Πρωτοχρονιά 2016
Άγιε Βασίλη μου, Παππού εβδομηντάρη με ισχίο φαγωμένο και τ’ αριστερό σου χέρι μες στο χώμα απ’ την ανελέητη ενδημική Λερναία Ύδρα, που αρπάζει αδερφούς και φίλους, με τους χτύπους της καρδιάς σ’ άτακτο ποδοβολητό, πού να πρωτοπρολάβεις με τις τόσες καθημερινές φωτιές; Ποια δημιουργική λογιστική θα ισοσκελίσει το σακούλι σου που όλο γίνεται ισχνότερο;
Πού να προστρέξεις άγγελος εθελοντής, τραυματιοφορέας, αρωγός απ’ το υστέρημα; Στο σπίτι σου, που ο Βαρδάρης καιροφυλακτεί την επικείμενη περικοπή για να μπουκάρει μες στον ύπνο νέος εφιάλτης; Στα άνεργα οράματα που περιφέρονται αποσκευές στις αποθήκες αεροδρομίων; Στα σταυροδρόμια με τις ξέψυχες παλάμες ικεσίας; Στις συνοριακές γραμμές με τα σβησμένα παιδικά χαμόγελα καρφιτσωμένα στα συρματοπλέγματα; Στα θέατρα του κόσμου και τις αγορές, που σέρνεται ο φόβος κροταλίας ύπουλος;
Άγιε Βασίλη μου, και η δική σου γειτονιά κατασπαράσσεται από τους γύπες και τις ύαινες. Ο πολεμοχαρής Ηρώδης αποκεφαλίζει καθημερινά τον Ιωάννη και αναζητεί με το καλάσνικοφ τα δεκατέσσερα εκατομμύρια άστεγα νήπια της προσφυγιάς. Τα καραβάνια συνωστίζονται στην παραλία και κανένα θαύμα δεν ανοίγει τη Μεσόγειο ένθεν και ένθεν για να περπατήσουν προς τη χώρα της επαγγελίας. Τα καράβια σωτηρίας των εθνών κάνουν περιπολίες φύλαξης, οι Γραμματείς συσκέπτονται στο πράσινο τραπέζι της κατανομής. Οι παγερές ακτές εξαπολύουν στη φουρτούνα σαπιοκάραβα, σχεδίες πλαστικές και χάρτινες του Χάροντα βαρκούλες και τα τουμπανιασμένα βρέφη ανασύρονται, ψάρια νεκρά ύπουλου δυναμίτη, με απόχες.
Γιάννης Τζανής
Eὔρου χειμέριαί σε καταιγίδες ἐξεκύλισαν,
Οι θυελώδεις χειμωνιάτικοι αέρηδες απ' την Ανατολή,
Φίλλι, πολυκλύστῳ γυμνὸν ἐπ' ἠιόνι,
Φίλλι, γυμνό σε κύλησαν στην πολυκύμαντη ακτή,
Οἰνηρῆς Λέσβοιο παρὰ σφυρὸν· αἰγίλιπος δὲ
σε μια γωνιά της κρασομάνας Λέσβου.
πέτρου ἁλιβρέκτῳ κεῖσαι ὑπὸ πρόποδι.
Και κείτεσαι στα πόδια βράχου απόκρημνου
που η θάλασσα τον δέρνει...
Επίγραμμα του Πέρσου Μακεδόνος ή Θηβαίου (4ος-3ος π.Χ. αι.) Ελληνική ή Παλατινή Ανθολογία VII 501.(Μετφ. Γιάννη Τζανή, Αρχαία και Βυζαντινά επιγράμματα Μακεδονίας και Θράκης, έκδ. Μπίμπης και ΟΠΠ Ευρώπης, Θεσσαλονίκη 1997)
Άγιε Βασίλη μου, Παππού εβδομηντάρη με ισχίο φαγωμένο και τ’ αριστερό σου χέρι μες στο χώμα απ’ την ανελέητη ενδημική Λερναία Ύδρα, που αρπάζει αδερφούς και φίλους, με τους χτύπους της καρδιάς σ’ άτακτο ποδοβολητό, πού να πρωτοπρολάβεις με τις τόσες καθημερινές φωτιές; Ποια δημιουργική λογιστική θα ισοσκελίσει το σακούλι σου που όλο γίνεται ισχνότερο;
Πού να προστρέξεις άγγελος εθελοντής, τραυματιοφορέας, αρωγός απ’ το υστέρημα; Στο σπίτι σου, που ο Βαρδάρης καιροφυλακτεί την επικείμενη περικοπή για να μπουκάρει μες στον ύπνο νέος εφιάλτης; Στα άνεργα οράματα που περιφέρονται αποσκευές στις αποθήκες αεροδρομίων; Στα σταυροδρόμια με τις ξέψυχες παλάμες ικεσίας; Στις συνοριακές γραμμές με τα σβησμένα παιδικά χαμόγελα καρφιτσωμένα στα συρματοπλέγματα; Στα θέατρα του κόσμου και τις αγορές, που σέρνεται ο φόβος κροταλίας ύπουλος;
Άγιε Βασίλη μου, και η δική σου γειτονιά κατασπαράσσεται από τους γύπες και τις ύαινες. Ο πολεμοχαρής Ηρώδης αποκεφαλίζει καθημερινά τον Ιωάννη και αναζητεί με το καλάσνικοφ τα δεκατέσσερα εκατομμύρια άστεγα νήπια της προσφυγιάς. Τα καραβάνια συνωστίζονται στην παραλία και κανένα θαύμα δεν ανοίγει τη Μεσόγειο ένθεν και ένθεν για να περπατήσουν προς τη χώρα της επαγγελίας. Τα καράβια σωτηρίας των εθνών κάνουν περιπολίες φύλαξης, οι Γραμματείς συσκέπτονται στο πράσινο τραπέζι της κατανομής. Οι παγερές ακτές εξαπολύουν στη φουρτούνα σαπιοκάραβα, σχεδίες πλαστικές και χάρτινες του Χάροντα βαρκούλες και τα τουμπανιασμένα βρέφη ανασύρονται, ψάρια νεκρά ύπουλου δυναμίτη, με απόχες.
και της Παναγιάς την προσευχή και περιμένει «Μάννα» εξ ουρανού, από Δυσμάς κι
Ανατολάς, από Βορρά και Νότο…
Ο Όμηρος, τυφλός στα μάτια, βγάζει φως απ’ την ψυχή να ψάξει τις πνιγμένες
νήπιες ελπίδες, για να τις μοιρολογήσει.
Ο Φίλλις (ο αγαπημένος) απ’ τη Δαμασκό του Παύλου ή τη Ράκα ή τη
Βαγδάτη την πολύπαθη, πτώμα αζήτητο στα βράχια της ακτής. Ενθάδε κείται το
γυμνό φιλότιμο όλου του Γαλαξία.
Οι σφίγγες με τα παπιγιόν κάνουνε έφοδο στις συνοριακές σκοπιές, στις
βάρδιες σωτηρίας, έλεγχο υποχρεώσεων, γυρεύουν γην και ύδωρ κι απειλούνε με
κυρώσεις. Και οι χορτάτοι του Βορρά κλείνουν τα σύνορα μ’ αγκαθερά
παραπετάσματα, διαταγές ξενηλασίας, άσφαιρα πυρά κι εξαπολύουν μύδρους για την
πλημμελή φύλαξη των συνόρων από τους Ακρίτες της μεγάλης αυτοκρατορίας.
Εσύ, Άγιε Βασίλη, εν μέσω δυο πυρών, με το μπαστούνι κούτσα-κούτσα
σφίγγεις το σακούλι σου κι αναζητείς τους πιο δυστυχισμένους, με δέματα στους
πρόχειρους καταυλισμούς, με της ψυχής σου τα κομμάτια αντίδωρο παρηγορίας για
να στυλωθούν οι λαβωμένοι άγγελοι…
Κι εμείς σ’ αυτό το σταυροδρόμι των λαών, έχουμε ακόμη απλωμένη την
καρδιά για να τσιμπολογήσουν τα πουλιά, κάνουμε δεματάκια το υστέρημα
χαμόγελου, μοιράζουμε τον ήλιο, που κρατάει και τον χειμώνα μέσα κι έξω μας, κι
αντέχουμε τις ύβρεις, τους κολαφισμούς, στις σιαγόνες τα ραπίσματα, τ’ αγκάθινο
στεφάνι και τον ασήκωτο σταυρό στου Γολγοθά την ανηφόρα…
Εμείς το απλωμένο χέρι βοηθείας δεν το κατεβάζουμε ποτέ και την μπουκιά μας
την προσθέτουμε στους πέντε άρτους να χορτάσουν οι πεντάκις χίλιοι του νέου
θαύματος. Στη μήτρα της γυναίκας μας φυτεύουμε ηλιοτρόπια, κόκκινες παπαρούνες
και γαλαζοπράσινα αμάραντα. Οι τριανταφυλλιές κι οι πασχαλιές ορίζουν τις αυλές
μας, τη μοίρα μας τη σημαδεύουν με το γέλιο τους τα εγγόνια μας, ο Άη-Βασίλης μας
μοιράζει τη μεταλαβιά της αισιοδοξίας σ’ όλους, άδικους και δίκαιους, άθεους και
πιστούς και το φεγγάρι μας, τις νύχτες τις ρομαντικές, φωτίζει ως τα κατάβαθα τα
ερωτευμένα όνειρα και η αγάπη λάμπει γνήσιο χρυσάφι πίσω από τις κόρες των
ματιών.
Εμείς, όταν μας πνίγουν τα μεράκια μας, πατάμε κάτω τους καημούς με το
βαρύ ζεϊμπέκικο και στο χασαποσέρβικο, σφιχτά αγκαλιασμένοι ανεβαίνουμε σιγά
σιγά στον ουρανό σαν φωτοστέφανος αγίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου