Τετάρτη, Μαρτίου 24, 2021

Είκοσι ένα + ένα βιβλία για το Εικοσιένα


Είκοσι ένα + ένα βιβλία για το Εικοσιένα, Νο 4



Απέχοντας μια ανάσα από την 25η Μαρτίου, σημαντικές καινούργιες μελέτες κάνουν την εμφάνισή τους, ελπίζοντας δικαίως ότι θα συγκεντρώσουν το ενδιαφέρον των έγκλειστων αναγνωστών. Όλα δείχνουν πως η έκδοση νέων τίτλων με αφορμή τη δισεκατονταετηρίδα θα συνεχιστεί μέσα στη χρονιά, καθώς οι σχεδιασμοί προσαρμόζονται στα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας και ήδη έτοιμα βιβλία μεταθέτουν την εμφάνισή τους σε ευθετότερο χρόνο. Συνεπώς, η συγκομιδή νέων εκδόσεων που ακολουθεί δεν θα είναι κι η τελευταία…

Gunnar Hering, Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία και ο φιλελληνισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε ένα γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας, που είχε ισχυρότατο αντίκτυπο στην Ευρώπη και την Αμερική, ξεσηκώνοντας κύματα συμπάθειας που ανάλογα δεν εκδηλώθηκαν προς κανέναν άλλο λαό που επιζητούσε την εθνική του χειραφέτηση. Οι λόγοι γι’ αυτήν την πρωτοφανή σε εύρος αλληλεγγύη προς τους επαναστατημένους Έλληνες είναι ευεξήγητοι: η εξοικείωση με τον πολιτισμό της ελληνικής αρχαιότητας, οι ιδέες του Διαφωτισμού, αλλά και η αυθόρμητη στήριξη προς έναν χριστιανικό λαό που εξεγέρθηκε εναντίον των αλλόπιστων δυναστών του ήταν τα προφανή κίνητρα. Ταυτόχρονα, ο ελληνικός αγώνας για ανεξαρτησία επηρέαζε τις γεωπολιτικές ισορροπίες και εντασσόταν στο διεθνές διπλωματικό παίγνιο της εποχής. Αυτό το ευρύ φάσμα εκδηλώσεων συμπαράστασης προς τους εξεγερμένους Έλληνες καλύπτει ο όρος «φιλελληνισμός». Η ανά χείρας μελέτη του γερμανού ιστορικού και ελληνιστή, αλλά και γνήσιου, εν τοις πράγμασι, φιλέλληνα, Gunnar Hering, που αποτέλεσε την κατακλείδα της επιστημονικής συνεισφοράς του (εκδόθηκε ως κεφάλαιο συλλογικού τόμου το 1994, λίγους μήνες πριν τον πρόωρο θάνατό του), αποτελεί μια γενική επισκόπηση της φιλελληνικής κίνησης στην Ευρώπη και την Αμερική. Με συνθετική προσέγγιση, κάτι που χαρακτηρίζει το σύνολο του ερευνητικού του έργου, ο Hering, ορίζοντας αρχικά τα ιστορικά συμφραζόμενα, επιχειρεί την απογραφή των στόχων και των ιδεολογικών θέσεων που συνδιαμόρφωσαν τη βάση του φιλελληνισμού, εξετάζει την οργάνωση και τις μορφές καθοδήγησής του, αναλύει τις κοινωνικές καταβολές όλων αυτών των ανθρώπων που στρατεύτηκαν στη φιλελληνική κίνηση και επισκοπεί τα ιστορικά, λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα που συνδέονται με τη φιλελληνική δράση. Στόχος του είναι να αναδείξει τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του κινήματος, ανασκευάζοντας μονοδιάστατες ερμηνείες, με χαρακτηριστικότερη εκείνη που το συνδέει με μια απλοϊκή αρχαιολατρία.

Βρες το εδώ

Γιάννης Μηλιός, 1821: Ιχνηλατώντας το έθνος, το κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα, Αλεξάνδρεια

Μια «έρευνα στο παρελθόν του παρόντος», όπως τη χαρακτηρίζει, μια αυστηρά μαρξιστική ανάλυση της διαμόρφωσης του ελληνικού έθνους και της οικοδόμησης του ελληνικού αστικού κράτους, αλλά και της κληρονομιάς της Επανάστασης και των ιδεολογικών της χρήσεων μέχρι σήμερα, διεξάγει ο μαρξιστής οικονομολόγος Γιάννης Μηλιός σε αυτή τη μελέτη του για την Επανάσταση του 1821. Αρχικά εξετάζει την αποτυχία της εξέγερσης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, διατυπώνοντας ερωτήματα σχετικά το ποια ήταν η Ελλάδα και τα όριά της την εποχή του Διαφωτισμού, θέτοντας ένα θεωρητικό πλαίσιο κατανόησης του έθνους, αλλά και αναλύοντας τις διαδικασίες που οδήγησαν ένα τμήμα των χριστιανών «Ρωμαίων» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην εθνική πολιτικοποίηση, δηλαδή στον μετασχηματισμό τους σε Έλληνες και στην απαίτηση για ένα ανεξάρτητο εθνικό κράτος. Στη συνέχεια, εξετάζεται η οικοδόμηση του ρεπουμπλικανικού συνταγματικού κράτους (1821-1827) και η αντικατάστασή του από τη «βοναπαρτική δικτατορία» του Καποδίστρια και την απόλυτη μοναρχία. Εδώ αναλύονται οι συνταγματικοί δημοκρατικοί θεσμοί, οι κοινωνικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις και οι εμφύλιοι πόλεμοι, η δυσμενής εξέλιξη του πολέμου μετά την αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, η de facto αναγνώριση του ελληνικού κράτους με τα εξωτερικά δάνεια και οι παρεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Ακόμη, παρουσιάζοντας τους βασικούς καπιταλιστικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, η Επανάσταση και το κράτος της εξετάζεται ως σημείο μη επιστροφής στη διαδικασία εμπέδωσης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Τέλος, τα τελευταία κεφάλαια της πραγμάτευσης αφιερώνονται στην κληρονομιά της Επανάστασης και στην εκβολή της στη Μεγάλη Ιδέα της «ελληνοποίησης» της Ανατολής, αλλά και στις ιδεολογικές χρήσεις της στη διάρκεια των δύο αιώνων ύπαρξης του ελληνικού κράτους, εξετάζοντας κριτικά μια σειρά από ερμηνείες για το ελληνικό έθνος και την Επανάσταση που κυριάρχησαν και κυριαρχούν στον δημόσιο λόγο της χώρας.

Βρες το εδώ

Αντώνης Λιάκος (επιμ.), 1821: Διακόσια χρόνια ιστορίας. Η δημοκρατική παράδοση, Θεμέλιο

Μιλώντας ή διαβάζοντας για την Ελληνική Επανάσταση, σπανίως συνειδητοποιούμε ότι η Ελλάδα είναι μία από τις λίγες χώρες που ιδρύθηκαν μέσα από τη φωτιά της επανάστασης –σε αυτό προσομοιάζει μάλλον στην εμπειρία των χωρών της αμερικανικής ηπείρου παρά σε εκείνη των ευρωπαϊκών. Αυτή η επανάσταση δημιούργησε έναν διαφορετικό τύπο πολιτείας από εκείνες που είχαν υπάρξει τους προηγούμενους αιώνες· μεταμόρφωσε έναν λαό σε έθνος, γέννησε πολίτες, δημιούργησε έναν καινούργιο κόσμο, ο οποίος επαγγελλόταν τη λαϊκότητα, την ισότητα, τη δημοκρατία. Η γενέθλια πράξη της νέας Ελλάδας ουδέποτε αμφισβητήθηκε, ούτε θεωρήθηκε πηγή παραμορφώσεων και δεινών, όπως συνέβη σε άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς, που επίσης διαμορφώθηκαν μέσα από επαναστάσεις. Τι σημαίνει αυτό για τη συνείδηση των πολιτών αλλά και για την πολιτική κουλτούρα; Με τα ερωτήματα αυτά καταπιάνονται τα 14+1 κείμενα για την Επανάσταση του 1821 και τις κληρονομιές της, που συγκεντρώνονται στον μικρό αυτό τόμο, εξετάζοντας, αφενός, την ίδια την Επανάσταση και τα προβλήματα που μας θέτει και, αφετέρου, τις δημοκρατικές της υποθήκες για το παρόν και το μέλλον. Ο τόμος ολοκληρώνεται με τον διάλογο των ιστορικών Αντώνη Λιάκου και Δημήτρη Αρβανιτάκη για την «γενέθλια» στιγμή της Επανάστασης, όταν η ίδια η Γαλλική Επανάσταση φτάνει στις ακτές του Ιονίου ανάβοντας πυρκαγιές. Τα κείμενα του τόμου, γραμμένα από έγκυρους ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες (Σία Αναγνωστοπούλου, Πολυμέρης Βόγλης, Νίκος Θεοτοκάς, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Χριστίνα Κουλούρη, Παντελής Κυπριανός, Αντώνης Λιάκος, Νίκος Μουζέλης, Αριστείδης Μπαλτάς, Πόπη Πολέμη, Μαρία Ρεπούση, Γιάννης Σταυρακάκης, Γιώργος Σωτηρέλης, Δημήτρης Χριστόπουλος), φιλοξενήθηκαν στην εφημερίδα Αυγή, στο πλαίσιο του αφιερώματός της στα 200 χρόνια της Επανάστασης.

Βρες το εδώ

Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Εσωτερικές έριδες και διενέξεις στα χρόνια του Αγώνα, Μεταίχμιο

Κάθε επανάσταση είναι ταυτόχρονα και εμφύλιος πόλεμος. Ως γνήσια επανάσταση, η ελληνική δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα. Δύο εμφύλιοι πόλεμοι αποτελούν την κορύφωση των εσωτερικών κοινωνικών κ.ά. ανταγωνισμών, που λίγο έλειψε να στοιχίσουν την ίδια την κατάληξη του Αγώνα. Το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της ενέργειας των επαναστατημένων ξοδεύτηκε στις μεταξύ τους διενέξεις δεν οφείλεται στο ότι «είμαστε οι εφευρέτες του καβγά», ούτε η «διχόνοια» αποτελεί αφ’ εαυτής κάποιο ερμηνευτικό εργαλείο. Οι λόγοι υπήρξαν πολλοί και οι ενδοελληνικές συγκρούσεις αναπόδραστες, όπως σημειώνει και ο συγγραφέας της συνοπτικής αυτής μελέτης, που εντάσσεται στη σειρά «200 χρόνια από την Επανάσταση: Τα καθοριστικά ζητήματα». Κοινωνικοί ανταγωνισμοί διαπερνούν την επαναστατική προσπάθεια ήδη από την περίοδο της δράσης της Φιλικής Εταιρείας. Σε αυτούς θα προστεθούν σύντομα, ειδικά μετά τις πρώτες επιτυχίες, οι τοπικές αντιπαλότητες, οι προσωπικές φιλοδοξίες, η διαφορετική στάση απέναντι σε έναν κόσμο που μεταβαλλόταν ραγδαία καθώς εισερχόταν στη νεωτερικότητα και βρισκόταν υποχρεωμένος να συνδιαλλαγεί με τους καινοφανείς μηχανισμούς του συγκεντρωτικού κράτους. Η ροή χρημάτων από το εξωτερικό δεν υπήρξε καθοριστικός παράγοντας, έδωσε όμως ξεχωριστή ένταση, μορφή και διάρκεια στις συγκρούσεις του 1823-1825, εξαγοράζοντας συνειδήσεις, αλλοιώνοντας συμπεριφορές, επιδαψιλεύοντας τίτλους και αξιώματα, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, τονίζοντας ότι αυτές θα συνεχιστούν τουλάχιστον μέχρι την έλευση του Όθωνα.

Βρες το εδώ

Βασιλική Λάζου, 1821: Γυναίκες και Επανάσταση, Διόπτρα

«Οι ιστορίες των γυναικών είναι σιωπηρές», σημειώνει στην εισαγωγή της μελέτης της η συγγραφέας. Η φωνή τους ελάχιστα ακούγεται –κι όταν ακούγεται, είναι διαμεσολαβημένη από τους άντρες που έγραψαν γι’ αυτές. Αν η παρατήρηση αυτή έχει μια γενικότερη ισχύ, στην περίπτωση των πολεμικών συγκρούσεων ισχύει ακόμη περισσότερο· τότε οι γυναίκες, μαζί με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, μεταβάλλονται στους αδύναμους κρίκους. Σε αυτά τα αχαρτογράφητα, πλην εξαιρέσεων, νερά επιχειρεί να πλοηγηθεί η ιστορικός Βασιλική Λάζου, αναζητώντας τα ίχνη των γυναικών και των διαδρομών τους κατά τη διάρκεια της μετάβασης από τον οθωμανικό κόσμο στο ελεύθερο ελληνικό κράτος. Μέσα από έναν μεγάλο όγκο κειμένων, γραμμένων από άντρες στη συντριπτική τους πλειονότητα, αφού τα τεκμήρια που άφησαν οι ίδιες οι γυναίκες είναι ελάχιστα, από περιηγητικές αφηγήσεις και απομνημονεύματα μέχρι δημόσια έγγραφα, υπομνήματα, εκκλήσεις, ανασύρει τις ανώνυμες πρωταγωνίστριές της πίσω από τόνους συντηρητικής εικονογραφίας ανδρικού ηρωισμού. Τις παρακολουθεί από τα προεπαναστατικά χρόνια, αλλά και στην προετοιμασία του Αγώνα, μέσα από την έντονη μορφωτική και πολιτιστική δράση που αναλαμβάνουν, στον απόηχο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, Φαναριώτισσες και γυναίκες της αναδυόμενης αστικής τάξης. Μέσα από μια ποικιλία πηγών διερευνά τη συμμετοχή τους στον Αγώνα, την επικουρική και ενίοτε την πολεμική τους δραστηριότητα, αλλά και τον ρόλο τους ως «λάφυρο», καθώς χριστιανές και μουσουλμάνες αντιμετωπίστηκαν ως λεία πολέμου προς εκμετάλλευση και εμπόρευμα για προσπορισμό κέρδους. Αλλά εξίσου μελετά κι εκείνες που με τις πράξεις τους βγήκαν από την αφάνεια, ξεπερνώντας τα κοινωνικά όρια του φύλου τους, όπως η Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους. Τέλος, με φόντο τις πρώτες προσπάθειες συγκρότησης του ελληνικού κράτους, θίγονται ζητήματα μέριμνας των χιλιάδων εξαθλιωμένων προσφύγων, των ηθικών αμοιβών και των συντάξεων για τις χήρες των αγωνιστών, της γυναικείας εκπαίδευσης και της απουσίας των γυναικών από την πολιτική ζωή και τα πολιτειακά κείμενα του Αγώνα.

Βρες το εδώ

Κυριάκος Χατζηκυριακίδης, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα: Η καπετάνισσα της Ελληνικής Επανάστασης, Μεταίχμιο

Στη γνωστότερη και δημοφιλέστερη γυναικεία φυσιογνωμία του Αγώνα αφιερώνεται η μελέτη αυτή, που επιχειρεί να συνθέσει μια συνοπτική βιογραφία της σπετσιώτισσας καπετάνισσας, μέσα από πρωτογενείς αρχειακές πηγές αλλά και την πλούσια βιβλιογραφία που της έχει αφιερωθεί. Στις σελίδες της παρουσιάζονται συνοπτικά οι Σπέτσες και η κοινωνία τους, η συμμετοχή των σπετσιωτών στα Ορλωφικά και η στάση τους την πεντηκονταετία που μεσολάβησε έως την Επανάσταση. Στη συνέχεια ο συγγραφέας εστιάζει στην ηρωίδα του, στους δύο γάμους από τους οποίους παρέμεινε χήρα, αλλά και την ανάληψη της ευθύνης για τα καράβια του Μπούμπουλη, του δεύτερου συζύγου της, από τον οποίο πήρε και το παρανόμι «Μπουμπουλίνα». Η μύηση στην Επανάσταση, η συμμετοχή της με πλοία και χρήματα στον αγώνα στη θάλασσα, αλλά και η παρουσία της στην πολιορκία και τη λαφυραγώγηση της Τριπολιτσάς στο πλευρό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη παρουσιάζονται εκτενώς, όπως και η δυσμένεια στην οποία θα περιπέσει λόγω της εξ αγχιστείας συγγένειάς της με τον Γέρο του Μοριά κατά τη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων και, τελικά, ο άδοξος θάνατός της. Η βιογράφηση της Μπουμπουλίνας ολοκληρώνεται με τις ιστοριογραφικές και μνημονικές αναπαραστάσεις της, αλλά και τη διαχείριση της μνήμης της από τη λογοτεχνία, το θέατρο κ.λπ. Ο τόμος εντάσσεται στη σειρά «200 χρόνια από την Επανάσταση: Οι πρωταγωνιστές», στην οποία έχουν ήδη κυκλοφορήσει και οι βιογραφίες του Ιωάννη Καποδίστρια (από τους Θάνο Βερέμη και Ιάκωβο Μιχαηλίδη) και του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (από τον Αθανάσιο Συροπλάκη).

Βρες το εδώ

Δημήτρης Κυρτάτας (επιμ.), Θεόφιλος Καΐρης, Το Ημερολόγιο του Ολύμπου, Gutenberg

Το ημερολόγιο που κράτησε ο ανδριώτης λόγιος και αγωνιστής Θεόφιλος Καΐρης, συμμετέχοντας στην πολεμική εκστρατεία των επαναστατημένων χριστιανών στον Όλυμπο, από τον Μάρτιο έως και τον Μάιο του 1822, στην οποία και τραυματίστηκε, αποτελεί το βασικό κείμενο που συγκροτεί τον μικρό αυτό τόμο που επιμελείται ο ανδριώτης καθηγητής αρχαίας ιστορίας Δημήτρης Κυρτάτας και εξέδωσε η Καΐρειος Βιβλιοθήκη, σε συνεργασία με τις εκδόσεις Gutenberg. Στο ημερολόγιο καταγράφονται σχεδόν καθημερινά οι μάχες, οι απώλειες, οι πορείες και οι συνθήκες διαβίωσης  κατά τη διάρκεια της εκστρατείας αυτής, που διοργανώνεται προκειμένου να υποστηριχθεί η επανάσταση που είχε ξεσπάσει τον Φεβρουάριο του 1822 στον Όλυμπο και τη Δυτική Μακεδονία. Ο τόμος συμπληρώνεται με το «Προτρεπτικό λογύδριο προς Κυδωνιάτες πρόσφυγες», προκειμένου να επιτύχει την ένταξή τους σε στρατιωτικό σώμα υπό την ηγεσία του, καθήκον που του ανατέθηκε από τη Διοίκηση μόλις επέστρεψε στην Πελοπόννησο. Επίσης, περιλαμβάνεται μία ακόμη επιστολή, προς τον νονό και θείο του Σωφρόνιο Καμπανάκη, καθώς και το ημερολόγιο που κράτησε είκοσι χρόνια αργότερα, το 1842, καθ’ οδόν προς την εξορία του στην Αγγλία, όπου οδηγήθηκε καταδικασμένος ως αιρετικός από την ελληνική πολιτεία και την Ιερά Σύνοδο, αλλά και από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τα κείμενα που περιλαμβάνονται στον τόμο προλογίζει η διαχειρίστρια του αρχείου της οικογένειας Καΐρη, Ειρήνη-Ευανθία Καΐρη-Γιαννουλοπούλου, ενώ στην εισαγωγή και στο επίμετρό του ο Δημήτρης Κυρτάτας εντάσσει τις ημερολογιακές καταγραφές στο ιστορικό και πνευματικό πλαίσιο της εποχής, παραθέτοντας και τα βασικά ιστορικά δεδομένα της σχετικά άγνωστης εκστρατείας στον Όλυμπο.

Βρες το εδώ

Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορία του τακτικού στρατού, 1821-1833, Ίδρυμα της Βουλής

Μια εκτενής «ιστορία των κατά την ελληνικήν επανάστασιν εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων ων συμμετέσχεν ο τακτικός στρατός από του 1821 μέχρι του 1833 μεταγραφείσα μετά πλείστων όσων ιστορικών γεγονότων», όπως διευκρινίζει ο υπότιτλος, αποτελεί το έργο του κωνσταντινουπολίτη Χρήστου Βυζάντιου (1804-1877). Σε ηλικία μόλις 19 ετών, ο συγγραφέας ήρθε στην επαναστατημένη Ελλάδα και πολέμησε στο Ναύπλιο, την Κάρυστο, το Χαϊδάρι, την Ακρόπολη, τη Χίο και αλλού ως μέλος του νεοσύστατου και ολιγάριθμου τακτικού στρατού, στον οποίο συμμετέχουν κυρίως νεήλυδες από διάφορα μέρη της Τουρκίας –αυτοί που μετά την ίδρυση κράτους θα αποκληθούν «ετερόχθονες». Στις σελίδες του καταγράφονται όχι μονάχα οι μάχες στις οποίες έλαβε μέρος το σώμα αυτό, αλλά και όλες οι προσπάθειες που κατέβαλαν ο Υψηλάντης και ο Μαυροκορδάτος για τη συγκρότηση και την ενδυνάμωσή του, ώστε να αποτελέσει έναν ενδεχόμενο αντίπαλο πόλο απέναντι στους οπλαρχηγούς, που αντιμετώπισαν απαξιωτικά το σώμα του τακτικού στρατού, το οποίο δεν θεωρούσαν «εθνικό», ακριβώς γιατί τα μέλη του ήταν «ετερόχθονες». Ο Βυζάντιος, από τη μεριά του, χωρίς να μειώνει τη συμβολή των ατάκτων στον Αγώνα, για τους οποίους θεωρεί ότι αποτελούσαν «ολόκληρον το έθνος μετασχηματισθέν εις στρατόν», πίστευε ακράδαντα ότι μόνον ένας «ωργανισμένος» στρατός θα μπορούσε να υπηρετήσει την εθνική ιδέα και την απελευθέρωση των «υποδεδουλωμένων λαών». Γι’ αυτήν πολέμησε κι ο ίδιος μετεπαναστατικά, παρά τη μεγάλη πλέον ηλικία του, συμμετέχοντας στις εξεγέρσεις κατά των Οθωμανών στη Θεσσαλία το 1854, στην Κρήτη το 1866 και στη Σερβία το 1877, όπου και βρήκε τον θάνατο από τις κακουχίες. Το έργο του εκδόθηκε αρχικά το 1837 και σε εκτενέστερη και αναθεωρημένη μορφή το 1874 και το 1901. Πρόκειται για μια σπάνια και πολύτιμη μαρτυρία για την Ελληνική Επανάσταση, η οποία επανεκδίδεται με επιμέλεια των ιστορικών Νίκου Θεοτοκά και Διονύση Τζάκη, στη σειρά «Κείμενα Μνήμης» του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.

Βρες το εδώ

Σπυρίδων Πλουμίδης, «Ο ήχος των εν Ύδρα»: Ο Πόρος κατά την Ελληνική Επανάσταση, Παπαδήμας

Στη σκιά των γειτονικών του ναυτικών νησιών, ιδίως της Ύδρας, με τα οποία απετέλεσε, στις αρχές του 19ου αιώνα, μια νησιωτική ομοσπονδία, ο Πόρος είναι περισσότερο γνωστός για την αντικαποδιστριακή εξέγερση του Μιαούλη και την καταστροφή της ναυαρχίδας του ελληνικού στόλου, το 1831. Η πορεία του Πόρου και της νησιωτικής μικροκοινωνίας των ναυτών και των καραβοκυραίων του κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα μπορεί να ήταν ο «ήχος» (δηλαδή ο αντίλαλος) όσων συνέβαιναν «εν Ύδρα», όπως έλεγε ο πρωθυπουργός του Καποδίστρια Νικόλαος Σπηλιάδης, όμως για τον ιστορικό αποτελεί μια γόνιμη σκοπιά τοπικής ιστορίας, μέσα από την οποία μπορεί να φωτίσει από διαφορετική γωνία τόσο την ιστορία των ναυτικών νησιών των ακτών της Πελοποννήσου όσο και, ευρύτερα, τη γενική ιστορία του Αγώνα. Αξιοποιώντας πηγές που πρόσφατα ήρθαν στο φως, όπως είναι το αρχείο του Κ. Δουζίνα, το οποίο αποτελεί τον μοναδικό κοινοτικό και νοταριακό κώδικα του νησιού της υπ’ όψιν περιόδου, ο συγγραφέας εξετάζει την επίδραση του τέλους των Ναπολεοντείων Πολέμων στην οικονομία των νησιών του Αιγαίου, συντασσόμενος με τη γνωστή ερμηνεία για την καθοριστική συμβολή της προκληθείσας οικονομικής κρίσης στο ξέσπασμα της Επανάστασης. Στην παρούσα μελέτη ο συγγραφέας, μετά την παρουσίαση του τόπου, της κοινοτικής αυτοδιοίκησής του και του πληθυσμού του, των εμπορικών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων του, εξετάζει τη συμμετοχή των Ποριωτών στον Αγώνα, με γνωστότερο όλων τον οπλαρχηγό Χριστόδουλο Μέξη. Στη συνέχεια, μελετά το νησί ως κέντρο περίθαλψης και διανομής της αμερικανικής ανθρωπιστικής βοήθειας προς τους επαναστατημένους Έλληνες (1827-1828), ενώ, τέλος, διερευνά την ιστορία του στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, ως χώρο που φιλοξένησε τόσο την πρεσβευτική διάσκεψη του 1828 όσο και την κατάληψη του ναυστάθμου από την αντιπολίτευση στον κυβερνήτη, το 1831.

Βρες το εδώ

[............................................]

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Είκοσι ένα + ένα βιβλία για το Εικοσιένα, Νο 4

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: