Τρίτη, Μαρτίου 30, 2021

«Κά­τσε κά­τω εσύ. Ζα­χα­ριά­δη σε λέ­νε;». Ένα ευτράπελο διήγημα για το ελληνικό ΕΣΥ.


Περισπωμένη ή Διαγώνιος

Δημιουργία - Επικοινωνία: Πρώτη Σερρών:Αφιέρωμα σε έναν ακόμη Πρωταίο  Συγγρα... | Blog posts, Blog, Postτου Λάκη Δόλγερα*

Η πόρ­τα άνοι­ξε, φά­νη­κε ένας νε­α­ρός για­τρός. «Ο κύ­ριος Χα­δού­λης;»
Πε­τά­χτη­κα επά­νω, άφη­σα τη­λέ­φω­νο και πορ­το­φό­λι στη γυ­ναί­κα μου κι εί­πα ικα­νο­ποι­η­μέ­νος «ναι, εδώ». Το πλή­θος που πε­ρί­με­νε απο­γοη­τεύ­θη­κε. Μου έκα­νε νεύ­μα, τον ακο­λού­θη­σα στο εσω­τε­ρι­κό του αι­μο­δυ­να­μι­κού. Με οδή­γη­σε σε μία αί­θου­σα και μου εί­πε, «κα­θί­στε, έρ­χο­μαι».
Κοί­τα­ξα το ρο­λόι μου, δέ­κα πα­ρά εί­κο­σι. Το ρα­ντε­βού ήταν στις οκτώ και τριά­ντα. Με κυ­ρί­ευ­σε η ενο­χλη­τι­κή αλ­λά οι­κεία αί­σθη­ση ότι εί­μαι αντι­κεί­με­νο στα χέ­ρια των για­τρών.
Κοί­τα­ξα τον πε­ρι­βάλ­λο­ντα χώ­ρο∙ θλι­βε­ρός. Τοί­χοι κα­κο­βαμ­μέ­νοι, λι­γο­στό φως. Πο­λυ­χρη­σι­μο­ποι­η­μέ­νες φθαρ­μέ­νες κα­ρέ­κλες και λι­γο­στά έπι­πλα κα­κής ποιό­τη­τας. Πρό­σθε­τα κα­λώ­δια στους τοί­χους. Κα­νέ­να δια­κο­σμη­τι­κό στοι­χείο.

«Μα τι θέ­λεις;» σκέ­φτη­κα, «άχρη­στες πο­λυ­τέ­λειες όπως στα ιδιω­τι­κά; Εσύ δεν λες ότι έτσι κα­λύ­πτουν άλ­λες αδυ­να­μί­ες; Ναι, αλ­λά θα μπο­ρού­σε εδώ να εί­ναι κα­λύ­τε­ρα».

Στην αί­θου­σα ήταν κά­ποιος που εί­χε προη­γη­θεί, αμί­λη­τος κι ανέκ­φρα­στος, κο­ντά του δύο άδεια και ένα γε­μά­το μπου­κά­λι νε­ρό, το δε­ξί του χέ­ρι ακου­μπι­σμέ­νο ακί­νη­το πά­νω στο γό­να­τό του. Ένας σφιγ­κτή­ρας από ελα­στι­κό με μια πλα­στι­κή πλα­κέ­τα και έναν κο­χλία πί­ε­ζαν τον καρ­πό του. «Πί­νε­τε νε­ρό για ν’ απο­βλη­θεί το φάρ­μα­κο;» ρώ­τη­σα. Δί­χως να γυ­ρί­σει συ­γκα­τέ­νευ­σε. Ήταν φα­νε­ρό ότι το μό­νο που σκε­φτό­ταν ήταν να φύ­γει και μέ­χρι τό­τε έκα­νε υπο­μο­νή κι έπι­νε νε­ρό.

«Πό­σο θα μεί­νε­τε;» ρώ­τη­σα.
«Τρεις με τέσ­σε­ρις ώρες», απά­ντη­σε, πά­λι δί­χως να στρί­ψει το κε­φά­λι του.

Επα­νήλ­θε ο νε­α­ρός για­τρός με τη σκού­ρα μπλε, σχε­δόν μαύ­ρη φόρ­μα.

«Θα πά­ρου­με το ιστο­ρι­κό» εί­πε, ενώ συγ­χρό­νως άνοι­ξε το κι­νη­τό του.

Συ­γκα­τέ­νευ­σα.

Οι ερω­τή­σεις του: «Όνο­μα, επώ­νυ­μο, πα­τρώ­νυ­μο, ημε­ρο­μη­νία γέν­νη­σης, προη­γού­με­νο ιστο­ρι­κό στε­φα­νιαί­ας νό­σου».

Απα­ντού­σα βα­ριε­στη­μέ­να. Ήξε­ρα ότι όλα αυ­τά τα εί­χε ήδη γραμ­μέ­να. Δεν του άρε­σε, μου εί­πε, «συμ­βαί­νει κά­τι; Εί­στε κα­λά; σας βλέ­πω κά­πως…»

«Όχι, όχι, κα­λά εί­μαι», απά­ντη­σα και σκέ­φτη­κα «τι θέ­λεις, άν­θρω­πε, να πε­τάω που μου παίρ­νεις το ιστο­ρι­κό;»
«...Έχε­τε υπο­βλη­θεί σε αρ­τη­ριο­πλα­στι­κή;»
«Ναι».
«Πό­τε;»
«Τον Ιού­νιο του δώ­δε­κα».
« Εδώ;»
«Ναι».
«Για­τρός; Ο Αλ­βα­νό­που­λος;»
«Ναι».
«Θυ­μά­στε σε ποιο αγ­γείο;»
«Στην πε­ρι­σπω­μέ­νη».
«Σί­γου­ρα στην πε­ρι­σπω­μέ­νη;»
«Ναι».

Κοι­τά­ει το κι­νη­τό του, «Εί­στε σί­γου­ρος;»

«Μμ… νο­μί­ζω».
«Βλέ­πω ο κύ­ριος Αλ­βα­νό­που­λος έδω­σε στη δια­γώ­νιο».
«Ναι τώ­ρα που το λέ­τε στη δια­γώ­νιο, τα ’μπλε­ξα».

Πα­ρα­κά­τω πά­λι με διόρ­θω­σε όταν προ­σπά­θη­σα να ελα­φρύ­νω ένα πα­λιό­τε­ρο εύ­ρη­μα. Μα αφού εί­χε στο κι­νη­τό του όλο το ιστο­ρι­κό μου με τέ­τοια λε­πτο­μέ­ρεια, τι στο διά­ο­λο με ρω­τού­σε. Σκέ­φτη­κα ότι αυ­τό δεν έμοια­ζε με ιστο­ρι­κό αλ­λά με τεστ αλή­θειας ή μνή­μης.

«Τε­λειώ­σα­με, βάλ­τε εδώ μια υπο­γρα­φή για να κά­νου­με την στε­φα­νιο­γρα­φία». Μου έδω­σε το χαρ­τί που συ­μπλή­ρω­νε τό­ση ώρα και το υπέ­γρα­ψα. «Κρα­τή­στε το, θα σας φω­νά­ξου­με» εί­πε κι έφυ­γε.

Δεν εί­χα τι να κά­νω και διά­βα­σα το χαρ­τί. Δια­πί­στω­σα ότι μό­λις εί­χα απο­δε­χτεί πως γνω­ρί­ζω ότι η στε­φα­νιο­γρα­φία έχει 4% ση­μα­ντι­κές επι­πλο­κές και 2% θα­νά­τους. Έγι­νε πιο έντο­νη η αί­σθη­ση ότι ήμουν αντι­κεί­με­νο και δεν εί­χα δι­καί­ω­μα λά­θους ή δια­φο­ρε­τι­κής αλή­θειας από την κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη.
Σε λί­γο επα­νήλ­θε συ­νο­δεύ­ο­ντας κά­ποιον άλ­λο. Ήταν γέ­ρος, αφύ­σι­κα κί­τρι­νος και μου­τρω­μέ­νος. Μου­τρω­μέ­νος όπως τα πο­λύ μι­κρά παι­διά. Ξε­κί­νη­σε η λή­ψη του ιστο­ρι­κού.
Με­τά τα ονο­μα­τε­πώ­νυ­μα και τα σχε­τι­κά, ο για­τρός ρώ­τη­σε «για­τί προ­σήλ­θα­τε στο νο­σο­κο­μείο μας;»

«Ποιος εγώ; Η γυ­ναί­κα μου».
«Εσείς. Για­τί ήλ­θα­τε;»
«Η γυ­ναί­κα μου ανη­συ­χεί. Εγώ δεν έχω τί­πο­τα».
«Η πί­ε­σή σας πώς εί­ναι;»
«Κα­νο­νι­κή».
«Εδώ βλέ­πω υψη­λή».
«Η γυ­ναί­κα μου μού δί­νει χά­πια».
«Τι αι­σθά­νε­στε; Για ποιο λό­γο θα κά­νε­τε στε­φα­νιο­γρα­φία;»
«Η γυ­ναί­κα μου… με τρα­βά­ει στους για­τρούς. Δεν έχω τί­πο­τα».
«Θα κά­νου­με στε­φα­νιο­γρα­φία αλ­λά εδώ βλέ­πω ότι έχε­τε πρό­βλη­μα με τα νε­φρά»
«Μπα, τί­πο­τα, η γυ­ναί­κα μου τα ξε­σκα­λί­ζει».
«Εντά­ξει, αλ­λά θα χρεια­στεί να βά­λου­με έναν ορό πριν κά­νου­με την εξέ­τα­ση».
«Να βά­λω αλ­λά… δεν θέ­λω βε­λό­νες».
«Δεν εί­ναι τί­πο­τα».

Ο για­τρός φεύ­γει κι επα­νέρ­χε­ται με ένα σταντ από το οποίο κρέ­με­ται ένας ορός. Μό­λις τον βλέ­πει ο γέ­ρος επι­μέ­νει «Δεν θέ­λω βε­λό­νες, το εί­πα».

«Δεν εί­ναι τί­πο­τα, μια στιγ­μού­λα δώ­στε μου το χέ­ρι σας».

Δί­νει το χέ­ρι του και ο για­τρός περ­νά­ει το γνω­στό λά­στι­χο, ψη­λα­φεί τη φλέ­βα και παίρ­νει τη βε­λό­να να την πε­ρά­σει. Τό­τε ο γέ­ρος αρ­χί­ζει να κου­νά το χέ­ρι του κι ο για­τρός του λέ­ει «μην κου­νά­τε το χέ­ρι σας».

«Δεν σου εί­πα… δεν θέ­λω βε­λό­νες».

Ο για­τρός τον πα­ρα­κα­λεί να το ακι­νη­το­ποι­ή­σει, εκεί­νος συ­νε­χί­ζει να το κου­νά και να επα­να­λαμ­βά­νει στε­ρε­ό­τυ­πα «δεν θέ­λω βε­λό­νες». Ο για­τρός κα­λεί σε βο­ή­θεια μια νο­ση­λεύ­τρια. Αυ­τή του πιά­νει το χέ­ρι και του λέ­ει προ­στα­κτι­κά «μην το κου­νάς». Η επι­χεί­ρη­ση στέ­φε­ται με επι­τυ­χία. Του λέ­νε «όταν τε­λειώ­σει ο ορός, θα σε πά­ρου­με». Αυ­τός κά­θε­ται ήσυ­χα και υπο­μο­νε­τι­κά.
Αρ­γό­τε­ρα κά­ποιος φω­νά­ζει από την αί­θου­σα της στε­φα­νιο­γρα­φί­ας: «Ο κύ­ριος Ζα­χα­ριά­δης, να πε­ρά­σει ο κύ­ριος Ζα­χα­ριά­δης». Ση­κώ­νε­ται ο γέ­ρος σέρ­νο­ντας τον ορό και σπεύ­δει. Τον βλέ­πει η νο­ση­λεύ­τρια και του λέ­ει «κά­τσε κά­τω εσύ. Ζα­χα­ριά­δη σε λέ­νε;»

 ____________________

 

Λάκης Δόλγερας - ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet

Δεν υπάρχουν σχόλια: