Σάββατο, Αυγούστου 19, 2017

Ιταλικό πάθος για την Ελλάδα

 

logo
L'interesse degli italiani per la Grecia risale al XIV secolo. Gli Acciaiuoli, duchi di Atene dal 1387 al 1456, fecero conoscere i manoscritti di Omero, Platone, Euripide e Demostene.

La lingua greca fu insegnata e diffusa in Italia da monaci bizantini dal XIV secolo in poi (Barlaam, Emanuele Crisolara, Teodoro di Gaza).
Agli inizi del 1400 le più antiche mappe dell'Egeo furono rilevate dal monaco Cristoforo Buondelmonti e il mercante Ciriaco dei Pizzicolli ha lasciato i primi disegni dei monumenti.
Il Rinascimento cercava di far rinascere la Grecia antica in Italia: l'Accademia Platonica di Firenze diretta da Marsilio Ficino e finanziata da Cosimo de' Medici, la traslazione delle spoglie di Giorgio Pletone Gemisto da Mistrà al tempio malatestiano di Rimini per volere di Sigismondo Pandolfo Malatesta, i libri del cardinale Bessarione donati alla Biblioteca Marciana di Venezia.
Nei domini veneziani dell'Egeo si documentavano i resti archeologici (il manoscritto di Onorio Belli è conservato alla SAIA).
I miti e la storia della Grecia sono presenti nelle opere liriche italiane del '600 e del '700: Il ritorno di Ulisse in patria di Monteverdi, Il Socrate immaginario di Paisiello, Medea di Cherubini.
Nel '700 e nell''800 viaggiatori e pittori documentano le rovine archeologiche (Giovanni Battista Lusieri, Ippolito Caffi, Giovanni Renica).
****************************

 

Ιταλικό πάθος για την Ελλάδα

Του Emanuele Papi*
direttoresaia@scuoladiatene.it

Το ενδιαφέρον των Ιταλών για την Ελλάδα ανάγεται στον 14ο αιώνα. Οι Ατσαγιόλι, Φλωρεντινοί δούκες των Αθηνών από το 1387 μέχρι το 1456, οικοδόμησαν στα προπύλαια της Ακρόπολης της Αθήνας το παλάτι τους, που έγινε κέντρο διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού. Συνέλεγαν χειρόγραφα και έκαναν γνωστά για πρώτη φορά μετά την αρχαιότητα τα αρχαία κείμενα, ανάμεσα στα οποία εκείνα του Ομήρου, του Πλάτωνα, του Ευριπίδη και του Δημοσθένη. Η Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας φιλοξενεί τον μεγαλύτερο αριθμό ελληνικών χειρογράφων στον κόσμο. Βυζαντινοί μοναχοί δίδαξαν και διέδωσαν την ελληνική γλώσσα στην Ιταλία από τον 14ο αιώνα και μετά, ενώ στη Φλωρεντία ιδρύθηκε η πρώτη έδρα ελληνικών στην Ευρώπη. Στα τέλη του 14ου αιώνα, ο Νικολό ντα Μαρτόνε μάς άφησε την αρχαιότερη περιγραφή της Ακρόπολης των Αθηνών, λίγα χρόνια αργότερα ο μοναχός Κριστόφορο Μπουοντελμόντι αποτύπωσε τους αρχαιότερους χάρτες του Αιγαίου και ο έμπορος Κυριακός ο εξ Αγκώνος σχεδίασε τα μνημεία της αρχαίας Ελλάδας.
Στην Αναγέννηση έγινε προσπάθεια αναβίωσης της αρχαίας Ελλάδας στην Ιταλία: η Φλωρεντία έγινε η δεύτερη Αθήνα, όπου ιδρύθηκε η νεο-Πλατωνική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Μαρσίλιου Φικίνου με τη χρηματοδότηση του Κοσμά των Μεδίκων. Τα λείψανα του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος μεταφέρθηκαν από τον Μυστρά στον Ναό των Μαλατέστα στο Ρίμινι κατ’ επιθυμία του Σιγισμούνδου Πανδόλφου Μαλατέστα. Τα βιβλία του καρδιναλίου Βησσαρίωνα δωρίθηκαν στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας.
Στις ενετικές κτήσεις του Αιγαίου τεκμηριώνονταν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Οι μύθοι και η ιστορία της Ελλάδας εμφανίζονται στα ιταλικά λυρικά έργα του 17ου και του 18ου αιώνα – «Η επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα» του Μοντεβέρντι, «O φανταστικός Σωκράτης» του Παϊζιέλο, η «Μήδεια» του Κερουμπίνι. Το ίδιο διάστημα, Ιταλοί περιηγητές και ζωγράφοι αποτυπώνουν τα αρχαιολογικά ερείπια. Στα τέλη δε του 19ου αιώνα Ιταλοί αρχαιολόγοι και αρχιτέκτονες αρχίζουν να εργάζονται στην Κρήτη, ιδρύοντας και επίσημα αρχαιολογική αποστολή το 1899 υπό τη διεύθυνση του Φρειδερίκου Xάλμπερ. Εκείνη την περίοδο ανακαλύφθηκε η μεγάλη επιγραφή της Γόρτυνας, τεκμηριώθηκαν από τον Τζερόλα τα ενετικά μνημεία του νησιού και ξεκίνησαν οι ανασκαφές στο μινωικό ανάκτορο της Φαιστού.
Η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών (ΙΑΣΑ), το μοναδικό ιταλικό αρχαιολογικό ίδρυμα στο εξωτερικό, ιδρύθηκε το 1909. Πραγματοποιεί και προωθεί έρευνες για την Ελλάδα και τις περιοχές ελληνικού πολιτισμού στο πέρασμα των αιώνων, όπως και για τις αλληλεπιδράσεις με την Ανατολή, την Αφρική και την ηπειρωτική Ευρώπη στους τομείς της αρχαιολογίας, της ιστορίας της τέχνης, της τοπογραφίας, της αρχιτεκτονικής, της επιγραφικής, της νομισματικής, της ιστορίας, της ιστορίας των θρησκειών, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Οι αρχαιολογικές έρευνες της Σχολής πραγματοποιούνται στην Ελλάδα εδώ και πάνω από έναν αιώνα και επικεντρώνονται κυρίως σε δύο περιοχές: την Κρήτη και τη Λήμνο. Οι ανασκαφές συνεισέφεραν στη γνώση και την ανάδειξη πολλών οικισμών από την πρωτοϊστορία μέχρι τη βυζαντινή εποχή, μαζί με την αποκατάσταση και τη δημιουργία αρχαιολογικών χώρων.
Η κλασική αρχαιολογία της Ελλάδας δεν ήταν ο μοναδικός στόχος της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής, η οποία διεξήγαγε έρευνες στην οχυρωμένη πόλη της Πολιόχνης, που δημιουργήθηκε την 4η χιλιετία και θεωρείται «η αρχαιότερη της Ευρώπης», στο μινωικό ανάκτορο της Φαιστού και στην έπαυλη της Αγίας Τριάδας, στον σημαντικό οικισμό των λεγόμενων «Σκοτεινών Χρόνων» στον Πρινιά κοντά στο Ορος Ιδη, στην πόλη της Ηφαιστίας στη Λήμνο, η οποία από τον 5ο αιώνα π.Χ. πέρασε στα χέρια των Αθηνών, στην πόλη της Γόρτυνας, που υπήρξε η πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας Κρήτης και Κυρηναϊκής και σημαντικό βυζαντινό κέντρο, όπου οι έρευνες που διεξάγονται φέρνουν στο φως τις -μέχρι τώρα ελάχιστα γνωστές- φάσεις της πρωτοβυζαντινής εποχής (6ος – 9ος αιώνας μ.Χ.). Τα τελευταία χρόνια η Σχολή ασχολήθηκε με την τοπογραφία των Αθηνών.
* Διευθυντής Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, Καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Σιένας 

Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο ένθετο ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑΤΑ που κυκλοφορεί με την εφημερίδα «Νέα Σελίδα», 13/08/2017

Δεν υπάρχουν σχόλια: