Σάββατο, Ιουλίου 08, 2006

Λεξικό των νεολληνικών όρων

Διευθυντής : αυτός που διευθύνει κάποιον οργανισμό ή ένα οργανωμένο σύνολο, ιδιωτικό ή δημόσιο: ~ εργοστασίου. ~ σε τράπεζα. Διοικητικός ~ δημόσιου οργανισμού. ~ νοσοκομείου, ο επικεφαλής γιατρός. ~ σχολείου. ~ εφημερίδας. ~ περιοδικού, . ~ πωλήσεων, σε μια επιχείρηση. ~ ορχήστρας κ.λπ.
Ο Δ. επιλέγεται ανά τον πολιτισμένο κόσμο σύμφωνα με τα προσόντα του, αλλά στην Ελλάδα επικρατεί η συνήθεια να επιλέγεται λόγω των φιλικών ή κομματικών του δεσμών ( neohellenicus commaticus-egathetus). Παράδειγμα: η πρόσφατη επιλογή χιλιάδων στελεχών για τη δημόσια διοίκηση, που έγινε σωρηδόν σε λίγες ώρες, χωρίς φυσικά να διαβαστούν τα βιογραφικά τους, και έδωσε τη δυνατότητα σε πλήθος κομματικών μελών να εκπαραθυρώσουν εν μια νυκτί όχι μόνο τους αντιπάλους τους αλλά και πολλούς προσοντούχους υπαλλήλους από τη δημόσια ιεραρχία.
Ο Δ. , ανάλογα με τη δραστηριότητα που επιδεικνύει, χαρακτηρίζεται ως καλός, σωστός, ικανός, δραστήριος, προοδευτικός, παληκάρι, δίκαιος, δικός μας, κακός, κολλημένος, υπηρεσιακός, ανίκανος, στριμμένο άντερο, νούλα, αντιδραστικός, φελός, στουρνάρι, μοχθηρός, ρεβανσιστής, φαφλατάς, υφάκιας, σκατό πατημένο κ.α.
Ο Δ. στην Ελλάδα είναι ένα άτομο ιδαίτερα μισητό, παρ΄ όλα αυτά όλοι διατείνονται ότι έχουν τον Τάδε ή το Δείνα Διευθυντή δικό τους. Η συνήθεις υπαλληλικές στάσεις απέναντί του είναι η οσφυοκαμψία, η δουλοπρέπεια, η στάση του αμίλητου νερού και η λειχία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...