Από την ταράτσα του ξενοδοχείου Lutetia στο ναζιστοκρατούμενο Παρίσι
«Η άδεια να παίζουμε στη στέγη του Ξενοδοχείου εξακολουθούσε να ισχύει παρά τα γεγονότα. Δεν είχαμε πάντως μεγάλη όρεξη. Ας σημειωθεί ότι ήταν η δεύτερη Τετάρτη του Μαΐου του 1940. Ίσως η τελευταία Τετάρτη για κάποιους από εμάς. Κάπνισα ένα τσιγάρο βηματίζοντας στη στέγη, συνήθεια την οποία είχα πιθανότατα μόνο εγώ από όλο το προσωπικό. Εγώ, που δεν ξεμύτιζα από το Ξενοδοχείο, εγώ, που κουλουριαζόμουν με αγαλλίαση στις γωνιές του, εγώ, που στους χώρους του ένιωθα προστατευμένος από τη σύγχρονη βία και τη μοντέρνα βαρβαρότητα, μόλις έβγαινα στη στέγη, είχα την αίσθηση πως πήγαινα ταξίδι. Ήταν η στέγη του κόσμου μου. Θολές εικόνες μες στη βροχή ανασύρθηκαν συγκεχυμένες από τη μνήμη μου, οι φιγούρες δύο αντρών που διασταύρωναν τα σπαθιά τους για να υπερασπιστούν την τιμή τους.
Η τιμή… Μια λέξη που μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε μια άλλη, τη φρίκη.
Από κάθε πλευρά της τεράστιας αυτής πολυεπίπεδης ταράτσας είχες τη δυνατότητα να παρακολουθήσεις τους γείτονες. Οι πιο μακρινοί, στο μεγάλο κτίριο του μπουλβάρ Ρασπάιγ, κυκλοφορούσαν στο σαλόνι ή στην τραπεζαρία τους. Ο πλησιέστερος, που δεν ήταν άλλος από τον Δον Χοσέ, καθόταν στο παγκάκι του μικρού υπαίθριου χώρου του οποίου είχε την επικαρπία, με όλη του την προσοχή επικεντρωμένη στο σκύλο του που σήκωνε το ποδάρι. Υπήρχε όμως άλλος ένας άνθρωπος που μου κινούσε το ενδιαφέρον. Κοντός και γεροδεμένος, φαλακρός, με συρμάτινα στρογγυλά γυαλιά. Δεν έμενε στο Ξενοδοχείο, αλλά στους δύο τελευταίους ορόφους του κτιρίου στον αριθμό 17 της οδού ντε Σεβρ, στο ισόγειο του οποίου βρισκόταν η πισίνα της Lutetia.
Από την ταράτσα, τον παρακολουθούσα συχνά να κάθεται στο γραφείο του που έβλεπε σε μια από τις αυλές μας. Διάβαζε ή έγραφε. Πλήθος τα βιβλία, επισκέπτες που έμοιαζαν φοιτητές, χαρτιά παντού. Ίσως να ήταν καθηγητής. Το φως του έμενε αναμμένο μέχρι αργά τη νύχτα. Από περιέργεια, πήρα πληροφορίες για την ταυτότητά του. Πεδίο των ερευνών του ήταν η φεουδαρχική κοινωνία και οι θαυματουργοί βασιλιάδες, ενώ τα βιβλία του αποτελούσαν, όπως με διαβεβαίωσαν, έργα μεγάλου κύρους — το πιθανότερο όμως ήταν πως δεν θα τα διάβαζα ποτέ. Ήταν ιστορικός και ονομαζόταν Μαρκ Μπλοκ.»
* * *
Από το βιβλίο του Pier Assouline, Ξενοδοχείο Lutetia, μετάφραση: Σπύρος Παντελάκης, Πόλις 2006
Paris' Hotel Lutetia Is Haunted by History |
****************************
ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΜΑΡΚ ΜΠΛΟΚ;
Μαρκ Μπλοκ (6.7.1886-16.6.1944)
Από το «επάγγελμα του ιστορικού» στην Αντίσταση
της Ρίκας Μπενβενίστε
Στις 16 Ιουνίου του 1944, δέκα ημέρες μετά την Απόβαση στη Νορμανδία, δέκα εβδομάδες πριν από την απελευθέρωση του Παρισιού, τριάντα αντιστασιακοί, κρατούμενοι στη Λυών, οδηγούνται στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ανάμεσά τους ο πενηνταοκτάχρονος καθηγητής Μαρκ Μπλοκ.
Το όνομα του Μαρκ Μπλοκ είναι συνυφασμένο με τα Annales, το περιοδικό που ίδρυσαν από κοινού με τον Λυσιέν Φεβρ το 1929, και με μια σχολή ή έναν κύκλο ιστορικών που έδωσαν ώθηση στο ρεύμα που άλλαξε το επιστημολογικό παράδειγμα στην ιστοριογραφία, ανανεώνοντας εκ βάθρων τους τρόπους να σκεφτόμαστε το παρελθόν και να κάνουμε ιστορία. Υιοθετώντας με κριτικό τρόπο την οπτική και τις εξελίξεις που σημειώνονταν στις άλλες κοινωνικές επιστήμες οι ιστορικοί αυτοί αντιτάχθηκαν στην κυρίαρχη παραδοσιακή, θετικιστική ιστορία, διεύρυναν την αντίληψη για το τι συνιστά ιστορική πηγή. Όλα αυτά είναι αρκετά γνωστά, αξίζει όμως να θυμόμαστε πως o τρόπος να «κάνουμε ιστορία», που μας συνοδεύει σήμερα, αποτέλεσε κάποτε «μια μικρή διανοητική επανάσταση».
Ο Μαρκ Μπλοκ αναγνωρίζεται επίσης ως κορυφαίος ιστορικός του Μεσαίωνα. Τα μεγάλα βιβλία του για τους Θαυματουργούς βασιλιάδες (1924), για τα Πρωτότυπα χαρακτηριστικά της γαλλικής αγροτικής ιστορίας (1931) και για τη Φεουδαρχική κοινωνία (1939-40), αποτελούν μνημεία λογιοσύνης και πνευματικής τόλμης. Στις αναλύσεις του οι μεσαιωνικοί θεσμοί απέκτησαν σημασία ως εξουσίες που παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση του αγροτικού τοπίου και στο κοινωνικό γίγνεσθαι, οι σχέσεις εξάρτησης συνδέθηκαν με την υλική ζωή και τις οικονομικές συνθήκες, οι δοξασίες και οι νοοτροπίες διεκδίκησαν ρόλο στην ερμηνεία του παρελθόντος. Τα άρθρα του για τη μεσαιωνική ιστορία, αλλά και βιβλιοκριτικές, σημειώματα και εκατοντάδες επιστολές που συνέγραψε μαρτυρούν τις περιέργειες και το ταμπεραμέντο του ιστορικού.
Ωστόσο, σκοπός του παρόντος σημειώματος δεν είναι να μνημονεύσει τον μεγάλο ιστορικό, αλλά τον ενεργό διανοούμενο, τον στοχαστή-μαχητή. Παράλληλα με την πανεπιστημιακή του καριέρα στο Στρασβούργο και στο Παρίσι, παράλληλα με την οικογενειακή του ζωή, ο Μαρκ Μπλοκ έζησε, με όλη τη σημασία της λέξης, δηλαδή ποτέ ως απλός παρατηρητής, τις ιστορικές προκλήσεις της εποχής του και αποκρίθηκε σε αυτές.
Τα νιάτα του σημαδεύτηκαν από την υπόθεση Ντρέυφους. Όντας εβραϊκής καταγωγής συνειδητοποίησε σύντομα ότι η δικαίωση του Ντρέυφους συνιστούσε και δικαίωση της κριτικής μεθόδου που είχε τεθεί στην υπηρεσία της δικαιοσύνης και της αλήθειας, αλλά και ότι χωρίς τη δύναμη της πειθούς η κοινή γνώμη εύκολα συρόταν στις παγίδες του αντισημιτισμού.
Ο Μπλοκ γνώρισε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως στρατιώτης στα χαρακώματα και έζησε την εμπειρία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ως λοχαγός, ως θύμα των φυλετικών διώξεων και ως μέλος της Αντίστασης που διακινδύνευσε και εντέλει θυσίασε τη ζωή του. Η μέθοδος που υπερασπιζόταν στο επάγγελμά του, τον οδηγούσε να εκκινεί από τον παρόντα χρόνο για να σκέπτεται το παρελθόν. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι αποτέλεσαν το πεδίο μέσα στο οποίο επεξεργάστηκε τον στοχασμό του γύρω από την ιστορία.
Στον πρώτο πόλεμο παρατηρεί προσεκτικά και καταγράφει τη μαρτυρία του σε ημερολόγια, σημειώσεις και φωτογραφίες. Το δοκίμιό του για τις «ψευδείς ειδήσεις εν καιρώ πολέμου» γεννιέται από όσα παρατηρεί γύρω του στην απομόνωση των χαρακωμάτων. Το φαινόμενο των φημών, που άπτεται της κοινωνικής ψυχολογίας, ανακινεί ζητήματα μεθόδου για τον ιστορικό που ενδιαφέρεται να συλλάβει τις αιτίες που εξηγούν «παράδοξες» νοητικές στάσεις στο παρελθόν.
Το καλοκαίρι του 1940, η Γαλλία του Πεταίν συνθηκολογεί. Ο Μπλοκ αρχίζει τη συγγραφή της «Παράδοξης ήττας», που εκδόθηκε το 1946. Πρόκειται για ένα σημειωματάριο αναμνήσεων και στοχασμών, για την εν θερμώ αντίδραση ενός στρατιώτη διανοούμενου και πατριώτη που διερωτάται με τόλμη για τις αιτίες της γαλλικής καταστροφής. Αναγνωρίζει στη στρατιωτική ήττα και τη διανοητική ήττα των πολιτικών αρχηγών που επέδειξαν πνευματική νωθρότητα και δεν κατανόησαν τον νέο αυτό πόλεμο. Τον κατατρύχει η ιδέα του ιστορικού που καλείται να λογοδοτήσει. Παραδέχεται ότι ανήκει σε μια γενιά που κουρασμένη από τον πρώτο πόλεμο, δεν προέβλεψε τις αποτυχίες της διπλωματίας, τον ναζισμό και τον πόλεμο, αλλά προτίμησε να βρει καταφύγιο στη «δειλή ηρεμία των εργαστηρίων». Η γενιά αυτή έχει τα χέρια της βαμμένα στο αίμα, γράφει, και οι νεότεροι θα πρέπει να τη συγχωρέσουν.
Αυτός που πάντα διαχώριζε τη θέση του από το πρότυπο μιας εθνικής ιστορίας που αποσκοπεί στην εξύμνηση της πολιτισμικής κληρονομιάς, γράφει τώρα, κάπως σαρκαστικά: «Υπάρχουν δύο κατηγορίες Γάλλων που δεν θα καταλάβουν ποτέ την ιστορία της Γαλλίας: αυτοί που αρνούνται να ριγήσουν στην ανάμνηση της βασιλικής στέψης στη Ρενς και εκείνοι που διαβάζουν ασυγκίνητοι την αφήγηση της εορτής της 14ης Ιουλίου». Στο ίδιο πάντα δοκίμιο σημειώνει ότι δεν υπάρχει σωτηρία χωρίς κάποια θυσία ούτε εθνική ελευθερία που δεν έχει κατακτηθεί από μας τους ίδιους. Ο πόλεμος είναι φριχτός και ηλίθιος, λέει, αλλά καθήκον του πολίτη είναι να υπερασπιστεί τη χώρα του και να αντισταθεί στο ναζισμό.
Το 1940 γίνεται δεκτός να διδάξει στη Νέα Υόρκη, αλλά δεν κατορθώνει να αποκτήσει βίζα και λίγους μήνες αργότερα απαγορεύεται η έξοδος από τη χώρα. Για ένα διάστημα διδάσκει στο πανεπιστήμιο του Μονπελιέ στην Ελεύθερη Ζώνη. Όταν τίθεται το ζήτημα της συνέχισής ή μη της έκδοσης του περιοδικού κάτω από τις κατοχικές συνθήκες λογοκρισίας, ο Μπλοκ θεωρεί αρχικά ότι το εγχείρημα δεν είχε κανένα νόημα σε συνθήκες στέρησης της ελευθερίας, αλλά τελικά υποχωρεί. Το περιοδικό συνεχίζει να εκδίδεται με παραλλαγμένο τίτλο, χωρίς το όνομά του ως συνεκδότη και ο ίδιος υπογράφει τις συνεργασίες του με ψευδώνυμο.
Από το 1941 αφιερώνεται και στη συγγραφή των στοχασμών του γύρω από το επάγγελμα του ιστορικού, έργο που αφιερώνει στον Φεβρ ο οποίος και θα το εκδώσει το 1949 με τον τίτλο Aπολογία για την ιστορία. Δεν πρόκειται για θεωρητικό δοκίμιο, αλλά για τον στοχασμό ενός ανθρώπου του επαγγέλματος πάνω στη μέθοδο και τους κανόνες μιας ενασχόλησης με το παρελθόν που βρίσκεται πάντα σε διάλογο με το παρόν. Ο Μπλοκ παραδέχεται ότι μολονότι πολλές φορές είχε αφηγηθεί ιστορίες πολέμων και μαχών, δεν τις γνώριζε με την πλήρη σημασία της λέξης πριν νιώσει τη φρικαλέα ναυτία του περικυκλωμένου στρατεύματος, το συναίσθημα της ήττας, τη χαρά της νίκης το 1918. Περιμένει, λοιπόν, ελπίζοντας να νιώσει το άρωμά της νίκης ξανά, μόνο που το ξέρει ότι δεν θα είναι πια το ίδιο… Τον Μάρτιο του 1941 συντάσσει τη διαθήκη του στο Κλερμόν Φεράν. Ζητά κοσμική κηδεία, αλλά απέναντι στη λαίλαπα του αντισημιτισμού δηλώνει ευθαρσώς ότι γεννήθηκε Εβραίος.
Τον Νοέμβριο του 1942 οι Σύμμαχοι αποβιβάζονται στη Βόρεια Αφρική και η Βέρμαχτ εισβάλλει στην Ελεύθερη Ζώνη. Ο Μπλοκ επιλέγει να μην κρυφτεί. Από την άνοιξη του 1943 οργανώνεται στην Αντίσταση. Αλλάζοντας ψευδώνυμα συμμετέχει σε πολλαπλές δράσεις ανάμεσα στις οποίες η έκδοση του παράνομου τύπου στην περιοχή της Λυών. Ταξιδεύει αρκετές φορές στο Παρίσι για συσκέψεις της οργάνωσης και με την ευκαιρία παίρνει το ρίσκο να συναντήσει παλιούς φίλους. Όλα τα κείμενα που έγραψε στην παρανομία συγκλίνουν στον ίδιο σκοπό: στη νίκη της Γαλλίας και στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Τον Μάρτιο του 1944, η Γκεστάπο της Λυών εξαπολύει μια σειρά από συλλήψεις αντιστασιακών, ανάμεσά τους θα είναι και ο Μπλοκ ο οποίος πριν τουφεκιστεί υπόκειται σε σκληρά βασανιστήρια.
Στην Απολογία ο Μπλοκ διηγείται ένα χαριτωμένο επεισόδιο με τον διάσημο Βέλγο συνάδελφό του Ανρί Πιρέν. Σε ένα τους κοινό ταξίδι ο τελευταίος προτίμησε να επισκεφτεί ένα ολοκαίνουριο κτίριο αντί για «παλαιά πράγματα» που έλκουν τους παλαιοπώλες. «Είμαι ιστορικός, γι’ αυτό αγαπώ τη ζωή», του είπε. Όποιος μελετά τη ζωή και το έργο του Μ. Μπλοκ αντιλαμβάνεται ότι και αυτός αγαπούσε τη ζωή: τη μελέτη, τη συγγραφή, τους φοιτητές του, τους συνεργάτες του, την οικογένειά του, την ύπαιθρο, τη Γαλλία, την Ευρώπη, την ελευθερία. Ήταν μαχητής και είχε ζητήσει το μνήμα του να γράφει: dilexit veritatem*.
*= αγαπούσε την αλήθεια .
Η Ρίκα Μπενβενίστε διδάσκει ιστορία της μεσαιωνικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Τα έργα του Μαρκ Μπλοκ που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά είναι: Η φεουδαλική κοινωνία. Η διαμόρφωση των σχέσεων εξάρτησης, οι τάξεις και η διακυβέρνηση των ανθρώπων, μτφρ. Μπ. Λυκούδης, Κάλβος, Αθήνα 1987· Απολογία για την Ιστορία. Το επάγγελμα του ιστορικού, μτφρ. Και εισαγωγή Κ. Γαγανάκης, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1994· Ψευδείς ειδήσεις σε καιρό πολέμου. Σκέψεις ενός ιστορικού, μτφρ. Ά. Σπυράκου, Επέκεινα, Αθήνα 2014.
Από τα "Eνθέματα" της Αυγής , 21 Ιουνίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου