδια στιγμή, είναι ανθρώπινος – ακόμα και μέσα στην απόλυτη παρακμή, όταν κανείς ματαιοπονεί, αναμένοντας στωικά το αναπόδραστο τέλος. Η καταδίκη, στο έργο του, γίνεται μια μόνιμη συνθήκη και η ελπίδα, μοιάζει συνεχώς να αναβάλλεται – μαζί με την υπόνοια κάποιας ουσιαστικής διεξόδου: Είναι μικρές οι χαραμάδες της αισιοδοξίας...
Raymond Carver - Wikipedia
A Tribute to Raymond Carver on His Birthday, by His Brother
Το ποίημα της εβδομάδας
Το στιλό
—Ρέιμοντ Κάρβερ—
Μετάφραση: Άκης Παπαντώνης
Το στιλό που έλεγε την αλήθεια
κατέληξε στο πλυντήριο
για τον κόπο του. Βγήκε
μια ώρα αργότερα, και ρίχτηκε
στο στεγνωτήριο μαζί με παντελόνια τζην
κι ένα πουκάμισο καρό. Πέρασε μέρες
ήσυχο στο γραφείο
κάτω απ’ το παράθυρο. Έστεκε εκεί
και σκεφτόταν πως είχε ξοφλήσει.
Χωρίς την παραμικρή πίστη
στ’ όνομά του. Δεν είχε
τη θέληση να συνεχίσει, ακόμα κι αν το επιθυμούσε.
Μα ένα πρωί, περίπου μια ώρα
πριν χαράξει, ζωντάνεψε
κι έγραψε:
«Τα νοτισμένα λιβάδια κοιμισμένα στο φεγγαρόφως».
Ύστερα έμεινε ακίνητο ξανά.
Η χρησιμότητά του σ’ αυτή τη ζωή
σαφώς στο τέλος της.
Εκείνος το κούνησε και το χτύπησε
στο γραφείο. Ύστερα το παράτησε
σχεδόν.
Όμως ακόμα μια φορά, με τεράστια
προσπάθεια, επιστράτευσε τα τελευταία του
αποθέματα. Να τι έγραψε:
«Ελαφρύ αεράκι, και πέρα απ’ το παράθυρο
δέντρα να κολυμπάνε στον χρυσαφένιο πρωινό αέρα».
Προσπάθησε να γράψει λίγο ακόμα
μα αυτό ήταν όλο. Το στιλό
σταμάτησε για πάντα να δουλεύει.
Κατέληξε τελικά
στην πυρά μαζί με
άλλα σκουπίδια. Ώσπου πολύ αργότερα
ένα άλλο στιλό,
ένα κοινό στιλό
που δεν είχε αποδείξει πως αξίζει
ακόμα, έγραψε με ευκολία:
«Σκοτάδι μαζεύεται στα κλαδιά.
Μείνε μέσα. Μείνε ακίνητος».
The Pen
Raymond Carver
The pen that told the truth
went into the washing machine
for its trouble. Came out
an hour later, and was tossed
in the dryer with jeans
and a western shirt. Days passed
while it lay quietly on the desk
under the window. Lay there
thinking it was finished and
without a single conviction
to its name. It didn’t have
the will to go on, even if it’d wanted.
But one morning, an hour or so
before sunrise, it came to life
and wrote:
“The damp fields asleep in moonlight.”
Then it was still again.
Its usefulness in this life
clearly at an end.
He shook it and whacked it
on the desk. Then gave up
on it, or nearly.
Once more though, with the greatest
effort, it summoned its last
reserves. This is what it wrote:
“A light wind, and beyond the window
trees swimming in the golden morning air.”
______________________
There’s only one recording of Raymond Carver reading his iconic short story, “What We Talk About When We Talk About Love,” and it is glorious.
The story was published in Carver’s collection of the same name in 1981, and Carver recorded it in 1983 for the radio program “Tell Me a Story.” Listen to it in full below.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου