Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998) - Βικιπαίδεια
Μ. Μαρκίδης: "Ο Κονδύλης κι εμείς: οι δρόμοι που πήραμε"
Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998) - Βικιπαίδεια
Σπύρος Κουτρούλης: "Ο Π.Κονδύλης, ο νέος ελληνισμός και το εθνικό ζήτημα "
Εκδήλωση στην Πάτρα για τον Π. Κονδύλη (4.2.12)
Ομιλητές: Σπύρος Κουτρούλης και Στράτος Μεϊντανόπουλος ..
Ο Ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ Νίκος Τερζής και ο συγγραφέας Γιώργος Καραμπελιάς, συζητούν για τον πρόωρα χαμένο φιλόσοφο Παναγιώτη Κονδύλη στην εκπομπή "Τομές στην Επικαιρότητα" της Δημοτικής Τηλεόρασης Θεσσαλονίκης TV-100. Την εκπομπή παρουσιάζει ο Παντελής Σαββίδης. Η βιβλιοθήκη του Παναγιώτη Κονδύλη βρίσκεται ολόκληρη στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ύστερα απο προσπάθειες του ομότιμου, επίσης, καθηγητή Καϊση
Παν. Κονδύλης: [ Εθνικισμός ανάμεσα σε ριζοσπαστικοποιημένη παράδοση και μαζικοδημοκρατικό εκσυγχρονισμό]
Απόσπασμα από το βιβλίο Παναγιώτης Κονδύλης. Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο. Εκδ. Ποντίκι. Αθήνα. Σελ. 83-102.
Οι ρωμαλέοι και μαχητικοί εθνικισμοί που ξεπετάχτηκαν από τα ερείπια της σοβιετικής αυτοκρατορίας προκάλεσαν σε πολλούς στη Δύση απορία και αμηχανία. Η μακρά εμβριθής απασχόληση με τη μαζική κατανάλωση και η αντίστοιχη εκλέπτυνση των ηθών και των ψυχών διαμόρφωσαν βαθμηδόν εδώ μιαν άλλη αντίληψη για τον προορισμό του ανθρώπου επί της γης, έτσι ώστε δεν μπορούσε πιά κανείς να καλοκαταλάβει πως είναι δυνατό πολιτισμένα όντα να ενθουσιάζονται για κάτι τόσο πρωτόγονο όσο το έθνος. Σ’ αυτό προστέθηκε κι ένα αίσθημα αόριστης και εν μέρει ανεξομολόγητης ανησυχίας, γιατί μπροστά σε μια τέτοια έκρηξη παθών, τα οποία από καιρό θεωρούνταν ξεπερασμένα, αναγκαστικά γεννήθηκαν αμφιβολίες ως προς το κοινό μάλλον, δηλ. ανέκυψε το ερώτημα μήπως οι δυτικές, και μάλιστα οι δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες θα μπορούσαν κι αυτές να υποτροπιάσουν.
Ωστόσο η ψυχολογικά ευεξήγητη προσήλωση στο παρελθόν υποβάλλει εσφαλμένες κρίσεις για τον χαρακτήρα του εθνικισμού στο παρόν. Η ερμηνεία του εθνικισμού ως μιας εισβολής του παρελθόντος στο παρόν συνδέεται πάλι συχνότατα με αντιλήψεις αντλούμενες από την ανθρωπολογία και τη φιλοσοφία της ιστορίας, οι οποίες ανάγουν την επίμονη επιβίωση του εθνικιστικού φρονήματος στην ανεκρίζωτη ανάγκη του ανθρώπου για ψυχικούς και ουσιακούς δεσμούς και για την αντίστοιχη ταυτότητα, ήτοι θεωρούν τον εθνικισμό ως φυσική και αναμενόμενη εξέγερση ενάντια στην ορθολογικότητα του εκτεχνικευμένου κόσμου και συνάμα ενάντια στη χρησιμοθηρική ορθολογικότητα του κράτους δικαίου. Άσχετα όμως από το αν κανείς συμμερίζεται και χαιρετίζει ή φοβάται και καταδικάζει την εξέγερση αυτή, για την ανάλυση της σημερινής συγκεκριμένης κατάστασης, καθώς ήδη τονίσαμε στην αρχή του προηγούμενου κεφαλαίου, ελάχιστα πράγματα κερδίζουμε, εφ’ όσον δεν εξειδικεύουμε τις ιστορικές σταθερές ή τα μακρόβια ιστορικά μεγέθη. «Ανορθολογικές» ή «ψυχικές» ανάγκες δρουν διαφορετικά σε κάθε κατάσταση και σε κάθε εποχή, γι’ αυτό και δεν είναι δυνατό ν’ αποτιμηθούν νηφάλια ως ιστορικοί και κοινωνικοί παράγοντες αν δεν τίθεται κάθε φορά το ερώτημα: με ποιο περιεχόμενο και με ποιες αντιλήψεις συγκεκριμενοποιούνται, ποιον εχθρό έχουν, ποιους σκοπούς επιδιώκουν; Δεν αρκεί η γενική αναφορά στο «έθνος» αν δεν περιγράψουμε λεπτομερέστερα τον κόσμο, μέσα στον οποίο το έθνος θέλει να σταθεί στα πόδια του, να εκδιπλώσει τις δυνάμεις του -και να ορίσει τον εαυτό του. Ακόμα και αν ορισμένα έθνη μέσα σε μακρότερα χρονικά διαστήματα συνομαδώνονται εξακολουθητικά σε φίλους και εχθρούς (περίπου) κατά το ίδιο σχήμα, πάλι πρέπει να ρωτάμε κάθε φορά εκ νέου ποιες δυνάμεις τα κινούν και να διερευνούμε τη σχέση των δυνάμεων τούτων με τις κυρίαρχες κοσμοϊστορικές τάσεις. Είναι αποδεδειγμένα εσφαλμένο να αποδίδεται η φιλία ή η έχθρα μεταξύ των εθνών σε αμετάβλητα φυλετικά δεδομένα ή σε άκαμπτα ψυχικά αρχέτυπα και να παραβλέπεται η άπειρη πλαστικότητα των συμφερόντων και των επιδιώξεων που αδιάκοπα ορίζονται εξ αρχής· «αιώνιες έχθρες» προκύπτουν απλώς από συμφέροντα μονίμως αντίθετα.
Αν οι δυτικοί παρατηρητές δεν ήσαν ανήσυχοι και αμήχανοι για τους λόγους πού αναφέραμε, θα είχαν θεωρήσει την αναβίωση του ανατολικοευρωπαϊκού και του βαλκανικού εθνικισμού ως φυσιολογικό φαινόμενο σ’ έναν αιώνα, το πρώτο μισό του οποίου βρέθηκε και στην Ευρώπη υπό τον αστερισμό του εθνικισμού, ενώ στο δεύτερο μισό του το ίδιο έγινε προ παντός στον εξωευρωπαϊκό χώρο. Αυτό βέβαια γίνεται έκδηλο μονάχα αν ξεκόψει κανείς από την ομφαλοσκοπία μιας Ευρώπης που θα ήθελε να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως υπερεθνική ενότητα, αν φέρει στον νου του την πλανητική διάσταση και αν απλούστατα καθήσει και μετρήσει πόσα κυρίαρχα κράτη υπήρχαν πριν από σαράντα μόλις χρόνια σε σύγκριση με σήμερα. Το πλήθος των νεότευκτων κρατών απλώθηκε σπρωγμένο από ένα τεράστιο εθνικιστικό κύμα πάνω στην αφρικανική και στην ασιατική ήπειρο, και πολλά απ’ τα κράτη αυτά ήσαν αποτέλεσμα μακρών και πολυαίμακτων αγώνων, στην πορεία των οποίων εδραιώθηκαν εθνικές συνειδήσεις. Μια πρόσβαση για να κατανοήσουμε τον ιστορικό χαρακτήρα αυτού του εθνικισμού μας προσφέρεται αν εντοπίσουμε τη θεμελιώδη διαφορά του από τον ευρωπαϊκό αστικό εθνικισμό του 19ου αιώνα, ο οποίος αναπτύχθηκε κάτω από την πρώιμη ή όψιμη επίδραση της γαλλικής Επανάστασης. Η Επανάσταση συγκρότησε το έθνος με τα πολιτικά συνθήματα της ελευθερίας και της ισότητας, που in concrete σήμαιναν ότι ο εθνικός χώρος έγινε ομοιογενής χάρη στον παραμερισμό των προνομίων της αριστοκρατίας και του κλήρου καθώς και της τοπικής-φεουδαλικής αυτονομίας. Ώστε ο αστικός εθνικισμός, καθώς στρεφόταν εναντίον των χωριστικών και τοπικιστικών αυτών τάσεων, αποτελούσε μια κατάκτηση προς τα μέσα, μια κατάληψη του εθνικού χώρου από κοινωνικές δυνάμεις με τη βούληση και την ικανότητα να εθνικοποιήσουν τον χώρο αυτόν, δηλ. να τον ενοποιήσουν πολιτικά, οικονομικά και νομοθετικά. Ασφαλώς η εσωτερική ενοποίηση του εθνικού χώρου έκανε τα εξωτερικά του σύνορα αδρότερα, και αυτό συνεπέφερε συγκρούσεις με γειτονικά κράτη, είτε αυτά ήσαν απολυταρχικά είτε εθνικοφιλελεύθερα. Όμως το ιστορικό κέντρο βάρους του αστικού εθνικισμού δεν εντοπιζόταν στις συγκρούσεις αυτές, που πρέπει μάλλον να θεωρηθούν ως (αναπόδραστες) παρενέργειες του, παρά στην κατάκτηση του εκάστοτε διαθέσιμου εσωτερικού χώρου, έτσι ώστε τούτος εδώ να μεταβληθεί σε χώρο ομοιογενή.
Ενώ λοιπόν ο ευρωπαϊκός εθνικισμός του 19ου αιώνα είχε έναν ορισμένο κοινωνικό φορέα, δηλ. την αστική τάξη (ακόμα και σε χώρες όπως π.χ. η Γερμανία, όπου το εθνικό ζήτημα λύθηκε έτσι ή αλλιώς με την πολιτική δράση μιας πτέρυγας των συντηρητικών δυνάμεων, αυτό έγινε κάτω από την πίεση του αστικού προγράμματος και για να κοπούν τα φτερά της αστικής τάξης), την εκάστοτε πολιτική καθοδήγηση των εθνικισμών του 20ού αιώνα την ανέλαβαν πολύ διαφορετικά στρώματα και ποικίλες ελίτ. Γιατί τώρα το βασικό πρόβλημα και η κύρια επιδίωξη διέφεραν, ήτοι το (πρωταρχικό) μέλημα δεν ήταν η κατάκτηση του εσωτερικού εθνικού χώρου, παρά η ανεξαρτησία προς τα έξω ενάντια σ’ έναν ξένο κυρίαρχο ή πάντως η ελευθερία κινήσεων στην εξωτερική πολιτική ενάντια σ’ έναν απειλητικό γείτονα. Εθνικισμός ήταν στο εξής κατά πρώτο λόγο η προσπάθεια να καταλάβει το εκάστοτε έθνος μιάν εδραία και αδιαμφισβήτητη θέση μέσα στη διαμορφούμενη παγκόσμια κοινωνία. Με δεδομένη την πυκνότητα, την οποία είχε στο μεταξύ προσδώσει στην πλανητική πολιτική ο ιμπεριαλισμός, ο εθνικισμός ήταν υποχρεωμένος να προσαρμοσθεί στον χαρακτήρα της πλανητικής πολιτικής. Από δω κι εμπρός η συγκρότηση του έθνους σε ανεξάρτητο κράτος αποτελούσε τη μοναδική δυνατότητα συμμετοχής του σε μιά παγκόσμια κοινωνία, από την οποία κανείς δεν μπορούσε να μείνει απ’ έξω χωρίς μακροπρόθεσμα να διαπράξει πολιτική και οικονομική αυτοκτονία.
Στην προοπτική αυτή κατανοούνται καλύτερα οι επανεκδόσεις των ανατολικοευρωπαϊκών και βαλκανικών εθνικισμών. Εδώ δεν τίθεται θέμα ομοιογένειας του εθνικού χώρου –εφ’ όσον μάλιστα η κομμουνιστική κυριαρχία όχι μόνο την πραγματοποίησε, αλλά και επί πλέον άσκησε επίδραση ισοπεδωτική, κατακερματίζοντας την κοινωνία σε άτομα-, παρά βασική μέριμνα είναι η άμεση και κατά το δυνατόν πλεονεκτική ένταξη στην παγκόσμια κοινωνία. Η κατάτμηση πολυεθνικών κρατών σε εθνικά κράτη συνδέεται ακριβώς με τούτη τη μέριμνα: κάθε έθνος θέλει να πραγματοποιήσει την παραπάνω ένταξη αυτοτελώς, δηλ. θέλει να αναλάβει μόνο του την εκπροσώπηση των συμφερόντων του πιστεύοντας ότι χάρη στην άμεση επαφή με τα υπόλοιπα μέλη της παγκόσμιας κοινωνίας θα μπορούσε να πετύχει περισσότερα για τον εαυτό του -κι επί πλέον ότι η οικονομική του αυτοδιάθεση, δηλ. ο τερματισμός της πραγματικής ή υποτιθέμενης εκμετάλλευσης από ένα ξένο έθνος, θα επιτρέψει την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των πόρων του. Ως προς την τελευταία αυτή επιδίωξη οι εθνικισμοί τούτοι μοιάζουν εν μέρει με τα αντιαποικιακά κινήματα, εφ’ όσον καταγγέλλουν ως αποικιακή την αυταρχική συμπεριφορά του ηγεμονικού έθνους μέσα στο (πρώην) πολυεθνικό κράτος. Το πόσο σύγχρονο φαινόμενο είναι η σύζευξη εθνικών-πολιτισμικών και οικονομικών αιτημάτων και το πόσο η σύζευξη αυτή εκφράζει επιθυμίες ανακατανομής και ως εκ τούτου έχει γνήσια μαζικο-δημοκρατικά κίνητρα – τούτο φαίνεται ακριβώς στο εσωτερικό μερικών μαζικών δημοκρατιών της Δύσης, όπου εθνότητες και μειονότητες ανακαλύπτουν, και κάποτε εφευρίσκουν, με μεγάλη καθυστέρηση την ταυτότητα τους, όταν ενδιαφέρονται να αποδώσουν τις ευθύνες για τη σχετική φτώχεια των περιφερειών τους στην «ξένη κυριαρχία» των μητροπόλεων απατώντας την επανόρθωση της αδικίας.
Χωρίς αμφιβολία, η εσπευσμένη αποκοπή και αυτονόμηση των εθνών στην πρώην κομμουνιστική επικράτεια σχετίζεται στενότατα με επιθυμίες ανακατανομής και προσδοκίες ευημερίας. Η πολιτική παθητικότητα της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων στις αντίστοιχες χώρες υποδηλώνει ότι αυτοί θα ήσαν ευχαριστημένοι και με λύσεις (πολύ) χαλαρότερες από εθνική άποψη, αν έτσι παρεχόταν η εγγύηση ενός σημαντικά υψηλότερου βιοτικού επιπέδου. Ωστόσο οι πολιτικές και πνευματικές ελίτ, οι οποίες προωθούν την εθνική υπόθεση στο προσκήνιο, επικρατούν δίχως ουσιαστική αντίσταση ακριβώς γιατί δεν διαφαίνονται άλλες εφαρμόσιμες λύσεις. Το έθνος αποτελεί την εγγύτερη ελάχιστη πολιτική μονάδα, η οποία μπορεί να διατυπώσει επιθυμίες ανακατανομής τόσο απέναντι στους χθεσινούς ομόσπονδους όσο και απέναντι στην παγκόσμια κοινωνία (οικονομική και στρατιωτική βοήθεια). Άτομα και ιδιωτικοί σύλλογοι δεν έχουν καμμιά τέτοια δυνατότητα, όποιος επομένως θέλει κάτι να ζητήσει και να πάρει, ενώ συνάμα δεν θέλει να το μοιρασθεί με άλλους, αυτός μπορεί να εμφανισθεί μονάχα ως έθνος υπό την έννοια της εγγύτερης ελάχιστης πολιτικής μονάδας. Το έθνος αποτελεί λοιπόν σήμερα τη μικρότερη δυνατή ομάδα προς επιδίωξη ενός κοινού συμφέροντος μέσα στην παγκόσμια κοινωνία – υπό τον όρο βέβαια ότι θα συγκροτηθεί ως κυρίαρχο κράτος. Η αναταραχή δεν γεννιέται απλώς και μόνον από το γεγονός ότι τα έθνη ανακάλυψαν ξανά τον εαυτό τους και θέλουν ν’ απολαύσουν ανενόχλητα την πολιτισμική τους ταυτότητα, αλλά επειδή τα έθνη πρέπει να συγκροτηθούν ως κράτη προκειμένου να επιτύχουν την, όπως ελπίζουν, τελεσφόρα και προσοδοφόρα ένταξη τους στην παγκόσμια κοινωνία (ακριβέστερα: την προσέγγιση τους στα πιο εύπορα στρώματα της). Η αναταραχή κατά τη συγκρότηση του έθνους ως κράτους είναι πάλι αναπόφευκτη για δύο λόγους. Η ρευστότητα και η αβέβαιη έκβαση των εξελίξεων μετά την αποσύνθεση των παλιών αυτοκρατορικών ή ηγεμονικών δομών προσφέρει σε κάθε έθνος μια μοναδική ευκαιρία για ν’ απαιτήσει από τους γείτονες του ό,τι θεωρεί δικό του· άλλωστε συνένωση όλων των εθνικών δυνάμεων ενισχύει το καινούργιο κράτος και του παρέχει μια καλύτερη αφετηρία για τη μελλοντική του δραστηριότητα μέσα στην παγκόσμια κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, η συγκρότηση του εθνικού κράτους συνυφαίνεται αναγκαστικά με τη λήψη μιας απόφασης πάνω στο ποιος θα κυριαρχεί εντός του. δηλ. ποιος θα το εκπροσωπεί και ποιος θα ερμηνεύει δεσμευτικά τη βούληση του – απόφαση πού ως γνωστόν λαμβάνεται κατά κανόνα μετά από εσωτερικές διαμάχες.
Η προφανώς ακατάσχετη ροπή εθνών, τα όποια μόλις αποτίναξαν έναν αυτοκρατορικό ή ηγεμονικό ζυγό, να κατοχυρώσουν τα σύνορα και την ταυτότητα τους, όπως επίσης και τις πολιτικές και υλικές τους αξιώσεις, μέσω της οργανωτικής μορφής του κράτους, πρέπει να θεωρηθεί ως σημαντική ένδειξη για τη λειτουργία και τη βιωσιμότητα του κυρίαρχου κράτους εν γένει μέσα στην αρχόμενη φάση της πλανητικής πολιτικής. Έθνη, τα οποία στην ώρα μηδὲν είχαν την επιλογή ανάμεσα σε διάφορες δυνατότητες πολιτικής οργάνωσης. αντιπαρήλθαν χωρίς πολλά-πολλά τις ομοσπονδιακές και υπερεθνικές γενικά λύσεις δίνοντας την προτίμηση τους στο κυρίαρχο κράτος. Εύγλωττο είναι επί πλέον το γεγονός ότι τα έθνη αυτά ταυτόχρονα διακήρυξαν την πίστη τους στις αρχές του οικουμενισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όμως μ’ αυτόν τον τρόπο δεν ήθελαν να επιχειρήσουν κάτι που θα οδηγούσε εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην υπέρβαση του κυρίαρχου κράτους ως μορφής της πολιτικής νους οργάνωσης, παρά χρησιμοποιούν τούτη τη διακήρυξη για να πετύχουν κατά το δυνατόν ταχύτερα και ευκολότερα τον σκοπό τους. δηλ. την ένταξη τους στην παγκόσμια κοινωνία. Βέβαια, ως προς το σημείο αυτό δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τον ρόλο που έπαιξε μια δίψα ελευθερίας καταπιεσμένη από καιρό, ωστόσο ο γενικός προσανατολισμός του ανατολικοευρωπαϊκού και του βαλκανικού εθνικισμού προς την κατεύθυνση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων οφείλεται πρωταρχικά στο ότι ο εχθρός, δηλ. η αυτοκρατορική ή ηγεμονική δύναμη, λίγο γνοιαζόταν για ανθρώπινα δικαιώματα με τη δυτική έννοια του όρου. Έτσι, ενάντια στον προλεταριακό του διεθνισμό, ο όποιος επικάλυπτε την αυτοκρατορική ή ηγεμονική του αξίωση, επιστρατεύθηκε ο εθνικισμός, ενώ εναντίον της ολοκληρωτικής ή δεσποτικής του πρακτικής επιστρατεύθηκε ο οικουμενισμός των ανθρωπίνων- δικαιωμάτων. Η συγκρότηση του έθνους ως κράτους και η υιοθέτηση του οικουμενισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθιστούν από κοινού δυνατή την εισδοχή των νικημένων του Ψυχρού Πολέμου σε μια παγκόσμια κοινωνία, στην οποία, όπως είναι ευνόητο, κυριαρχεί η ιδεολογία του νικητή.
Αν αντιληφθούμε την πολυεπίτεδη εσωτερική λογική της υιοθέτησης του οικουμενισμού τον ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέρους των καινούργιων ευρωπαϊκών (και ευρασιατικών) κρατών, τότε δεν θα καταπλαγούμε από πιθανότατες μελλοντικές εξελίξεις στον χώρο τους. Πρώτα-πρώτα. σε πολλές περιπτώσεις πρέπει να αναμένεται η μερική μόνον εφαρμογή των αρχών του στην πολιτική πρακτική, η οποία θα τραβήξει μάλλον προς την κατεύθυνση ενός αυταρχικού ψευδοκοινοβουλευτισμού. Όμως ακόμα σημαντικότερο είναι το έξης. Αν η υιοθέτηση των αρχών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κοινοβουλευτισμού κτλ. συνδέεται με την επιθυμία και την προσδοκία της γρήγορης συμμετοχής στην ευημερία και στην ελευθερία της Δύσης, τότε η αποτυχία της επιδίωξης αυτής θα μεταβάλει αναγκαστικά τη θετική τοποθέτηση απέναντι στη Δύση και την ιδεολογία της. Η σχέση των εθνών αυτών προς τη Δύση σκιάζεται εξ αρχής με μιάν αμφιλογία και βαρύνεται με μιάν επιφύλαξη, επειδή η πρακτική τους επιτυχία είναι αβέβαιη. Αμφίλογη, αν και με διαφορετική κάθε φορά έννοια, είναι και η σχέση εκείνων των εθνών προς τη Δύση, τα όποια ή συγκροτήθηκαν ως κράτη όχι με την απελευθέρωση τους από έναν κομμουνιστή κυρίαρχο, αλλά ακριβώς μέσα από τον αγώνα τους εναντίον της Δύσης ή εν πάση περιπτώσει αισθάνονται να βρίσκονται σε αντίθεση προς τη Δύση και τις δυτικές αξίες. Εδώ πάλι πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε δύο βασικούς τύπους. Το μεγαλύτερο έθνος του κόσμου, το κινεζικό, εξακολουθεί να αντιπαρατίθεται στη Δύση με την κομμουνιστική μεταμφίεση του εθνικισμού του. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι επιδιώκει ραγδαία και ευρεία οικονομική πρόοδο πάνω στη βάση σύγχρονης (δηλ. δυτικής) τεχνολογίας, ενώ συνάμα απορρίπτει την πολιτική μετουσίωση του οικουμενισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σ’ ένα κοινοβουλευτικό σύστημα. Η διαφορά της εθνικής του παράδοσης από τη δυτική υπογραμμίζεται βέβαια για ευνόητους λόγους όταν αυτό φαίνεται σκόπιμο, όμως απέναντι στη Δύση δεν επιστρατεύεται η παραδοσιολατρία ως κοσμοθεωρία και τρόπος ζωής, παρά αντίθετα η τεχνική ορθολογικότητα προωθείται ανοιχτά και προγραμματικά, παράλληλα με την κατάλυση των παραδοσιακών κοινωνικών δομών.
Αλλιώς παρουσιάζεται η άλλη αντιδυτική εκδοχή του εθνικισμού, η οποία μετά την ιρανική Επανάσταση επέσυρε τη γενική προσοχή και συχνά θεωρήθηκε ως κάτι νεοφανές, μολονότι προδρομικές μορφές της ανάμιξης παραδοσιακών, και μάλιστα μουσουλμανικών, στοιχείων με εθνικά-αντιδυτικά βρίσκουμε ήδη στον «αραβικό σοσιαλισμό» νασσερικής εμπνεύσεως καθώς και στις παραλλαγές του (π.χ. κόμματα Μπάαθ). Στην περίπτωση αυτήν, η παραδοσιολατρία δεν αποτελεί απλώς μιάν υπεράσπιση των απειλούμενων επιτόπιων ηθών και εθίμων, παρά προβάλλει επιθετικά ως κοσμοθεωρητικά θεμελιωμένη κήρυξη πολέμου ενάντια στη δυτική κοινωνία, τον τρόπο ζωής της και τις αξίες της. Ωστόσο όποιος θέλει να αναλύσει τα τέτοια κινήματα θα έπεφτε έξω, αν από παρόμοια συνθήματα αντλούσε το συμπέρασμα ότι εδώ εκφράζεται κάποια επιθυμία παραμονής στον προδημοκρατικό και προπλανητικό κόσμο. Η παραδοσιολατρία αυτή ανοίγει με τον τρόπο της τον δρόμο για την ένταξη στην παγκόσμια κοινωνία, όπως σε άλλα έθνη και κάτω από άλλες συνθήκες τον ίδιο δρόμο τον ανοίγει η ομολογία πίστεως στη δυτική ιδεολογία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τούτο θα το κατανοήσουμε καλύτερα αν αναλογισθούμε ότι, κατά την αντίληψη των ενδιαφερομένων, ένταξη δεν σημαίνει αποδοχή με οποιοδήποτε αντίτιμο, παρά προσπάθεια για την κατάκτηση μιας θέσης όσο γίνεται πλεονεκτικότερης: έτσι εξηγείται ό εθνικιστικός ζήλος σε έναν κόσμο όπου η πυκνότητα, την οποία προσέλαβε εν τω μεταξύ η πλανητική πολιτική, δεν επιτρέπει πιά τον μακροπρόθεσμο πολιτικό μοναχισμό.
Είτε ως μίμηση της Δύσης είτε ως παραδοσιολατρική άρνηση της, ο σημερινός εθνικισμός, ο όποιος θέλει, και αναγκάζεται, να συμμετάσχει στο πλανητικό γίγνεσθαι, ακολουθεί από διάφορους ευθείς και πλάγιους δρόμους τη μαζικοδημοκρατική λογική κι έχει σε τελευταία ανάλυση μαζικοδημοκρατικούς σκοπούς. Όπως ήδη παρατηρήσαμε, κατά πάσα πιθανότητα θα διαμορφωθούν στο μέλλον διαφορετικοί τύποι μαζικής δημοκρατίας, οι οποίοι θα αποκλίνουν από τον -ήδη πολυσχιδή- δυτικό τύπο.
Από την άποψη αυτή δεν είναι αδιάφορο αν ένα έθνος θεωρεί τον εαυτό του ως εκσυγχρονιστικό ή παραδοσιολατρικό, αλλά από την άλλη μεριά δεν πρέπει και να αναμένει κανείς ότι ο σημερινός εθνικισμός θα στηριχθεί σε επιτεύξεις χαρακτηριστικές για το παρελθόν. Προ παντός θα απογοητευθούν όσοι από την «αναβίωση των εθνικισμών» περιμένουν μιά νέα δημιουργική εποχή των εθνικών πολιτισμών στην ατομικότητα τους. Ο «πολιτισμός» εν γένει και καθ’ εαυτόν ήταν αστική αξία και ο «εθνικός πολιτισμός» ήταν ο πολιτισμός στην προοπτική του αστικού εθνικισμού. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έννοια του εθνικού πολιτισμού θα επιβιώσει ακόμα για καιρό, επειδή προφανώς θα εξακολουθήσει να εκπληρώνει νομιμοποιητικές λειτουργίες και θα χρειάζεται ως όπλο προς τα έξω και ως παράγοντας συγκρότησης μιας ταυτότητας στο εσωτερικό. Μπορούμε μάλιστα να προβλέψουμε ότι υπό ορισμένες συνθήκες θα γεννηθούν ολόκληρες εθνικιστικές μυθολογίες και αυτάρεσκες συλλογικές εποποιίες. Όμως όλα αυτά δεν σημαίνουν από μόνα τους πολιτισμική δημιουργικότητα. Στη μαζικοδημοκρατική εποχή, και μάλιστα ήδη από τον καιρό της μεγάλης στροφής γύρω στο 1900 τα μεγάλα ζητήματα του περιεχομένου και της μορφής τίθενται στο επίπεδο της παγκόσμιας κοινωνίας – και μονάχα ζητήματα πού τίθενται εδώ εμπνέουν σήμερα αληθινά δημιουργική δραστηριότητα. Όσον καιρό κι αν μηρυκάζει ακόμη ο καθένας τον δικό του εθνικό πολιτισμό, ως αποκλειστικά εθνικός πολιτισμός αυτός δεν θα είναι παρά couleur locale, «ενδιαφέρουσα» ιδιαιτερότητα ή αξιοθέατο μέσα στο παρδαλό πάνθεο ή πανδαιμόνιο της μαζικοδημοκρατικής παγκόσμιας κοινωνίας. Σε κανένα άλλο παράδειγμα δεν διαφαίνεται τόσο καθαρή αυτή η τάση όσο στην αδυναμία του παραδοσιολατρικού εθνικισμού να εμμείνει στα αμιγή παραδοσιακά στοιχεία και μόνον σ’ αυτά.
Κλείνοντας, οφείλουμε να επιστήσουμε την προσοχή σε δύο ακόμη πιθανές λειτουργίες του σημερινού εθνικισμού. Η ενδεχόμενη γέννηση ή διόγκωση εθνικιστικών μυθολογιών, στην οποία μόλις αναφερθήκαμε, θα μπορούσε εν μέρει να χρησιμεύσει ως υποκατάστατο των αρτιθάνατων, μεγαλεπήβολων και φιλοσοφικοϊστορικά θεμελιωμένων ουτοπιών, ήτοι θα μπορούσε να παραγάγει ένα είδος βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων ουτοπιών. Αν μάλιστα ρωμαλέοι εθνικισμοί ιδιοποιούνταν μιάν υπερεθνική, π.χ. θρησκευτική ιδέα και την εκπροσωπούσαν με αξιώσεις αποκλειστικότητας, τότε ο βραχυπρόθεσμος ή μεσοπρόθεσμος χιλιασμός θα μπορούσε να τεθεί στην υπηρεσία των ηγεμονικών φιλοδοξιών μεσαίων ή μειζόνων Δυνάμεων. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει βέβαια να αναμένεται ένας κατακερματισμός των φορέων και των ερμηνειών της εκάστοτε υπερεθνικής ιδέας. Από την άλλη πλευρά, αν επιτεινόταν η σπάνη των αγαθών σε πλανητικό επίπεδο, ο εθνικισμός θα συνέβαλε κι αυτός στο να πάρει η πολιτική βιολογικό χαρακτήρα. Ενδεχόμενη στενότητα στην κατανομή των αγαθών θα βάθαινε αναγκαστικά τα σύνορα ανάμεσα στις συνομαδώσεις της παγκόσμιας κοινωνίας -όσον καιρό τουλάχιστο δεν θα κατέληγε στον αγώνα των πάντων εναντίον των πάντων- και πιθανώς να έκανε την εθνικότητα, με τη φυλετική της έννοια, αποφασιστικό κριτήριο διαχωρισμού και ταξινομήσεων. Στην προοπτική αυτή είναι πράγματι εύγλωττο και διδακτικό το γεγονός ότι οι συνομαδώσεις, οι όποιες για πρώτη φορά προβάλλουν σήμερα υπό μορφή κρατών στη σκηνή της πλανητικής πολιτικής προκειμένου να υπερασπίσουν τα συμφέροντα τους στον αρχόμενο πλανητικό αγώνα κατανομής και ανακατανομής, συγκροτήθηκαν κατά προτίμηση και σχεδόν αυθόρμητα με κριτήριο μιάν αληθινή ή υποθετική κοινότητα αίματος ως τον εγγύτερο κοινό παρονομαστή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου