«Σαν παιδί, μέρα ηλιόλουστη δεν θυμάμαι»
Το 59ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ξεκινάει περίπου σε τρεις εβδομάδες, την 1η Νοεμβρίου. Πάλι θα αρχίσουμε να γράφουμε για ταινίες και για σκηνοθέτες. Μα, γιά στάσου, υπάρχουν και τα πρόσωπα, όχι μόνο ο Ορέστης Ανδρεαδάκης και η Ελίζ Ζαλαντό, ο καλλιτεχνικός διευθυντής και η γενική διευθύντρια του θεσμού, αλλά και κάτι άλλο, ένα Δ.Σ. Με Κυριακίδη, Τσεμπερόπουλο, ανθρώπους που ξέρουν από σινεμά. Ενα Δ.Σ. που χαλάει την πιάτσα.Την ώρα που στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου άνθρωποι πήγαιναν και έρχονταν, παραιτήσεις συσσωρεύονταν, η Μπουμπουλίνας απέλυε αράδα και οι έριδες φούντωναν, εκεί πάνω στη Θεσσαλονίκη επικρατούσε -και επικρατεί– σύμπνοια, συνεργασία και δουλειά. Θαύμα, θαύμα. Και υπάρχει κι ένας πρόεδρος σ’ αυτό το Δ.Σ., ο ίδιος εδώ και τριάμισι χρόνια –στο Κέντρο έχουμε χάσει πια τον λογαριασμό– που λάμπει με το κύρος, το πάθος και την αφοσίωσή του.
Ερχεται στη Θεσσαλονίκη από τη Γαλλία, που είναι η μόνιμη κατοικία του εδώ και πολλά χρόνια, αλλά τον ξέρουν, τον αγαπούν και τον θαυμάζουν και οι πέτρες. Γιατί είναι ο Γιώργος Αρβανίτης, ο διευθυντής φωτογραφίας του Αγγελόπουλου, με τη μεγάλη διεθνή καριέρα όταν «τα ‘σπασε» κάποτε με τον Τεό – παλιές, γνωστές ιστορίες. Είναι ένας χαρισματικός, τρυφερός αλλά και δυναμικός άνθρωπος, που σε όλη του τη ζωή πάλευε και βρήκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ακόμα ένα ωραίο και απαιτητικό καθήκον, ενώ συνεχίζει και γυρίζει ταινίες, εδώ και στο εξωτερικό.
Να μη γράψουμε τη φιλμογραφία του, δεν θα μας έφτανε η «Εφ.Συν.». Εχει «φωτίσει» από ταινίες της Βουγιουκλάκη μέχρι ταινίες του Σλέντορφ, του Φερέρι, του Μπελόκιο, του Γκιτάι, της Μπρεγιά, της Χόλαντ. Στη Γαλλία είναι επιφανές μέλος της κινηματογραφικής της κοινότητας, διδάσκει στην περίφημη Femis, ψηφίζει για τα Σεζαρ, απολαμβάνει τη ζωή στην εξοχή παρέα με την αγαπημένη του σύντροφο, την Αγγελική, και παίζει με τα εγγονάκια του. Και έρχεται και σε μας συχνά, να μας φωτίζει (χωρίς εισαγωγικά) το φεστιβάλ μας και τον κόσμο μας.
• Δεχτήκατε εύκολα να αναλάβετε τη θέση του προέδρου του Δ.Σ. του Φεστιβάλ;
Οταν την άνοιξη του 2015 με πήρε τηλέφωνο ο τότε αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης και μου ‘πε «θέλω να ‘ρθείς να βοηθήσεις», τον ρώτησα «γιατί εγώ Νίκο μου και όχι κάποιος άλλος;». Και μου απάντησε: «Γιατί οποιονδήποτε άλλον να βάλω, ξέρεις τι θα γίνει, ενώ εσύ είσαι αποδεκτός καλλιτεχνικά και λείπεις από την Ελλάδα τόσα χρόνια». Και σκέφτηκα, εδώ γεννήθηκα, σ’ αυτόν τον κινηματογράφο μεγάλωσα, θα ‘ρθω.
• Και ήταν σαν να κρύβατε μέσα σας ένα ταλέντο στη διοίκηση, την οργάνωση, στον έλεγχο ενός τόσο μεγάλου θεσμού.
Εχω σαν αρχή ό,τι αναλαμβάνω να το κάνω τέλεια και με σοβαρότητα. Επειτα, δεν έχω να φοβηθώ τίποτα, εγώ ζω στη Γαλλία, δεν διστάζω να συγκρουστώ με κανέναν, όποιος κι αν είναι, όποτε χρειαστεί. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι ο οργανισμός να δουλεύει σωστά, να εφαρμόζεται ο νόμος κάποτε σ’ αυτή τη χώρα. Δεν ζητάω ποτέ κάτι παράλογο ή παράνομο, ό,τι λέει ο νόμος.
• Ισως να έχετε κακομάθει από τη Γαλλία.
Ακριβώς. Εχω μάθει από τη Γαλλία. Όσο ζούσα εδώ, δεν έδινα και τόση προσοχή. Πάω χθες να αγοράσω εφημερίδα, μπαίνει μπροστά μου ένας, «ένα πακέτο τσιγάρα», λέει. Μα, κύριέ μου, δεν με βλέπετε; «Ναι, αλλά βιάζομαι, τι θες;». Ετοιμος για καβγά. «Την ευγένεια που θέλω, δεν τη βρίσκω, πάρτε τα τσιγάρα σας», του λέω.
• Να υποθέσω ότι είναι η Γαλλία πια για σας μια δεύτερη πατρίδα ή έστω ότι πολύ την αγαπάτε;
Εκεί που ζω, στην εξοχή, την αγαπώ πολύ. Αγοράσαμε μια φάρμα, μια ώρα με το τρένο από το Παρίσι –δεν μου λείπει το Παρίσι, πολύ θορυβώδες, αν και πάντα σε προάστιο μέναμε. Αυτό που μου αρέσει στη Γαλλία, που το απολαμβάνω, είναι η σχεδόν παντελής έλλειψη γραφειοκρατίας.
Αν θέλω κάτι από το Δημόσιο, παίρνω τηλέφωνο, μου στέλνουν ό,τι θέλω με το ταχυδρομείο, μου δίνουν κάτι απίστευτα για την ελληνική πραγματικότητα ραντεβού: στις 3.52 στο τάδε γραφείο. Οι τράπεζες είναι ανοιχτές και το Σάββατο, τις δε καθημερινές μέχρι τις 6 το απόγευμα. Αυτό το πράγμα, το δικό μας, στις 2.30 μ.μ. τέρμα η εξυπηρέτηση των πελατών, δεν υπάρχει.
• Θυμίστε μας πόσα χρόνια ζείτε ήδη εκεί;
Από το 1989, σχεδόν τριάντα. Και ψηφίζω και τα πάντα (Μελανσόν, αλλά μην το γράψεις). Γάλλοι πολίτες είναι και τα παιδιά μου. Πάω, λοιπόν, να πάρω την υπηκοότητα, στις Βερσαλίες ήταν, με ρωτάει μια κυρία: «Γιατί θέλετε να γίνετε Γάλλος πολίτης;». «Κοιτάξτε», της λέω, «εγώ είμαι Ελληνας, δημοκρατία για μας σημαίνει ψήφος, όταν ψηφίζεις έχεις φωνή, υπάρχεις. Στη Γαλλία έχω σπίτι, εργασία, τα παιδιά μου εδώ τελείωσαν το σχολείο. Αλλά δεν έχω φωνή, είναι σαν να μην υπάρχω. Θέλω να υπάρχω».
Και την πήρα αμέσως την υπηκοότητα. Κρατάω, πάντως, και το ελληνικό μου διαβατήριο, το χρησιμοποιώ όταν ταξιδεύω στις... αραβικές χώρες (γελάει). Πέντε μήνες ήμουνα στην Αλγερία, έκανα μια ταινία στην Καμπυλία, περισσότερα ήταν τα καλάσνικοφ αυτών που μας φρουρούσαν παρά τα μηχανήματα.
• Τι ωραία που ακόμα απολαμβάνετε να δουλεύετε.
Αν δεν δουλέψω, δεν μπορώ. Τι άλλο να κάνω; Αυτό με κρατάει. Η δική μου η δουλειά είναι μια μορφή περιπέτειας, δεν είναι υπόθεση γραφείου. Η τελευταία που έκανα ήταν στην Αγγλία, μια ταινία της εποχής του Κρόμγουελ, το «Fanny Lye Deliver’d» του Τόμας Κλέι, με πολύ καλούς ηθοποιούς, σαν τον Τσαρλς Ντανς. Εχω κάνει καλή δουλειά. Με τον Κλέι είχαμε κάνει και παλιότερα μια πολύ σκληρή ταινία, «The Great Ecstasy of Robert Carmichael», που πήγε στις Κάνες, στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών.
• Οι Γάλλοι συνάδελφοί σας πώς σας αντιμετώπισαν; Ηρθε ο τύπος του Αγγελόπουλου;
Το αντίθετο. Με δέχτηκαν με μεγάλη αγάπη. Γράφτηκα και στο σωματείο τους, το θεώρησαν τιμή τους, χρημάτισα και αντιπρόεδρός του.
• Θυμάμαι, όμως, πολύ καλά την αγωνία που είχατε όταν φεύγατε.
Φυσικά και είχα. Όταν έφευγα από Αθήνα δεν ήξερα άνθρωπο. Εντάξει, με ξέρανε αυτοί. Δες πώς πήρα την απόφαση: Είχα κάνει μια ταινία στο Βέλγιο με τη Φανί Αρντάν και τον Τζέρεμι Αϊρονς και όλη η post production έγινε στη Γαλλία. Οταν πήγα, κατάλαβα ότι το όνομά μου κυκλοφορούσε... Εδώ, ο κινηματογράφος πήγαινε κατά διαόλου, μόνο με τις ταινίες του Θόδωρου δεν μπορούσα να ζήσω, είπα, λοιπόν, να φύγω. Αλλά μετά κώλωσα.
Βρε παιδί μου, σκεφτόμουνα, να ‘σαι μόνος σου, να περάσεις τρεις μέρες με μία μπαγκέτα· αλλά με γυναίκα και παιδιά; Ο μικρός πήγαινε στο νήπιο, ο άλλος στην τρίτη δημοτικού. Και μου είπε τότε η Αγγελική, η γυναίκα μου: «Εγώ θα στήσω ένα αντίσκηνο στο πεζοδρόμιο και θα τα μεγαλώσω τα παιδιά. Εσύ να κοιτάξεις την τέχνη σου». Πήγαμε και μας βγήκε σε καλό.
• Η πρώτη ταινία που κάνατε τότε;
Το «Le bateau de mariage» του Ζαν-Πιερ Αμερίς. Αμέσως μετά ήταν να δουλέψω με τον Καζάν, στην ταινία του «Πέρα από το Αιγαίο», είχαμε έρθει κι εδώ, πήγαμε και στην Τουρκία, αλλά δεν έγινε. Τότε, με τους ίδιους παραγωγούς, ξεκίνησα το «Homo Faber» του Σλέντορφ με τον Σαμ Σέπαρντ και τη Ζιλί Ντελπί. Και μετά ήρθαν κι άλλες κι άλλες.
• Εχετε κάνει περισσότερες ταινίες έξω παρά εδώ;
Εχω κάνει 110 στο σύνολο, εξήντα εδώ και πενήντα έξω. Τις θυμάμαι μία μία. Μέχρι και διαλόγους. Εντάξει, ωραία ήταν, νιώθω γεμάτος.
• Δεν θα λέγατε, όμως, ότι τα πιο ηρωικά σας χρόνια είναι αυτά με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο;
Εμ βέβαια. Φαντάσου ότι την «Αναπαράσταση» την έκανα μετά από τόσες ταινίες με Βουγιουκλάκες, κόκκινες, πράσινες και με κάτι βλεφαρίδες να. Ενιωθα, όμως, κάτι. Οτι δεν μου πήγαινε όλο αυτό. Αλλά εκεί, στην «Αναπαράσταση», βγήκε το φως των παιδικών μου χρόνων. Είχε διαλυθεί η οικογένειά μου, το σπίτι μας καμένο, ο πατέρας μου σκοτώθηκε, αντάρτης, στο βουνό, η μάνα μου φυλακή, εδώ στου «Αβέρωφ», εφτά χρόνια. Κι εμείς τα παιδιά μείναμε μόνα μας στο χωριό μας, στο Δίλοχο Σπερχειάδας.
Ηρθε ο μπάρμπας μου από τη Νέα Πεντέλη και μας πήρε, τέσσερα παιδιά εμείς, τέσσερα αυτός, οχτώ όλα μαζί. Και εκείνα τα χρόνια έβγαινε ο ήλιος, αλλά σαν παιδί δεν θυμάμαι μια ηλιόλουστη μέρα. Οταν, λοιπόν, βρέθηκα με τον Θόδωρο στο χωριό που θα γυρίζαμε την «Αναπαράσταση» και είδα αυτά τα σπίτια, τα πέτρινα, αυτά τα βασανισμένα πρόσωπα, όχι το φτιαγμένο της Βουγιουκλάκη, είπα μέσα μου: «Παναγιά μου, αυτό εγώ το έχω ζήσει».
• Πώς συναντηθήκατε με τον Αγγελόπουλο; Εσείς στη Φίνος Φιλμ, αυτός στον δικό του κόσμο...
Είχαμε τότε μια ομάδα, ο Βούλγαρης, ο Παληγιαννόπουλος και άλλοι, και κάναμε μικρού μήκους, βόηθαγε ο ένας τον άλλο. Να φανταστείς, είχα κάνει τα τεστ για τον «Τζίμη τον Τίγρη», άσχετα αν τελικά δεν έκανα εγώ τη φωτογραφία. Αυτά είδε ο Θόδωρος και με κάλεσε στην «Εκπομπή», την πρώτη του μικρού μήκους. Και μετά ήρθε η «Αναπαράσταση» και οι «Μέρες του ‘36», έγχρωμη αυτή, και έγινε πάταγος. Χτυπάει, που λες, μέσα στη νύχτα το τηλέφωνο, 1 η ώρα, και ακούω: «Ο κύριος Αρβανίτης;».
Μάλιστα. «Τσαρούχης εδώ». Λέω, κάποιος μου κάνει πλάκα. Αλλά ήταν όντως ο Τσαρούχης, που είχε μόλις βγει από το σινεμά όπου είδε την ταινία και με πήρε αμέσως τηλέφωνο. Αρχίζει να μου κάνει ερωτήσεις, πώς έβγαλα την ώχρα έτσι, και πώς τις σκιές αλλιώς... Ρωτούσε εμένα ο Τσαρούχης! Μιάμιση ώρα με κράτησε στο τηλέφωνο. Στο τέλος μού λέει: «Εσύ ή πολύ τυχερός είσαι ή πολύ ταλέντο έχεις. Γεια». Μου ‘χει χαρίσει δύο πίνακες– στον έναν γράφει: «Στον Γιώργο Αρβανίτη, τον οπερατέρ, διδάσκαλο των ζωγράφων».
• Νομίζω ότι κάνατε τους φωτισμούς στις μυθικές πια «Τρωάδες» του, του 1977, στο πάρκινγκ της Καπλανών.
Ναι. Οταν πήγα στην Καπλανών και είδα ότι για τον Τσαρούχη τα ερείπια της Τροίας ήταν τα ίχνη στους τοίχους από τις γκρεμισμένες πολυκατοικίες, έμεινα! Μια φορά περπατάγαμε στον δρόμο, είχαμε πάει να πάρουμε υφάσματα, και, ξαφνικά, βλέπουμε πεσμένο ένα κλαράκι με δυο-τρία φυλλαράκια. Σταματάει. «Μπορείς να το πάρεις αυτό, γιατί δεν μπορώ να σκύψω;». Να το πάρω, Γιάννη μου.
Το παίρνει, του βάζει χρυσόσκονη με σπρέι και το βάζει σε ένα μαύρο φουστάνι. Οταν το είδα στη σκηνή ήμουνα σίγουρος ότι ήταν ένα ακριβό κόσμημα. Ο Τσαρούχης μού δίδαξε την απλότητα. Πριν από τον «Θίασο» είχα βρει ένα ημερολόγιο των τσιμέντων Ηρακλής με έργα του, Πειραιάς, Λαύριο, τέτοια, και τα μελέταγα. Ηταν ακριβώς η ατμόσφαιρα που ήθελα για την ταινία.
• Σας σκεφτόμουν, ξέρετε, τώρα με τη συμφωνία με τη FYROM. Θυμάμαι τότε που γυρίζατε στη Φλώρινα το «Μετέωρο βήμα του πελαργού» και ο Καντιώτης, που είχε λύσσα με τα Σκόπια, σας αφόριζε, κι εγώ περπάταγα στη Φλώρινα και πολλοί μιλούσαν μια γλώσσα που δεν ήξερα, τα «μακεδόνικα».
Βέβαια, πολλοί τα μιλάγανε. Εκεί που πηγαίναμε με το συνεργείο και τρώγαμε, είχε πολύ ωραίο φαγητό, ο καταστηματάρχης σε μας μιλούσε ελληνικά, με το προσωπικό άλλη γλώσσα. Ακουσα τον Τσίπρα στο Ζάππειο, που μίλαγε για τη συμφωνία, ήταν πάρα πολύ καλός.
• Η Ελλάδα σάς λείπει καθόλου;
Ετσι όπως είναι, δεν μου λείπει. Εγώ θυμάμαι την Ελλάδα του ‘50 και του ‘60.
• Μα ήταν πολύ χειρότερα τα πράγματα τότε.
Δεν ξέρω. Για μένα ήταν πιο απλή η ζωή, οι άνθρωποι διαφορετικοί. Πώς το λέει ο Ρίτσος; «O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο». Χωμάτινοι δρόμοι, καταβρεχτήρας, τα βασιλικα που ανθίζανε, ο κόσμος που έλεγε καλημέρα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου