Ο ρόλος των γενεών στην πολιτική (Μέρος Δεύτερο)
Οι γενιές στην Ελλάδα των τελευταίων 100 χρόνων
Στην Ελλάδα, υπήρξε μια γενιά που πολεμούσε συνεχώς από τους Βαλκανικούς του 1912-13 μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, γεγονότα που διαμόρφωσαν τη γενεακή της ταυτότητα.
Η επόμενη γενιά είναι αυτή που διαμορφώθηκε στη ‘Β Ελληνική Δημοκρατία, σε μια χώρα διπλάσια από την προηγούμενη, με 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες, με καινοφανή οικονομικο-κοινωνικά προβλήματα, και συχνή εναλλαγή δημοκρατικών και δικτατορικών κυβερνήσεων στο πλαίσιο του Εθνικού Διχασμού μεταξύ Βενιζελικών και Βασιλικών, σε μια εποχή όπου το zeitgeist διαμόρφωνε η παρουσία μιας κομμουνιστικής και μιας φασιστικής διεθνούς. Η εμπειρία της κατοχής, της αντίστασης και του εμφυλίου ήταν κατακλυσμιαίες. Όπως σημειώνει ο Χαραλαμπίδης, η πικρία και η αγανάκτηση για τη συνθηκολόγηση με τον Άξονα, η έξαρση του πατριωτικού συναισθήματος, καθώς και η αναβάθμιση του ρόλου τους στο πλαίσιο των οικογενειακών προσπαθειών για επιβίωση, έσπρωξε πολλούς νέους να ενταχθούν στην εαμική αντίσταση. Η ένταξή τους αυτή, και ειδικά η συμμετοχή τους στην μαζική οργάνωση της ΕΠΟΝ, ήταν σημαντικό βήμα προς την κοινωνική τους χειραφέτηση (2010: 62-3, 74-5). Στοιχεία γενεακής αυτοσυνείδησης συνδεδεμένα με την εθνική αντίσταση επέδειξε και η «αστική» νεολαία της εποχής (δες Χατζηβασιλείου 2010: 138).
Η γενιά του ’60, με τη σειρά της, είναι και στα καθ’ ημάς η πιο πολυσυζητημένη γενιά, ίσως γιατί είναι η πολυπληθέστερη γενιά της Δύσης και κυριαρχούσε ακαδημαϊκά και πολιτικά, όταν επανήλθε η συζήτηση για τις γενεές, κατά τον 21ο αιώνα. Όπως στις εμπειρίες του πολέμου και της κατοχής το μεγαλύτερο μέρος των νέων ανθρώπων απάντησαν με αντίσταση και εισέπραξαν την εγκαθίδρυση μιας «καχεκτικής δημοκρατίας» που προέκυψε με το τέλος του αιματηρού εμφυλίου πολέμου, έτσι και η πλειοψηφία των νέων (κεντρώων και αριστερών) της δεκαετίας του ’60 επιδόθηκαν σε έντονους κινηματικούς αγώνες ενάντια στο μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς (Παπανικολόπουλος 2015) και εισέπραξαν την εγκαθίδρυση μιας στρατιωτικής δικτατορίας. Η συνεχής κινητοποίηση των νέων, και ειδικά των φοιτητών, για τον εκδημοκρατισμό, την ειρήνη, και το 15% στην παιδεία, προσέδωσε στα μέλη της την αίσθηση της γενιάς. Ομοίως, η εξίσου διάσημη «γενιά του Πολυτεχνείου» ξεχωρίζει από την προηγούμενη και από την επόμενη, καθώς μεγάλωσε σε συνθήκες δικτατορίας, την οποία και προσπάθησε να ανατρέψει, είτε μέσα από την ένοπλη δράση είτε μέσα από το φοιτητικό κίνημα (Δαφέρμος 2009) και την εξέγερση του Πολυτεχνείου (Χανδρινός 2019). Ο Κωστής Κορνέτης (2015) θεωρεί ότι «τα παιδιά της δικτατορίας» ξεχωρίζουν από την προηγούμενη γενιά επειδή κοινωνικοποιήθηκαν και σε διαφορετικό πολιτισμικό επίπεδο. Χάρη στην αίγλη που απέκτησε η εξέγερση του Πολυτεχνείου, στο οποίο συμμετείχαν βασικά 20ρηδες, η συγκεκριμένη γενιά απέκτησε και αυτή συνείδηση του εαυτού της. Η Μεταπολίτευση έχει τέτοια χρονική εγγύτητα με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου που δύσκολα θα μπορούσε να διαμορφώσει μια ξεχωριστή γενιά. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την ίδια γενιά του ’70 που πάλεψε για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Προτείνω να τοποθετήσουμε το χρονικό όριό της το ’81, όχι μόνο γιατί τότε εκπληρώνεται ο σκοπός αυτής της γενιάς, αλλά και γιατί έως τις αρχές της δεκαετίας του ’80 χάνει την ορμή του ο επαναστατικός αριστερισμός, ο οποίος είχε εμπνεύσει τους πρωταγωνιστές της γενιάς αυτής. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Δημήτρης Γλύστρας (2020), το γύρισμα της δεκαετίας συμπίπτει με το πέρασμα από το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό σε πιο χαλαρά οργανωτικά σχήματα, από την προσωπική στράτευση στην επανάσταση στο «προσωπικό που είναι πολιτικό», από το πολιτικό τραγούδι στο ροκ, από τις ταβέρνες στα μπαρ και τα πάρτυ. Τη δεκαετία του ’80 τον τόνο στο «χώρο» των κινημάτων έδινε όλο και πιο πολύ το ελευθεριακό ρεύμα, όπως φάνηκε από τα γεγονότα του Κάραβελ και ό,τι ακολούθησε τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά (βλ. Γιαννόπουλος 2019). Έπειτα, όπως σημειώνει ένας πρωταγωνιστής της εποχής, δίπλα στις ταυτότητες «μαοϊκός», «τροτσκιστής», «ρηγάς», «κνίτης», άρχισαν να εμφανίζονται αστικές ταυτότητες σχηματισμένες γύρω από νεανικές κουλτούρες, όπως το πανκ (Σούζας 2015: 239).
Οι μεταπολιτευτικές γενιές, ωστόσο, διαμορφώθηκαν μέσα στο πλαίσιο μιας σταθερής δημοκρατίας. Όμως, οι έφηβοι της Μεταπολίτευσης, οι έφηβοι της Αλλαγής, οι έφηβοι του εκσυγχρονισμού και, τέλος, οι έφηβοι της κρίσης παρουσιάζουν διαφορές ως προς την πολιτική τους κοινωνικοποίηση, κομμάτι της οποίας αποτελεί σίγουρα αυτό που ο Τεράιγ είχε εντοπίσει: οι προηγούμενες γενιές υπήρξαν το αποτέλεσμα μιας ενεργούς συμμετοχής στο γεγονός, ενώ οι νέοι του ’80 και του ’90 δεν γνώρισαν τις παγκόσμιες ανατροπές, παρά μόνο την τηλεοπτική σκηνοθεσία τους» (Μουσούρου 2005: 175). Όπως έχει δείξει η Παντελίδου-Μαλούτα (2012, 2015, 2019), οι έφηβοι της Μεταπολίτευσης, οι νέοι του ’80, υπήρξαν συμμετοχικοί και αριστερόστροφοι, σε αντίθεση με τους εφήβους της Αλλαγής, τους νέους του ’90, που ήταν πιο ατομοκεντρικοί και δεξιόστροφοι (μην ξεχνάμε ότι η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 κυριάρχησε στα πανεπιστήμια), και σε αντίθεση με τους εφήβους του εκσυγχρονισμού, τους νέους της δεκαετίας του ’00, που απαξίωναν την πολιτική και είχαν τάση προς την ιδιώτευση. Στα χρόνια του εκσυγχρονισμού μειώθηκε το πολιτικό ενδιαφέρον και η συμμετοχή, περιορίστηκε η κομματική ταύτιση και η αριστερή ταυτότητα, και συντηρητικοποιήθηκε η ελληνική κοινωνία (στο ίδιο).
Στα χρόνια της κρίσης, αντιθέτως, η επιβολή των μνημονίων, η φτώχεια, η ανεργία, και τα πλήγματα στη δημοκρατία, υπήρξαν καθοριστικές διαμορφωτικές εμπειρίες για τους νέους που έδειξαν τάσεις επιστροφής στην πολιτική, πρώτα στη συλλογική δράση (Δεκέμβρης ’08, κίνημα των πλατειών) και κατόπιν στην εκλογική πολιτική (υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ, υπερψήφιση του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015) (στο ίδιο). Στην έρευνα για την ελληνική νεολαία που δημοσίευσε το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, το 2020, αποτυπώνεται ένα υψηλό ενδιαφέρον για την πολιτική (82%), μια στροφή προς την Αριστερά, μια υψηλή σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο αίσθηση εγγύτητας με τα κόμματα, αν και η κρίση αντιπροσώπευσης δεν έχει υποχωρήσει καθόλου.
Σύγκρουση και συνεργασία γενεών
Ο Τουρκένιεφ παρουσίασε στο Πατέρες και γιοί τη σύγκρουση μεταξύ των γενεών ως αναπόφευκτη, ενώ περίπου έναν αιώνα αργότερα ο Ορτέγκα υ Γκασσέτ ισχυρίστηκε ότι η σύγκρουση αυτή αφορά κυρίως ιδέες και αντιλήψεις και συντελείται μεταξύ μιας φερέλπιδος γενιάς που μόλις έχει ενηλικιωθεί και της προηγούμενης γενιάς που είναι κυρίαρχη στην κοινωνία (Ματθιόπουλος 2019: 131). Ανεξάρτητα από την αλήθεια των παραπάνω λόγων, είναι σίγουρο ότι το αίσθημα του συνανήκειν σε μια γενιά τρέφεται από τις κοινές αναμνήσεις αμφισβήτησης των πρεσβυτέρων, του κόσμου των μεγάλων, τους κανόνες και τις πειθαρχίες του οποίου αρνήθηκαν να υπακούσουν (στο ίδιο: 29). Ο Μαντρέ θεωρούσε ότι «η ομόψυχη αντίσταση των νέων έναντι των δογμάτων που τους διδάσκονται» συνιστά μείζον γνώρισμα μιας γενιάς, ενώ ο Γουστάβ Λε Μπον ισχυριζόταν ότι η αντίσταση στις κατεστημένες ιδέες γίνεται μέσω της υιοθέτησης αντιρρητικών νέων ιδεών εκ μέρους των νέων (στο ίδιο: 71-2, 124). Γίνεται σαφές, λοιπόν, ότι η σύγκρουση γενεών έχει ως αντικείμενο την ίδια τη συγκρότηση της ταυτότητας και του προσανατολισμού των νέων, γι αυτό και κατά βάση διεξάγεται εντός των θεσμών κοινωνικοποίησης και πολιτικοποίησης των νέων (Χαραλάμπους 2001). Οι νέοι υφίστανται την εκπαίδευση των μεγαλυτέρων και αντιστέκονται δια του μαθητικού και φοιτητικού κινήματος, ενώ από την περίοδο που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν (17 χρονών σήμερα στην Ελλάδα) μέχρι την περίοδο που ουσιαστικά αρχίζουν να απολαμβάνουν το δικαίωμα του εκλέγεσθαι (μετά τα 30) νοιώθουν ότι δεν συμμετέχουν εξίσου στις αποφάσεις που τους αφορούν και γι αυτό αντιδρούν κυρίως μέσω εξωθεσμικής κινηματικής δράσης.
Το χάσμα των γενεών, βέβαια, που γίνεται κατανοητό ως διάσταση αξιών μεταξύ των γενεών (Gangrade 1970: 925), πρέπει να διακρίνεται από τη γενεαλογική σύγκρουση (Λαμπίρη-Δημάκη 1991), καθώς το ένα δεν συνεπάγεται το άλλο κατά τον τρόπο που μια δημογραφική ή κοινωνιολογική γενιά δεν συνιστά υποχρεωτικά μια πολιτική γενιά. Άλλωστε, όπως σημειώνει ο Mannheim (1972:180), «δεν εκπαιδεύει μόνο ο δάσκαλος το μαθητή του, αλλά και ο μαθητής το δάσκαλό του». Στο πλαίσιο αυτό, η διαγενεακή συνέχεια παρουσιάζεται εξίσου συχνά με τη διαγενεακή τομή (Demartini 1985: 13-4) και η διαγενεακή συνεργασία, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, μπορεί να συνυπάρχει με τη σύγκρουση γενεών. Η διαγενεακή σύγκρουση, ωστόσο, είναι συχνή σε κοινωνίες που εκσυγχρονίζονται γρήγορα και υφίστανται γρήγορες πολιτικές, οικονομικές, και πολιτιστικές αλλαγές (Roucek 1967: 96, Nikolayenko 2007: 184), όπως άλλωστε συνέβη και στην ελληνική περίπτωση. Αστυφιλία και τεχνολογική εξέλιξη αποδυναμώνουν την εξουσία των μεγάλων (Μουσούρου 2005: 159). Οι νέοι διαφεύγουν από την εξουσία των γονέων, συγκεντρώνονται στις πόλεις, και διεκδικούν το μετασχηματισμό των κοινωνικών συστημάτων, ενώ η διάδοση νέων τεχνολογιών αλλάζει το συσχετισμό δύναμης υπέρ της νέας γενιάς, καθώς «τα γέρικα σκυλιά δεν μαθαίνουν νέα κόλπα».
Μια τέτοια συνθήκη υπήρξε αναμφίβολα κατά τη μεταπολεμική περίοδο, όπου όσον αφορά το προνομιακό πεδίο εμφάνισης της διαγενεακής σύγκρουσης, τα πανεπιστήμια, απλώθηκε και στις δύο πλευρές του «σιδηρού παραπετάσματος» (Roucek 1967: 93). «Οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές των γεγονότων είδαν τον εαυτό τους υπό την οπτική των γενεών» (Siegfried 2010: 77), ενώ αμέσως προτάθηκε να αναλυθεί το φαινόμενο του φοιτητικού ριζοσπαστισμού υπό το πρίσμα της σύγκρουσης των γενεών (Wilson 1969, Feuer 1972), αν και, θα λέγαμε, ότι οι μελετητές που το εισηγήθηκαν επανέλαβαν μερικά από τα πιο αγαπητά ερμηνευτικά στερεότυπα των πρεσβυτέρων δεξιάς απόκλισης, και άρα συμμετείχαν και οι ίδιοι σε αυτή τη σύγκρουση γενεών (στο ίδιο, Hitchcock 1972). Το χάσμα των γενεών ήταν τόσο που ο Rubin, γνωστός Αμερικανός ακτιβιστής της περιόδου στις ΗΠΑ, θεωρούσε ότι η γενιά του πολέμου και των στερήσεων δεν είχε να διδάξει τίποτα στη γενιά των σούπερ μάρκετ, της τηλεόρασης, του ροκ, της ψυχεδέλειας, και των αντάρτικων πολέμων (Siegfried 2010: 92-3). Ομοίως, ο Grunbaum, Δανός provo, θεωρούσε ότι η νεολαία του ’60, πιο μορφωμένη και πιο γλωσσομαθής από την προηγούμενη γενιά, ήταν η μοναδική μεγάλη κοινωνική ομάδα που μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον πλούτο και τη σύγχρονη ζωή με φυσικό τρόπο (στο ίδιο: 99). Η διαφορά ισχύος μεταξύ των γενεών σε μια σειρά από πεδία (σχολική εκπαίδευση, διαδικασίες πολιτικής απόφασης, στρατιωτική θητεία, και οικονομικές ευκαιρίες) δημιουργούσε μια βαθιά «σύγκρουση συμφερόντων» (Friedenberg 1969). Οι σπουδαστές κατηγορούσαν τη γενιά των γονιών τους για υποκρισία και συμβιβασμό, όχι παρ’ όλο αλλά ακριβώς επειδή τις περισσότερες φορές ήταν δημοκράτες ή αριστεροί, ενώ δεν έλειπε και η κριτική των παλαιών αριστερών για τη συμπεριφορά και τις ιδέες των νέων αριστερών (Lipset 1966: 363, 365, 369).
Όμως, παρ’ όλες τις εκκλήσεις ορισμένων ακτιβιστών για «πόλεμο γενεών» (Feuer 1972: 176), η αντίθεση μεταξύ φοιτητών από τη μια και πανεπιστημιακών αρχών και αστυνομίας από την άλλη δεν γενικεύθηκε (Marwick 2010: 54). Οι σχέσεις μεταξύ των γενεών ήταν πιο ισορροπημένες από όσο πρόδιδε η συγκρουσιακή ρητορική (Siegfried 2010: 89-91), ενώ και οι ίδιοι οι γονείς μετατοπίζονταν προς πιο φιλελεύθερες θέσεις (Gangrade 1970). Άλλωστε, η γενικευμένη καταπίεση και η αστυνομική βία προκάλεσαν πολλές φορές κατανόηση και υποστήριξη των γονιών και πολλών ενηλίκων προς τα παιδιά τους (Marwick 2010: 72-5). Για να μην αναφέρουμε, φυσικά, και τις σημαντικές διαφορές εντός της ίδιας της γενιάς του ’68 ως προς τις πολιτικές της πεποιθήσεις, γεγονός που σχετικοποιεί έτι περαιτέρω την εικόνα της σύγκρουσης (Lamare 1975).
Η σύγκρουση των γενεών, λοιπόν, δύναται να παρεισφρέει στην πολιτική με πολλούς τρόπους. Κατά την πρώτη περίοδο του 21ου αιώνα έχει διαμορφωθεί μια «εμπόλεμη» κατάσταση μεταξύ των γενεών όσον αφορά τις διεκδικήσεις νέων και ηλικιωμένων σχετικά με τις κοινωνικές παροχές του κοινωνικού κράτους (Μουσούρου 2005: 163), ενώ φαίνεται πως η γενεακή ψήφος μπορεί να κρίνει το αποτέλεσμα σε ιστορικής σημασίας εκλογικές αναμετρήσεις, αν λάβουμε υπόψη μας τις εκλογές του 2015 στην Ελλάδα, όπου οι νέοι υπερψήφισαν το ΣΥΡΙΖΑ και οι συνταξιούχοι τη ΝΔ (Μαλούτα 2012, 2015, 2019).
Όσον αφορά δε την κινηματική πολιτική σπεύδω να αναφέρω τρεις τρόπους σύμφυσης της διαγενεακής σύγκρουσης με την πολιτική σύγκρουση. Ο πρώτος αφορά το πέρασμα των εφήβων στο πανεπιστήμιο, κατά τη διάρκεια του οποίου πολιτικοποιείται η αντίθεση με τους γονείς και με τους δασκάλους και η διάθεση για προσωπικές ρήξεις. Στο πλαίσιο αυτό το πέρασμα από την πάλη των γενεών στη ριζοσπαστική πολιτική μπορεί να γίνει αντιληπτό μέσα από το γνωστό σύνθημα του φεμινιστικού κινήματος, που στην ουσία ήταν αίτημα όλων των νέων της μεταπολεμικής εποχής: το προσωπικό είναι και πολιτικό. Η γενιά της Μεταπολίτευσης αποτελεί ένα καλό παράδειγμα ως προς αυτό. Όπως αναφέρει ο Δημήτρης Γλύστρας, «άτομα που εντάχθηκαν σε οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και τα οποία ήταν 15-20 ετών το 1974 και λίγο μετά, είχαν την αίσθηση πως η εξέγερση του Πολυτεχνείου και η Μεταπολίτευση αποτέλεσαν παράλληλα με την πολιτική και μια δική τους προσωπική ρήξη», που στόχευε στο ν’ αποσείσει τη γονεϊκή επιτήρηση και τη σχολική πειθάρχηση, τη στιγμή που η ένταξή τους σε μια οργάνωση της Άκρας Αριστεράς υποδήλωνε το δικαίωμά τους στην προσωπική ολοκλήρωση και στην επιλογή της πολιτικής ταυτότητας (Γλύστρας 2020: 105, 108, 110, 120-1, 175, 316).
Ο δεύτερος αφορά τις σχέσεις μεταξύ ηγεσίας οργανώσεων ή κομμάτων, την οποία μονοπωλούν τις περισσότερες φορές μεσόκοποι ή και ηλικιωμένοι, και νεανικής βάσης ή κομματικής νεολαίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις η σύγκρουση των γενεών λαμβάνει τη μορφή σύγκρουσης μεταξύ ριζοσπαστών και μετριοπαθών. Θα μπορούσε, βέβαια, να υποστηριχθεί ότι εν προκειμένω η γενιά είναι εξαρτημένη μεταβλητή. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί πειστικά, μιας και οι νέοι ανέκαθεν υπεραντιπροσωπεύονται στην πλευρά των ριζοσπαστών. Ήδη έχει αναφερθεί η γενεακή πτυχή της σύγκρουσης στο εσωτερικό του μεσοπολεμικού ΚΚΕ. Τέτοιες πτυχές είχε τόσο η δημιουργία των οργανώσεων της ελληνικής Νέας Αριστεράς από νέους διαφωνούντες με την πολιτική της ΕΔΑ και της Νεολαίας της (Παπαθανασίου 2008, Παπανικολόπουλος 2015) όσο και η δημιουργία της Β Πανελλαδικής ύστερα από την αποχώρηση σύσσωμης της Νεολαίας του ΚΚΕ Εσωτερικού ή η δημιουργία του ΝΑΡ ύστερα από την αποχώρηση του μεγαλύτερου μέρους της ΚΝΕ από το ΚΚΕ. Ομοίως, οι μικρογενιές στο εσωτερικό του αμερικανικού φεμινιστικού κινήματος της δεκαετίας του ’70 και του ’80 υποστήριζαν συχνά διαφορετικές θέσεις στις εσωτερικές συζητήσεις, γεγονός που προκάλεσε αποχωρήσεις (Whittier 1997: 770), ενώ οι προοδευτικοί νέοι Αδελφοί Μουσουλμάνοι μετά την επανάσταση του 2011 αποσχίστηκαν από το κόμμα τους για να ιδρύσουν νέα κόμματα μαζί με κοσμικούς ομοϊδεάτες τους (Nevens 2012: 47).
Ο τρίτος αφορά την αφετηριακή απαρέσκεια των νέων για τις οργανώσεις στις οποίες κυριαρχούν μεγαλύτερες ηλικίες, οι οποίες θεωρούν ότι δεν αντιλαμβάνονται τα ζητήματά τους όπως το κάνουν οι ίδιοι/ες, που έχει ως αποτέλεσμα συχνά να δημιουργούν τις δικές τους οργανώσεις, οι οποίες λειτουργούν πιο οριζόντια και πιο διαδικτυακά και προτιμούν τις δημιουργικές άμεσες δράσεις (Earl et al. 2017: 4). Τέτοια παραδείγματα μας δίνουν ο σύγχρονος μαχητικός φεμινισμός και οι ΛΟΑΤΚΙ ομάδες, καθώς και τα σωματεία επισφαλών εργαζομένων που δεν εμπιστεύονται τα καθιερωμένα συνδικάτα. Άλλωστε, η πολιτική κοινωνικοποίηση των νέων είναι πλέον κάτι που γενικά οι νέοι αναλαμβάνουν από μόνοι τους, ενώ δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που (επανα)πολιτικοποιούν και τους γονείς τους (στο ίδιο: 3). Αυτό το φαινόμενο έγινε εμφανές σε μαζική κλίμακα στη διάρκεια του «κινήματος των πλατειών».
Βέβαια, όσο συχνή και αν είναι η ένταση μεταξύ νέων και πρεσβύτερων εντός των κινημάτων και των κινηματικών οργανώσεων, είναι σίγουρο πως πολλά επιτυχημένα μαζικά κινήματα στηρίχθηκαν στη διαγενεακή συνεργασία, τουτέστιν στο συνδυασμό των αρετών των διαφορετικών γενεών, τις καινοτομίες, το θάρρος και τη συναισθηματική εμπλοκή των νέων και την εμπειρία, το κοινωνικό κεφάλαιο και τις προσβάσεις σε πόρους των μεγαλυτέρων (Johnston 2012).
Ο ρόλος των γενεών στην πολιτική (Μέρος Πρώτο) | Αυγή - Avgi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου