Κυριακή, Σεπτεμβρίου 29, 2013

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΦΑΣΙΣΜΟΣ

 «Η γυναίκα Ιεζάβελ»
Σκέψεις πάνω στην ψευδεπίγραφη χριστιανικότητα 
του φασισμού
του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου
και του Ευστάθιου Χ. Λιανού Λιάντη
 Πηγή: Ενθέματα της Αυγής, 4/11/2012


Αλλά έχω κατά σου ολίγα, ότι αφείς την γυναίκα Ιεζάβελ, 
η λέγει εαυτήν προφήτιν, και διδάσκει και πλανά τους εμούς δούλους
Αποκ. 2,20
Χαρακτικό του Γιάννη Κεφαλληνού, από τους «Σκλάβους πολιορκημένους» του Κώστα Βάρναλη.
Οφείλουμε να ξεκινήσουμε το παρόν άρθρο με μία έμπονη ιστορική παραδοχή: Οι μεγάλες χριστιανικές ομολογίες της Ευρώπης δεν αντιστάθηκαν στον φασισμό και τον ναζισμό, τον καιρό που αυτά τα ιδεολογήματα είχαν καταστεί κυρίαρχες κρατικές ιδεολογίες. Δεν προέταξαν τον σταυρωμένο Χριστό έναντι των φασκών και της σβάστικας, ούτε έθεσαν τον λόγο του Ευαγγελίου σε αντιδιαστολή με τα κηρύγματα μίσους των φασιστών. Σιώπησαν, συμπορεύτηκαν, ευλόγησαν, αλλά δεν αντιτάχθηκαν. Και αυτό αποτέλεσε και θα αποτελεί για πάντα μια σελίδα ντροπής για τα κυρίαρχα χριστιανικά ιερατεία εκείνων των δίσεκτων χρόνων. Όμως, Εκκλησία δεν είναι (μόνον) τα ιεραρχικά σώματα και η διοίκηση· Εκκλησία είναι, κυρίως, οι άγιοι και οι μάρτυρες της κάθε εποχής. Στο αίμα των μαρτύρων της θεμελιώθηκε και θεμελιώνεται αιώνια η Εκκλησία, και οι χριστιανοί, που ομολόγησαν την αλήθεια του Χριστού και διώχθηκαν, φυλακίσθηκαν και εξοντώθηκαν από τον φασισμό, είναι η σύγχρονη δόξα της. Όπως πάντα συνέβαινε στην Ιστορία, η χριστιανική αλήθεια επαληθευόταν στη γενναιότητα και το μαρτύριο των λίγων.
Καμία χριστιανική ομολογία δεν θέλει σήμερα να θυμάται τους συνεργάτες των ναζιστών, ούτε, επίσης, να αποδέχεται χωρίς κριτήρια αληθείας την άτολμη συγγνώμη των μελών της που τους υποστήριξαν. Όλοι, ή σχεδόν όλοι, αν σκεφθούμε την ιδιόμορφη περίπτωση του καρδινάλιου Stepinac, έχουν καταδικασθεί στην απαξίωση της λησμονιάς. Και θα πίστευε κανείς, ότι μετά την αποκάλυψη των τερατωδών εγκλημάτων του φασισμού κατά αμάχων μειονοτήτων και του Ολοκαυτώματος στην ολότητά του, ο χριστιανικός κόσμος διέγραψε οριστικά κάθε ιδεολογικό συσχετισμό ή συμπάθεια προς αυτόν. Για κάποιους, όμως, υφίσταται ακόμα η «κρυφή γοητεία» του φασισμού.
Παρά την εγγενή αντιχριστιανικότητά του, ο φασισμός ασκεί έλξη προς τα συντηρητικά ακροατήρια ως ένα κίνημα που εκμεταλλεύεται τραντισιοναλιστικές αξίες και «θεοποιεί» την έννοια του έθνους, και, άρα, το υπερεγώ ενός λαού, καταξιώνοντας το κοινωνικό υποκείμενο, επειδή και μόνον ανήκει σε μία ορισμένη φυλετική ομάδα. Σε αυτά τα σημεία έγκεινται οι κύριες αντιστοιχίες του με τις idées fixes ενός μέρους της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, το οποίο αφήνοντας κατά μέρος την πανανθρώπινη προοπτική του χριστιανικού μηνύματος και τη ριζοσπαστική ισότητα, που εξήγγειλαν ο Χριστός και οι μαθητές του, επαναλαμβάνει τα ιστορικά processus και, εντελώς αυθαίρετα, προτιμά να περικλείσει την Εκκλησία στα όρια του έθνους-κράτους, στρέφοντάς τη εχθρικά προς τον ξένο, τον ανόμοιο. Κι εδώ εμφανίζεται η αντινομία και η ματαίωση της χριστιανικής ταυτότητας, τουλάχιστον του συνειδητού μέλους της Εκκλησίας, τη στιγμή που υιοθετεί τον φασισμό.
Όταν στα 1933 την εύθραυστη δημοκρατία της Βαϊμάρης διαδέχθηκε ο ναζιστικός ολοκληρωτισμός, οι εθνικοσοσιαλιστές θεωρητικοί προσπάθησαν να κατασκευάσουν μια ψευδεπίγραφη χριστιανική ομολογία, η οποία θα εξυπηρετούσε τη φασιστική κρατική μηχανή. Οι κύριοι άξονες αυτού που ονόμασαν «θετικό χριστιανισμό» ακύρωναν, ουσιαστικά, τις βασικές αρχές της χριστιανικής πίστης, αντικαθιστώντας τη με ένα ρατσιστικό, νεο-παγανιστικό μόρφωμα, που χρησιμοποιούσε κατ’ επίφαση το όνομα του Χριστού. Ως στόχους τους διακήρυξαν την απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης ως χριστιανικού συγγράμματος και την «απο-εβραιοποίηση» της Καινής Διαθήκης (ειδικότερα του κατά Ματθαίον Ευαγγελίου και των Παύλειων Επιστολών)· την επιβολή της θέσης για εκπλήρωση της Μεταρρύθμισης στο «μεσσιανικό» πρόσωπο του Αδόλφου Χίτλερ· τη φυλετική ταυτοποίηση του Ιησού ως Άριου, και την εισαγωγή αρχαίων γερμανικών παραδόσεων και δρυϊδικών μύθων σε αντικατάσταση των ιουδαϊκών στοιχείων του χριστιανισμού.
Σε αυτές τις θέσεις, αλλά και στη δημιουργία της Reichskirche, της ναζιστικής «εκκλησίας», αντέδρασε μια μικρή μερίδα Γερμανών ιερωμένων, θεολόγων και πιστών, που συγκρότησε την Bekennende Kirche (Ομολογούσα Εκκλησία) σε μια προσπάθεια να αντισταθεί στον εκφασισμό της προτεσταντικής ομολογίας. Στη Διακήρυξη Πίστεως του Barmen οι ηγέτες της Bekennende Kirche σημείωναν: «Απορρίπτουμε το ψευδές δόγμα ότι η Εκκλησία με ανθρώπινη αλαζονεία μπορεί να θέσει τον Λόγο και το έργο του Κυρίου στην υπηρεσία οποιωνδήποτε αυθαίρετα επιλεγμένων επιθυμιών, επιδιώξεων και σχεδίων». Οι ηγετικές φυσιογνωμίες της μικρής αυτής χριστιανικής ομάδας εξορίσθηκαν, οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και ορισμένοι εκτελέσθηκαν εκεί μέχρι το τέλος του Πολέμου. Από αυτούς ξεχώρισαν, για τη ρωμαλεότητα του πνεύματός τους, ο μεγάλος Karl Barth και ο «μάρτυρας» Dietrich Bonhoeffer. Αλλά, ακόμα, και η κατοπινή δικαίωση της χριστιανικής αντίστασης δεν ήταν πλήρης, μιας και ποτέ δεν αποδόθηκαν ευθύνες στα μέλη της Εκκλησίας, τον απλό λαό, που απορρίπτοντας τη χριστιανική αγάπη, αγάπησε ένα μεταφυσικό «εγώ» του έθνους ή της φυλής.[........]
 Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο εδώ=> «Η γυναίκα Ιεζάβελ»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...