Η πόρτα άνοιξε, φάνηκε ένας νεαρός γιατρός. «Ο κύριος Χαδούλης;»
Πετάχτηκα
επάνω, άφησα τηλέφωνο και πορτοφόλι στη γυναίκα μου κι είπα
ικανοποιημένος «ναι, εδώ». Το πλήθος που περίμενε
απογοητεύθηκε. Μου έκανε νεύμα, τον ακολούθησα στο εσωτερικό
του αιμοδυναμικού. Με οδήγησε σε μία αίθουσα και μου είπε,
«καθίστε, έρχομαι».
Κοίταξα το ρολόι μου, δέκα παρά
είκοσι. Το ραντεβού ήταν στις οκτώ και τριάντα. Με κυρίευσε η
ενοχλητική αλλά οικεία αίσθηση ότι είμαι αντικείμενο στα
χέρια των γιατρών.
Κοίταξα τον περιβάλλοντα χώρο∙
θλιβερός. Τοίχοι κακοβαμμένοι, λιγοστό φως.
Πολυχρησιμοποιημένες φθαρμένες καρέκλες και λιγοστά
έπιπλα κακής ποιότητας. Πρόσθετα καλώδια στους τοίχους.
Κανένα διακοσμητικό στοιχείο.
«Μα τι θέλεις;» σκέφτηκα, «άχρηστες πολυτέλειες όπως στα ιδιωτικά; Εσύ δεν λες ότι έτσι καλύπτουν άλλες αδυναμίες; Ναι, αλλά θα μπορούσε εδώ να είναι καλύτερα».
Στην αίθουσα ήταν κάποιος που είχε προηγηθεί, αμίλητος κι ανέκφραστος, κοντά του δύο άδεια και ένα γεμάτο μπουκάλι νερό, το δεξί του χέρι ακουμπισμένο ακίνητο πάνω στο γόνατό του. Ένας σφιγκτήρας από ελαστικό με μια πλαστική πλακέτα και έναν κοχλία πίεζαν τον καρπό του. «Πίνετε νερό για ν’ αποβληθεί το φάρμακο;» ρώτησα. Δίχως να γυρίσει συγκατένευσε. Ήταν φανερό ότι το μόνο που σκεφτόταν ήταν να φύγει και μέχρι τότε έκανε υπομονή κι έπινε νερό.
«Πόσο θα μείνετε;» ρώτησα.
«Τρεις με τέσσερις ώρες», απάντησε, πάλι δίχως να στρίψει το κεφάλι του.
Επανήλθε ο νεαρός γιατρός με τη σκούρα μπλε, σχεδόν μαύρη φόρμα.
«Θα πάρουμε το ιστορικό» είπε, ενώ συγχρόνως άνοιξε το κινητό του.
Συγκατένευσα.
Οι ερωτήσεις του: «Όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, ημερομηνία γέννησης, προηγούμενο ιστορικό στεφανιαίας νόσου».
Απαντούσα βαριεστημένα. Ήξερα ότι όλα αυτά τα είχε ήδη γραμμένα. Δεν του άρεσε, μου είπε, «συμβαίνει κάτι; Είστε καλά; σας βλέπω κάπως…»
«Όχι, όχι, καλά είμαι», απάντησα και σκέφτηκα «τι θέλεις, άνθρωπε, να πετάω που μου παίρνεις το ιστορικό;»
«...Έχετε υποβληθεί σε αρτηριοπλαστική;»
«Ναι».
«Πότε;»
«Τον Ιούνιο του δώδεκα».
« Εδώ;»
«Ναι».
«Γιατρός; Ο Αλβανόπουλος;»
«Ναι».
«Θυμάστε σε ποιο αγγείο;»
«Στην περισπωμένη».
«Σίγουρα στην περισπωμένη;»
«Ναι».
Κοιτάει το κινητό του, «Είστε σίγουρος;»
«Μμ… νομίζω».
«Βλέπω ο κύριος Αλβανόπουλος έδωσε στη διαγώνιο».
«Ναι τώρα που το λέτε στη διαγώνιο, τα ’μπλεξα».
Παρακάτω πάλι με διόρθωσε όταν προσπάθησα να ελαφρύνω ένα παλιότερο εύρημα. Μα αφού είχε στο κινητό του όλο το ιστορικό μου με τέτοια λεπτομέρεια, τι στο διάολο με ρωτούσε. Σκέφτηκα ότι αυτό δεν έμοιαζε με ιστορικό αλλά με τεστ αλήθειας ή μνήμης.
«Τελειώσαμε, βάλτε εδώ μια υπογραφή για να κάνουμε την στεφανιογραφία». Μου έδωσε το χαρτί που συμπλήρωνε τόση ώρα και το υπέγραψα. «Κρατήστε το, θα σας φωνάξουμε» είπε κι έφυγε.
Δεν είχα τι να κάνω και διάβασα το χαρτί. Διαπίστωσα ότι
μόλις είχα αποδεχτεί πως γνωρίζω ότι η στεφανιογραφία έχει 4%
σημαντικές επιπλοκές και 2% θανάτους. Έγινε πιο έντονη η
αίσθηση ότι ήμουν αντικείμενο και δεν είχα δικαίωμα λάθους ή
διαφορετικής αλήθειας από την καταγεγραμμένη.
Σε λίγο
επανήλθε συνοδεύοντας κάποιον άλλο. Ήταν γέρος, αφύσικα
κίτρινος και μουτρωμένος. Μουτρωμένος όπως τα πολύ μικρά
παιδιά. Ξεκίνησε η λήψη του ιστορικού.
Μετά τα ονοματεπώνυμα και τα σχετικά, ο γιατρός ρώτησε «γιατί προσήλθατε στο νοσοκομείο μας;»
«Ποιος εγώ; Η γυναίκα μου».
«Εσείς. Γιατί ήλθατε;»
«Η γυναίκα μου ανησυχεί. Εγώ δεν έχω τίποτα».
«Η πίεσή σας πώς είναι;»
«Κανονική».
«Εδώ βλέπω υψηλή».
«Η γυναίκα μου μού δίνει χάπια».
«Τι αισθάνεστε; Για ποιο λόγο θα κάνετε στεφανιογραφία;»
«Η γυναίκα μου… με τραβάει στους γιατρούς. Δεν έχω τίποτα».
«Θα κάνουμε στεφανιογραφία αλλά εδώ βλέπω ότι έχετε πρόβλημα με τα νεφρά»
«Μπα, τίποτα, η γυναίκα μου τα ξεσκαλίζει».
«Εντάξει, αλλά θα χρειαστεί να βάλουμε έναν ορό πριν κάνουμε την εξέταση».
«Να βάλω αλλά… δεν θέλω βελόνες».
«Δεν είναι τίποτα».
Ο γιατρός φεύγει κι επανέρχεται με ένα σταντ από το οποίο κρέμεται ένας ορός. Μόλις τον βλέπει ο γέρος επιμένει «Δεν θέλω βελόνες, το είπα».
«Δεν είναι τίποτα, μια στιγμούλα δώστε μου το χέρι σας».
Δίνει το χέρι του και ο γιατρός περνάει το γνωστό λάστιχο, ψηλαφεί τη φλέβα και παίρνει τη βελόνα να την περάσει. Τότε ο γέρος αρχίζει να κουνά το χέρι του κι ο γιατρός του λέει «μην κουνάτε το χέρι σας».
«Δεν σου είπα… δεν θέλω βελόνες».
Ο γιατρός τον παρακαλεί να το ακινητοποιήσει, εκείνος
συνεχίζει να το κουνά και να επαναλαμβάνει στερεότυπα «δεν
θέλω βελόνες». Ο γιατρός καλεί σε βοήθεια μια νοσηλεύτρια.
Αυτή του πιάνει το χέρι και του λέει προστακτικά «μην το
κουνάς». Η επιχείρηση στέφεται με επιτυχία. Του λένε «όταν
τελειώσει ο ορός, θα σε πάρουμε». Αυτός κάθεται ήσυχα και
υπομονετικά.
Αργότερα κάποιος φωνάζει από την αίθουσα
της στεφανιογραφίας: «Ο κύριος Ζαχαριάδης, να περάσει ο
κύριος Ζαχαριάδης». Σηκώνεται ο γέρος σέρνοντας τον ορό και
σπεύδει. Τον βλέπει η νοσηλεύτρια και του λέει «κάτσε κάτω εσύ.
Ζαχαριάδη σε λένε;»
____________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου