Κυριακή, Δεκεμβρίου 30, 2007

ΟΛΑ ΕΝΑ ΨΕΜΑ- ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (4)

Vincent Van Gogh, Ο καλός Σαμαρείτης,1890.

1 Ιουνίου

Αρχίζουν οι πολυτήριες εξετάσεις της Γ΄ Τάξης . Ανάσες ελευθερίας. Καιρός βροχερός. Μολαταύτα εξορμήσεις εδώ κι εκεί με την Αναστασία και το Χανς. Αγορές , πλειστηριασμοί. Με τη βοήθειά τους αρχίζω και γίνομαι εξπέρ . Δανείστηκα κι άλλα χρήματα από την Αναστασία , για να τα βγάλω πέρα. Αν δεν μπορέσω να τα μαζέψω το καλοκαίρι , δε χολοσκάω. Θα πουλήσω κάποιον από τους "θησαυρούς" μου. Τηλεφώνησε από Θεσσαλονίκη η Γιάννα. Δεν πάει άλλο με τον Άγγελο. Χωρίζουν...



4


Η επιστροφή στην πραγματικότητα ήρθε μέσω της επιτακτικής ανάγκης να ξαλαφρώσω την κύστη μου. Ανοίγοντας τα μάτια διαπίστωσα με έκπληξη ότι ήμουν μόνος στο αυτοκίνητο. Μισοσηκώθηκα και κοίταξα απ’ το παράθυρο . Το αμάξι ήταν παρκαρισμένο δίπλα σε έναν ψηλό μαντρότοιχο. Από την άλλη άκρη του δρόμου μικρές συμπαθητικές μονοκατοικίες έδειχναν ότι βρισκόμασταν σε κάποια επαρχιακή πόλη .Είχα την αόριστη εντύπωση ότι το μέρος αυτό δε μου ήταν άγνωστο .
Φόρεσα με δυσκολία τα παπούτσια μου και βγήκα από το αμάξι . Προχωρώντας με αβέβαια βήματα στο πεζοδρόμιο εντόπισα μια βελανιδιά , που υψωνόταν σύρριζα στο μαντρότοιχο. Τη στιγμή όμως που ετοιμαζόμουν να κατεβάσω το φερμουάρ του παντελονιού μου, ακούστηκε ο ήχος ενός αμαξιού που πλησίαζε. Παραπαίοντας τράβηξα προς την άκρη του μαντρότοιχου και έστριψα στη γωνία αναζητώντας κάποιο βολικότερο χώρο.
Το θέαμα όμως που αντίκρισα με έκανε να τα χάσω. Βρισκόμουν μπροστά στην είσοδο του μουσείου του Fernand Leger , στη Μπιό!
Θυμόμουν πολύ καλά αυτό το χώρο, γιατί είχαμε επισκεφθεί με την Αρετή το μουσείο μόλις πριν από λίγους μήνες. Κατ΄ απαίτησή της είχαμε παρεκκλίνει από το πρόγραμμά μας και περάσαμε πολλές ώρες μπαινοβγαίνοντας στο εντυπωσιακό μοντέρνο οικοδόμημα, που στεγάζει σημαντικά έργα του καλλιτέχνη, όπως Οι οικοδόμοι , Η Τζοκόντα με τα κλειδιά, Το μεγάλο ρυμουλκό…
Είναι γεγονός ότι αρχικά γκρίνιασα, γιατί η επίσκεψη αυτή σήμαινε παράταση της διαμονής μας στην Κυανή Ακτή κατά μία μέρα. Δε μας έφταναν, είπα, τα μουσεία του Ματίς και του Σαγκάλ στο Σιμιέ , έπρεπε να ξεποδαριαστούμε βλέποντας πίνακες , που μετά από ένα μήνα θα τους είχαμε ξεχάσει; Αποδείχτηκε ότι δεν είχα δίκιο. Η επιμονή της Αρετής ήταν θαυμάσια , γιατί με έφερε σε επαφή με έναν καταπληκτικό καλλιτέχνη, που τον αγνοούσα παντελώς.
Έσπρωξα την πόρτα του κήπου. Η βλάστηση ακόμα και σε καιρό χειμώνα ήταν οργιαστική. Τεράστια δέντρα και πυκνοί θάμνοι δημιουργούσαν ιδανικούς κρυψώνες για την αποστολή μου. Κρύφτηκα πίσω από ένα μεγάλο θάμνο και ξαλάφρωσα επισκοπώντας το χώρο μήπως με πάρει το μάτι του φύλακα. Δεν είχα όρεξη να με τραβολογούν στην αστυνομία για βεβήλωση μνημειακού χώρου.
Η επιχείρηση ουρείν στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Ανακουφισμένος ετοιμάστηκα να βγω από την κρυψώνα μου και να γυρίσω στο αυτοκίνητο. Η πόρτα όμως του μουσείου που άνοιξε με πάταγο ματαίωσε το σχέδιό μου . Στο άνοιγμά της εμφανίστηκε η… Αναστασία συνοδευόμενη από έναν άντρα.
Ο τύπος φορούσε μαύρο παλτό. Ένα άσπρο κασκόλ, που του ’φτανε ως τα γόνατα, ήταν ριγμένο μποέμικα στο λαιμό του. Δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα σαράντα. Ξανθό μαλλί κουρεμένο κοντό. Όμορφο τευτονικό πρόσωπο αλλά σκληρό, βγαλμένο λες από ταινία νουάρ. Η Αναστασία κρατούσε ένα δέμα στα χέρια κι ο άντρας την αγκάλιαζε έχοντάς την πιασμένη σφιχτά με το δεξί του χέρι από τη μέση . Κατέβηκαν τα σκαλοπάτια κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο σαν ερωτευμένο ζευγαράκι.
Πέρασαν λίγα μέτρα μακριά από το θάμνο όπου ήμουν κρυμμένος. Πριν φτάσουν στην αυλόπορτα κοντοστάθηκαν. Το αυτί μου έπιανε θραύσματα από λέξεις και φράσεις στα γερμανικά, ήταν όμως αδύνατο να καταλάβω το περιεχόμενο της συνομιλίας τους. Το μόνο που μπόρεσα να ξεχωρίσω καθαρά ήταν η επανειλημμένη χρήση των λέξεων «Προσοχή» και «Ανυπερθέτως” καθώς και η φράση από τη μεριά του άντρα: “ Δώσ΄ τους να καταλάβουν ποιος κάνει κουμάντο, αλλά χωρίς να το ρισκάρεις . Με το μαλακό! ”.
Το ζευγαράκι έκανε μερικά βήματα πάνω στο βρεγμένο πλακόστρωτο κι ύστερα φιλήθηκαν περιπαθώς. Έσπρωξαν τη βαριά σιδερένια πόρτα και βγήκαν στο πεζοδρόμιο. Άκουσα τα βήματά τους στο πλακόστρωτο και μετά το θόρυβο της μηχανής αυτοκινήτου που ξεκινούσε.
Δε σάλεψα από τη θέση μου. Η Αναστασία προφανώς θα με αναζητούσε , μόλις θα ανακάλυπτε την απουσία μου από το αυτοκίνητο, και δεν ήθελα να προδώσω το στίγμα μου . Πράγματι, άκουσα τα τακούνια της να χτυπούν ξερά στο πεζοδρόμιο με κατεύθυνση την είσοδο του μουσείου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ευτυχώς όμως δεν ξαναμπήκε στον κήπο και ξαναγύρισε στο αυτοκίνητο . Μετά από λίγο είδα το Audi να περνάει έξω από την αυλόθυρα του μουσείου παίρνοντας την κατηφόρα.
Βγήκα ανακουφισμένος στο δρόμο και επέστρεψα όσο πιο βιαστικά μπορούσα στη θέση όπου βρισκόταν παρκαρισμένο προηγουμένως το αμάξι . Είχε αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι. Τουρτούριζα από το διαπεραστικό κρύο, ενώ έντονοι πόνοι διαπερνούσαν τα σακατεμένα πλευρά μου, σε κάθε κίνηση που έκανα.
Ήμουν νευριασμένος με την ανεξήγητη στάση της . Έπρεπε να με είχε ενημερώσει από την αρχή για την πρόθεσή της να περάσει από το μουσείο του Leger. Τουλάχιστον ας μου άφηνε ένα σημείωμα , για να μην ανησυχήσω , στην περίπτωση που ξυπνούσα κατά την απουσία της . Κατά βάθος ήμουν χολιασμένος από την παρουσία του άγνωστου άντρα . Δεν μπορούσε να φύγει από το μυαλό μου το σφιχταγκάλιασμά τους, η ενδοτικότητα του σώματός της και η κτητική υποδήλωση του χεριού του στη μέση της . Ζήλευα κι αυτό αύξαινε το αφόρητο αίσθημα της παγωνιάς στο ταλαιπωρημένο μου κορμί .
Το Audi έκανε την εμφάνισή του ενώ με είχαν εγκαταλείψει και τα τελευταία αποθέματα της ψυχικής και βιολογικής μου αντοχής. Βιάστηκα να χωθώ στο αμάξι και να ξαπλώσω στο κάθισμα, χωρίς να απαντήσω στις διαμαρτυρίες της Αναστασίας και στις επίμονες ερωτήσεις της για την εξαφάνισή μου . Τα δόντια μου έπαιζαν καστανιέτες και ρίγη διέτρεχαν κορμί μου , σαφή προμηνύματα , ήμουνα σίγουρος, μιας επερχόμενης πνευμονίας.
Όταν μετά από αρκετή ώρα ηρέμησαν τα πάθη μου, ζήτησα ταπεινά συγγνώμη από την Αναστασία για τη λαχτάρα που της προκάλεσα. Δικαιολογήθηκα: « Κόντεψα να σκάσω! Κατέφυγα, λοιπόν , ως απελπισμένος ικέτης, σε ένα γειτονικό σπίτι και ζήτησα βοήθεια. Καλά που δε μου έκλεισαν οι άνθρωποι την πόρτα κατάμουτρα, αλλιώς θα τα είχα κάνει στο πεζοδρόμιο. Ας είναι καλά ! Να φανταστείς ότι εκτός από την τουαλέτα τους μου πρόσφεραν και καφέ…Μπορείς όμως να μου πεις πού πήγες και εξαφανίστηκες έτσι απροειδοποίητα και μ΄ άφησες στους πέντε δρόμους; Αγωνιούσες κι εσύ να βρεις τουαλέτα;».
Αμίλητη έβαλε μπρος τη μηχανή. Το διασκέδαζα. Ασφαλώς έψαχνε να βρει κάποια καλή δικαιολογία . Ήμουν περίεργος να ακούσω το σενάριο που θα μου ξεφούρνιζε. Τα λεπτά όμως περνούσαν χωρίς ανταπόκριση στο εύλογο ερώτημά μου. Αποφάσισα κι εγώ να την αγνοήσω και να ασχοληθώ με το προσωπικό μου πρόβλημα . Επιχείρησα να κάνω ένα νηφάλιο απολογισμό της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί μετά το στραπάτσο της Αντίμπ.
Είχα την εντύπωση ότι η επιχείρηση κάθαρση δεν πήγε ολότελα χαμένη . Μπορεί να επέστρεφα κακήν κακώς στη βάση μου, αλλά το κέρδος που αποκόμιζα ήταν η βεβαιότητα ότι οι άνθρωποι που έψαχνα βρίσκονταν στην Αντίμπ. Πρέπει να πλησίασα πολύ κοντά τους κι αυτό τους έκαναν να χάσουν την ψυχραιμία τους. Το επεισόδιο που παίχτηκε έξω από το L΄ amour παραήταν καλοσκηνοθετημένο , για να είναι συνηθισμένη ληστεία . Η πιθανότητα να έπεσα τυχαία σε κάποια σπείρα μικροκακοποιών, που βρήκαν την ευκαιρία να γδύσουν τον αφελή τουρίστα, δε με έπειθε καθόλου.
Βέβαια, από κει και πέρα τα πράγματα γίνονταν εξαιρετικά δύσκολα. Από τη μια μεριά ο τραυματισμός μου απαιτούσε ένα αρκετά μακρύ διάστημα αποθεραπείας. Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι απομακρυνόταν χρονικά η επιστροφή μου στην Αντίμπ για το οριστικό ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με τους δολοφόνους της Αρετής . Από την άλλη συνειδητοποιούσα πόσο δίκιο είχε ο Μανόλης όταν μου έλεγε ότι το να τα βάζει κανείς με τους εγκληματίες δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Αυτά συμβαίνουν μόνο στα βιβλία, όπου ο καλός νικάει στο τέλος τους κακούς. Μπουρμπούτσαλα!...
Σκεφτόμουν αποθαρρημένος μήπως κάτι τέτοιο ξεπερνούσε τις δυνάμεις μου, μήπως δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να βγω νικητής στη μάχη με τα καθάρματα . Αν ήθελα , είπα, να είμαι ρεαλιστής , όφειλα να ομολογήσω ότι είχα άγιο που τη σκαπουλάρισα μόνο με μερικά σπασμένα πλευρά .

Με κατέκλυσε ένα πελώριο κύμα αυτοϋποτίμησης. Με έστησα στον τοίχο και με πυροβολούσα αλύπητα: Γιατί θέλησες να το παίξεις Ράμπο; Μπαμ! Γιατί δε συνεργάστηκες με το Ρισάρ δίνοντάς του τα στοιχεία που είχες στη διάθεσή σου, αλλά είπες ένα σωρό ψέματα; Μπαμ! Μπαμ! Γιατί δεν είπες την αλήθεια στην Αναστασία, το μόνο άτομο που σε αγαπάει αληθινά; Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ!
Ο τελευταίος πυροβολισμός δε μου πολυάρεσε και τον πήρα αμέσως πίσω . Παρατηρούσα μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρα το όμορφο κεφάλι της γυναίκας που οδηγούσε ήρεμα κρατώντας απαλά με το δεξί χέρι το τιμόνι. Ο αμυδρός φωτισμός από το ταμπλό του αυτοκινήτου πρόσθετε μιαν ακαταμάχητη γοητεία στη μεσογειακή κατατομή της. Αναρωτήθηκα για το λόγο που δεν της αποκάλυψα την αλήθεια. Τι ήταν εκείνο που με εμπόδισε να την εμπιστευτώ, σε στιγμές μάλιστα που ο καθένας ψάχνει ένα αποκούμπι, για να τα βγάλει πέρα; Γιατί δε στηρίχτηκα απάνω της , για να αντλήσω κουράγιο, ένα γλυκό λόγο , μια καλή συμβουλή;
Η πιο πειστική δικαιολογία που μπόρεσα να βρω ήταν ότι η γυναίκα αυτή απέπνεε κάτι το μυστηριώδες και αντιφατικό. Από τη μια με γοήτευε και από την άλλη με τρόμαζε. Η μεθυστική της θηλυκότητα και η υπερχειλίζουσα τρυφερότητά της θα κόλαζαν και έναν άγιο . Αν ήθελα να είμαι τίμιος, έπρεπε να παραδεχτώ ότι ποτέ δεν πόθησα γυναίκα τόσο πολύ , με εξαίρεση , βέβαια, την Αρετή στα πρώτα χρόνια του δεσμού μας. Η Αναστασία με καθήλωσε από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας στο Ντ. Πολλές φορές έπιασα τον εαυτό μου , τη στιγμή που έκανα έρωτα με την Αρετή, να φαντασιώνεται το είδωλό της. Όμως ως εκεί και μη παρέκει. Η στάση μου απέναντί της ήταν πάντοτε άμεμπτα φιλική, ή , για να ακριβολογήσω, σκόπιμα αποστασιοποιημένη. Την απέφευγα όπως ο διάβολος το λιβάνι.
Η Αναστασία ήταν φίλη της Αρετής κι όχι δική μου. Έως το θανάσιμο τραυματισμό της πρώτης τίποτε στη στάση της δε μου έδωσε το δικαίωμα να σκεφτώ ότι ήμουν μέσα στην καρδιά της δεύτερης κάτι άλλο εκτός από ένας δευτεροκλασάτος φίλος. Η γυναίκα αυτή άρχισε να με πολιορκεί, ενώ η γυναίκα μου πάλευε με το θάνατο στο νοσοκομείο. Αυτό είναι που με ενοχλούσε. Μικροαστική , θα την αποκαλούσε κανείς, ηθική, μιας και τα αισθήματα , όπως κι ο βήχας, δεν κρύβονται, δεν είναι αντικείμενα που μπορείς να τα παραχώσεις κάπου και να τα ξεχάσεις για ένα διάστημα.
Εγώ όμως στο σημείο αυτό κολλούσα και δεν μπορούσα να το ξεπεράσω. Στην κατάσταση που ήμουν όφειλε να κρατήσει μια πιο διακριτική στάση, να περιμένει ώσπου να περάσει η μπόρα. Απλώς και μόνο επειδή ήταν η καλύτερη φίλη της Αρετής! Όχι πως όλο το φταίξιμο ήταν δικό της. Είχα κι εγώ μεγάλο μερίδιο ευθύνης, αφού με την ενδοτική στάση μου την ενθάρρυνα , κι αυτό ήταν ένα βάρος στην ψυχή μου.
Με πίεζε να της αποκαλύψω την αλήθεια. Αλλά πώς να άνοιγα την καρδιά μου σ’ έναν άνθρωπο που δεν τον ήξερα στην ουσία καθόλου; Εμπιστεύεσαι έναν άνθρωπο που σε εμπιστεύεται απόλυτα κι αυτός. Κι εγώ τι ήξερα γι΄ αυτήν; Στην ουσία τίποτε. Πίσω από το σαγηνευτικό είδωλό της το απόλυτο σκοτάδι! Μερικές μόνο αόριστες πληροφορίες για το παρελθόν της και σκόρπιες ψηφίδες της προσωπικής της ζωής. Ούτε στο σπίτι της είχα πάει ποτέ ούτε κάποιον δικό της άνθρωπο είχα συναντήσει. Δεν ήξερα καλά καλά τη φύση της εργασίας της , για να μπορώ να σχηματίσω μια σαφή γνώμη για το χαρακτήρα και τον κόσμο της.
Είχε εισβάλει σαν ανεμοστρόβιλος στη δική μου ζωή και διεκδικούσε επίμονα μερίδιο από τα μυστικά και τα αισθήματά μου. Όχι, είπα βάζοντας ένα τέλος στις σκέψεις μου , δεν έπρεπε να προχωρήσω πέρα από τα όρια της δικής μου ηθικής. Est modus in rebus! Έπρεπε να διασώσω τα υπολείμματα της αξιοπρέπειάς μου, να κρατήσω τις επιβαλλόμενες αποστάσεις. Δεν ήμουν έτοιμος να ανταποκριθώ. Κυρίως όφειλα να μη υποκύψω στη γοητεία αυτής της γυναίκας , που έμοιαζε με μαύρη τρύπα, έτοιμη να με καταπιεί.
Το αμάξι έκοψε ταχύτητα . Εμφανίστηκαν οι φωτεινές επιγραφές ενός βενζινάδικου της Aral και λίγες στιγμές αργότερα σταματούσαμε δίπλα σε ένα αντλιοστάσιο. Η Αναστασία άνοιξε την πόρτα γύρισε προς το μέρος μου.
- Πέτρε, πέτρα που κυλάει δε μαλλιάζει. Σήκω! Καιρός για ένα καλό σέρβις.
Ανταποκρίθηκα βογκώντας.
- Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ χρειάζομαι γενική επισκευή και … πέταμα!
- Εμπιστέψου το μάστορη για την επισκευή σου. Αν δε σε ικανοποιήσουν οι υπηρεσίες του, τότε δεν πληρώνεις .
Βγήκε από το αμάξι . Γέμισε το ρεζερβουάρ και έδωσε εντολή σ’ έναν υπάλληλο να ελέγξει τα λάδια και τον αέρα των τροχών . Ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο και το έφερε μπροστά από την πόρτα του εστιατορίου.
"Καιρός του σπείρειν , καιρός του καταβροχθίζειν !", φώναξε θριαμβικά, βγάζοντας από μια σακούλα που ήταν στο κάθισμα του συνοδηγού ένα πέτσινο μπουφάν. Μου το πέταξε.
- Ein Geschenk από μένα για σένα! Tο δικό σου πετάχτηκε στα σκουπίδια ως ανεπίδεκτον επισκευής .
Γούρλωσα τα μάτια .
- Με φέρνεις σε δύσκολη θέση . Επαινετή η πρωτοβουλία σου να ντύσεις τον γυμνό , αλλά γιατί τόσο ακριβό δώρο; Απαιτώ στο εδώ και τώρα να μου πεις τι θέλεις ως αντίδωρο.
- Εσένα!, μου απάντησε κοιτάζοντάς με χαμογελαστά . Εσένα , όπως ήσουν άλλοτε. Γερός , δυνατός και όλο κέφι για τη ζωή!
Βγήκε από το αμάξι και προχώρησε προς την είσοδο.
Το φρεσκάρισμα στην τουαλέτα του μοτέλ και το καλό δείπνο που ακολούθησε επέδρασαν ευεργετικά στη διάθεσή μου. Με τη βοήθεια μιας φιάλης εκλεκτού οίνου από το Εξ αν Προβάνς μετέθεσα για άλλη ώρα τις δυσφορικές σκέψεις που με βασάνιζαν πριν από λίγο. Η Αναστασία έβγαλε από τη τσάντα της το χάρτη και υπολόγισε την απόσταση που μας απέμενε ως την Αβινιόν.
- Αν όλα πάνε καλά , σε δυο ώρες θα είμαστε στο κρεβατάκι μας.
Ο υπερτονισμός της κτητικής αντωνυμίας μας με ενόχλησε .
- Μα καλά, δεν έχεις κλείσει δύο ξεχωριστά δωμάτια;
- Αστειεύεσαι; Τέτοιες μέρες όλα τα ξενοδοχεία είναι υπερπλήρη. Είμαστε τυχεροί που πετύχαμε ένα δίκλινο.
- Γιατί δεν έκλεισες στο ΕΤΑΡ; Εκεί θα έβρισκες οπωσδήποτε .
- Ε όχι και στο ΕΤΑP . Δε σε χαραμίζω για τέτοιο χάνι! Νομίζω ότι απόψε δικαιούσαι σπέσιαλ περιποίηση .
- Δικαιούμαι; Τι πάει να πει δικαιούμαι;
- Πάει να πει ότι ο άντρας που απόψε κυκλοφορεί μαζί μου δεν είναι όποιος κι όποιος! Επομένως δικαιούται τα καλυτερότερα...
- Νομίζω ότι βιάζεσαι να τραβήξεις πολύ γρήγορα το σκοινί, είπα ξερά.
Ζάρωσε το μέτωπό της .
- Δε σε καταλαβαίνω. Για ποιο σκοινί μιλάς ;
- Ξέρεις πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλάω.
- Ειλικρινά , δεν ξέρω!
- Άσε τις εξυπνάδες!
-Σου επαναλαμβάνω, δεν καταλαβαίνω καθόλου τι υπονοείς.
Κατέβασα με οργή το χέρι μου πάνω στο τραπέζι αναποδογυρίζοντας το μπουκάλι του κρασιού και κάνοντας τους λιγοστούς θαμώνες , που βρίσκονταν γύρω μας, να στραφούν με περιέργεια προς το μέρος μας.
- Πλήρωσε , σε παρακαλώ , να φύγουμε.
Σηκώθηκα απότομα από το τραπέζι,αλλά ένα κύμα πόνου με ανάγκασε να πέσω πάλι στην καρέκλα μου. Πετάχτηκε απλώνοντας τα χέρια για να με αγκαλιάσει, όμως αρνήθηκα τη βοήθειά της . Κάνοντας τεράστια προσπάθεια, κατάφερα να σταθώ στα πόδια μου και τραβηξα τρεκλίζοντας προς την έξοδο .

Δεν υπάρχουν σχόλια: