Το τζαμί
Ένα διήγημα του Μάρκου Μέσκου*
6-8 λεπτά
Ο Γενί Μαχαλάς, το ακριβές σημείο Χουνικάρ*, η γειτονιά μας, είχε δυο τούρκικα τζαμιά. Το ένα κοντά μας δίπλα στο μεγάλο πλατάνι, εγκαταλειμμένο το χτίσμα, κάποια τουρμπίνα φωτός φιλοξενούσε χρόνια και τα λελέκια που κροτάλιζαν καλοκαίρι καιρό στη φωλιά τους, κορφή κορφή. Το άλλο το ασύγκριτα μεγαλύτερο, πλάι στο σκολειό μας, μεγάλη πόρτα με χοντρά καρφιά, σιδερένια κάγκελα στα παράθυρά του, τα στρογγυλά κεραμίδια των θόλων του στη στέγη, ο μιναρές και μεις πότε πότε μουεζίνηδες νεαροί στην κορυφή του στριφογυρίζαμε κει πάνω, -ψηλό το κατάρτι-, τα Βοδενά πλάκα από κάτω μας, μια κοκκινούπολη το χειμώνα, από τις «μπούτσκες»[1] ο καπνός κι ένα γύρο τα βουνά σιωπηλά, αμίλητα.
Το τζαμί τώρα είναι Μουσείο (και αποθήκη αργότερα, με τ’ άλευρα της UNRA).
Φυσικό λοιπόν ήταν εδώ ν’ ανθίζει το παιχνίδι. Το τζαμί: Ένας κύκλος στο χώμα και στο κέντρο του μια πέτρα, ίσια, για βάση, εκείνη πρώτα. Πάνω της κεραμίδες μικρές, κάπου δεκαπέντε, η μια πάνω στην άλλη, ισορροπούσαν στο τέλος, γραμμή από δω γραμμή από κει του κύκλου, δυο οι ομάδες, η κάθε μια τρεις τέσσερις νομάτοι, έριχνε η πρώτη το λαστιχένιο τόπι πάνω στο τζαμί, αν αστοχούσε η άλλη χτυπούσε, γκρέμιζε το τζαμί, έπρεπε να σκορπίσει η ομάδα τα σαΐνια της, η άλλη να πιάσει την μπάλα και να προσπαθήσει να πετύχει κάποιον της προηγούμενης –τότε το παιχνίδι απ’ την αρχή. Εφόσον δεν πετύχαινε η μπάλα τον ζωντανό της στόχο, έτρεχε η άλλη ομάδα μάνι μάνι στον κύκλο να στήσει το τζαμί, πανδαιμόνιο, η μπάλα που ξεστράτισε πάλι πίσω, μήπως και πετύχει κάποιον αντίπαλο κι αν όχι, η μπάλα έπαιρνε άλλην κατεύθυνση, ο χρόνος υπήρχε για την παλινόρθωση των κεραμιδιών και στο τελευταίο επάνω:
– τζαμίιιι!
Έπαυε τότε το κυνηγητό με τ’ ολοστρόγγυλο τόπι και πάλι από την αρχή το γκρουπ που έστησε το τζαμί.
Φασαριόζικο παιχνίδι, ευκίνητο, γέλια γεμάτο, χαρές, τσιρίγματα. Ξεσήκωνε τη γειτονιά στο πόδι και δεν έμοιαζε με κείνο το βάρβαρο «τρεις τα πουτς»[2] ή τη «γουρούνα»[3] που βοσκούσε, μακριά από τον κύκλο, με τη μορφή του μπίκου[4] ενώ οι «μασταγκάρκες[5]» χωμένες στη φωλιά τους καρτερούσαν να την ξαναστείλουν μακριά, χτυπώντας το κουτί, για βοσκή πάλι.
Το τζαμί ήταν το μοναδικό μας παιχνίδι που επιτρέπαμε να μπει κορίτσι, μεγάλο το χατίρι της!
Μα θα ’ταν, σίγουρα, κάποιο μικρό που θα ’τρεχε πιο γρήγορα απ’ όλους μας για να μαζεύει το τόπι. Πώς να πάρεις κοντά σου κορίτσια, όταν λίγο μετά το παιχνίδι θα κατεβαίναμε στου Ζήση το μύλο και την «Ατζόλκα», ανέβαιναν αργά αργά τα βόδια με τα κάρα φορτωμένα καρπούζια και πεπόνια από τον κόμπο, ποιος λογάριαζε τη βουκέντρα τότε, πάνω στο ξύλο που εξείχε πίσω σκαρφαλωμένοι, ένα δυο καρπούζια ήταν δικά μας καθώς μπαίναμε στην πόλη, τώρα σοβαροί, παίρναμε και καβαλίκα! Πώς να πεις τα μυστικά σου στα κορίτσια;
Ήθελε πολύ να γίνεις ρεζίλι;
[1] παραγώνι, θέση των παππούδων στο τζάκι
[2] χειμωνιάτικο λασπερό παιχνίδι με κοτρόνες
[3] παιχνίδι, βάρβαρο παιδικό «γκολφ»
[4] άδειο τενεκεδένιο κουτί
[5] μαγκούρα, μακρύ ξύλο που βοηθούσε στο φόρτωμα των ζώων
*Μάρκος Μέσκος, παιχνίδια στον παράδεισο, Θεσσαλονίκη 1990, 2η εκδ.
τζαμί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου