Κυριακή, Ιουλίου 12, 2020

Δάφνη ντι Μωριέ: αν έγραφε σήμερα τα μυθιστορήματά της , θα την σνόμπαραν οι κακεντρεχείς σοβαροφανείς κριτικοί



Μέρες τώρα στριφογυρνά στο μυαλό μου η Δάφνη ντι Μωριέ. Ήρθε λοιπόν η στιγμή για αφιέρωμα με αφορμή την επανέκδοση της ταινίας του Νίκολας Ρεγκ «Μετά τα μεσάνυχτα», την οποία είχα πάει κάποτε να δω με χαλαρή διάθεση σε θερινό σινεμά, ανυποψίαστη για την ανατροπή του σεναρίου που θα με έκανε να ουρλιάξω με τρόμο μέσα στον κόσμο. Η Δάφνη ντι Μωριέ της «Ταβέρνας της Τζαμάικα», της «Ρεβέκκας» και των «Πουλιών» που είχαν την τύχη να γίνουν ταινίες από τον μετρ του σασπένς Άλφρεντ Χίτσκοκ υπήρξε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συγγραφικές περιπτώσεις της εποχής της, με μεγάλη αναγνώριση από το αναγνωστικό κοινό, παρότι δεν ήταν το αγαπημένο παιδί των κριτικών.
 
Η Δάφνη ντι Μωριέ σε νεαρή ηλικία
Γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1907, την εποχή δηλαδή που η βασιλεία του Εδουάρδου Ζ΄ υπήρξε καταλυτική για τη μετέπειτα εξέλιξη του Ηνωμένου Βασιλείου σε σχέση με τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα που απέκτησε η εργατική τάξη και οι γυναίκες. Το οικογενειακό περιβάλλον (οι γονείς της ήταν ηθοποιοί και ο παππούς της σκιτσογράφος) της έδωσε από νωρίς ερεθίσματα και άρχισε να γράφει από παιδί. Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «The loving spirit» (στα ελληνικά κυκλοφόρησε ως «Το αξιαγάπητο πνεύμα» και «Η αλυσίδα του έρωτα») γράφτηκε μέσα σε δέκα εβδομάδες κατά τη διάρκεια κάποιων διακοπών της στην Κορνουάλη, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της, και εκδόθηκε το 1931.

Η Δάφνη ντι Μωριέ, η οποία στις βιογραφίες της περιγράφεται ως άνθρωπος με εύθραυστη ψυχοσύνθεση που ταλαιπωρήθηκε από φοβίες και εμμονές, δανείστηκε μοτίβα της γοτθικής λογοτεχνίας για να μιλήσει για την αθέατη πλευρά της ψυχής, για την ανασφάλεια που προκαλεί ο κόσμος ο οποίος αλλάζει με ρυθμούς που ο σύγχρονος άνθρωπος αδυνατεί να ακολουθήσει. Οι ήρωές της συχνά νιώθουν ξένοι στο περιβάλλον τους, υπό διαρκή πραγματική ή υπερφυσική απειλή. Εν ολίγοις νιώθουν τον κόσμο πολύ μεγάλο για τα δικά τους μέτρα. Στα έργα της η έννοια του χωροχρόνου είναι σχετική και ο τρόπος που την αντιλαμβανόμαστε στη δυτική κοινωνία του ορθολογισμού τίθεται υπό αμφισβήτηση. Κι αν στα δεκαεπτά μυθιστορήματα που έγραψε συνδιαλέγεται με το υπερφυσικό, το παράδοξο και το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής, στα διηγήματά της τολμά τη βαθιά βουτιά στον τρόμο που πάντα έχει υπαρξιακές προεκτάσεις.

Το 1932 παντρεύτηκε τον στρατηγό σερ Φρέντερικ Μόνταγκιου Μπράουνινγκ, αξιωματικό του ναυτικού, με τον οποίο έκανε τρία παιδιά. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε στο «Illustrated London News» το διήγημά της «Η ευτυχισμένη κοιλάδα» (The Happy Valley) στο οποίο περιγράφεται η τρομακτική ερημιά που βιώνει μια νεαρή γυναίκα η οποία βλέπει στον ύπνο της ένα σπίτι που θα αποδειχτεί ότι πρόκειται για την κατοικία που θα μοιραστεί με τον μέλλοντα σύζυγό της. «Όταν άρχισε να βλέπει την κοιλάδα ήταν στα όνειρά της· σύντομες παράδοξες εικόνες που τις θυμόταν όταν ξυπνούσε και έπειτα γρήγορα θόλωναν και χάνονταν μέσα στον θόρυβο της ημέρας». Το σκοτεινό αυτό διήγημα που στα ελληνικά έχει μεταφραστεί από την Αργυρώ Μαντόγλου για την ανθολογία «Γοτθικές ιστορίες από μοντέρνες συγγραφείς» (Εκδόσεις Ars Nocturna, ανθολόγηση: Μαρία Γιακανίκη) αποτελεί προάγγελο της «Ρεβέκκας» που θα κυκλοφορήσει έξι χρόνια μετά. «Η ευτυχισμένη κοιλάδα» –μαζί με άλλα διηγήματά της τα οποία θεωρούνταν χαμένα για δεκαετίες– εκδόθηκε το 2011 σε μια συλλογή με τίτλο «The doll: The lost short stories».
 
Εξώφυλλα της «Ρεβέκκας»
Οι ακτές της Κορνουάλης και ο Χίτσκοκ

«Την περασμένη νύχτα είδα στον ύπνο μου πως ξαναγύρισα στο Μαντερλαίη. Στεκόμουνα μπροστά στην μεγάλη σιδερένια καγκελλόπορτα, αλλά δεν μπορούσα να μπω μέσα, γιατί ήταν κλεισμένη με μια αλυσίδα και ένα λουκέτο. Φώναξα τον θυρωρό και κανένας δεν απάντησε. Κυττάζοντας ανάμεσα από τα σκουριασμένα σίδερα, είδα ότι το θυρωρείον ήταν άδειο. Κανένας καπνός δεν έβγαινε από το τζάκι και τα μικρά παράθυρα έχασκαν από την εγκατάλειψι. Κατόπιν ένοιωσα ξαφνικά τον εαυτό μου προικισμένο με εκείνη την θαυματουργή δύναμι που δίνουν τα όνειρα και γλύστρησα ανάμεσα από τα σίδερα, σαν ένα φάντασμα. Η αλλέα εκτεινόταν μπροστά μου με την γνωστή της για μένα καμπύλη, αλλά όσο προχωρούσα διαπίστωνα την μεταμόρφωσί της: Ήταν στενή και απεριποίητη, δεν έμοιαζε με την παλιά αλλέα». Το Μάντερλεϊ, χτισμένο πάνω σε γκρεμό δίπλα από τη θάλασσα, εξυπηρετεί στη «Ρεβέκκα» τον ρόλο που έχει στη γοτθική λογοτεχνία ο αρχετυπικός πύργος. Το κτίσμα δεν λειτουργεί σαν σκηνικό, αλλά έχει δική του υπόσταση και μπορεί να αντανακλά αλλά και να επηρεάζει την ψυχική διάθεση των ενοίκων. Η συγγραφέας εμπνεύστηκε την έπαυλη του Μάντερλεϊ από το ιστορικό κτίσμα Μενάμπιλι στην Κορνουάλη, όπου έζησε από το 1943 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960.

«Η Ρεβέκκα είνε ένα παγκοσμίου φήμης βιβλίο με κολοσσιαία κυκλοφοριακή επιτυχία. Στον κινηματογράφο εσημείωσε ατελεύτητες σειρές παραστάσεων και συνεκίνησε εκατομμύρια θεατών» γράφει το οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης του έργου από τις Εκδόσεις Ρομάντσου, σε μετάφραση Π. Γιαγκίνη (το βιβλίο κυκλοφορεί επίσης σε καλή σύγχρονη μετάφραση της Ευμορφίας Στεφανοπούλου από τις Εκδόσεις Καστανιώτη). Από την ίδια έκδοση παραθέτω την υπόθεση του μυθιστορήματος γιατί έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τον τρόπο που η οπτική και οι λέξεις κλείνουν μέσα τους μια ολόκληρη εποχή: «Είναι η ιστορία μιας φτωχής και ορφανής κοπέλλας που αγαπά έναν πλούσιο Άγγλο ευπατρίδη, τον οποίο γνώρισε στο Μόντε – Κάρλο, στο ξενοδοχείο όπου έμενε με μια πλούσια Αμερικανίδα την οποία υπηρετούσε ως μαντεμουαζέλ ντε κομπανύ. Ένα μυστήριο καλύπτει τον θάνατο της πρώτης συζύγου του Άγγλου ευπατρίδη, της Ρεβέκκας. Η φτωχή ορφανή γίνεται σύζυγος του ευπατρίδη που την εγκαθιστά στην περίφημη ιδιοκτησία του, στο Μαντερλαίη. Αλλά, εκεί αρχίζει ένα καταθλιπτικό μαρτύριο για τη νεαρή ορφανή, γιατί όλα της θυμίζουν την πρώτη γυναίκα του συζύγου της». Στο μυθιστόρημα η φτωχή και ορφανή κοπέλα δεν έχει όνομα, γιατί αυτό δεν έχει καμία σημασία. Η προσωπικότητά της έχει συνθλιβεί κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες του πλούσιου και μεγαλύτερου σε ηλικία συζύγου. Είναι η κυρία του κυρίου, η δεύτερη κυρία Ντε Γουίντερ.
 ****************************************************************
 *Based on the novel by Daphne du Maurier* *Directed by Alfred Hitchcock* Μια νεαρή συνοδός ηλικιωμένων κυριών (Joan Fontaine) κάνει διακοπές συνοδεύοντας μια ιδιότροπη κυρία στο Μόντε Κάρλο όταν γνωρίζει και ερωτεύεται τον πλούσιο χήρο Maxim de Winter (Laurence Olivier). Αν και ο Maxim φαίνεται να μην έχει ξεπεράσει την σύζυγό του, Rebecca, όταν της ζητά να παντρευτούν, η νεαρή συνοδός δέχεται. Η ευτυχία τους, όμως, είναι εφήμερη: όταν επιστρέφουν στο Manderley, την έπαυλη του Maxim, η νεαρή γυναίκα διαπιστώνει ότι η πρώτη γυναίκα του συζύγου της εξακολουθεί να 'χει μια περίεργη επιρροή, ακόμα και μετά το θάνατό της. Η δεύτερη κυρία de Winter, όντας νέα κι άπειρη και μη γνωρίζοντας πώς να συμπεριφερθεί για να φανεί αντάξια σύζυγος για τον Maxim, για τον οποίο εξακολουθεί να πιστεύει ότι είναι ακόμη ερωτευμένος με τη Rebecca, γίνεται ευάλωτη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να βρεθεί έρμαιο εκμετάλλευσης στα χέρια της παράξενης και ψυχρής οικονόμου της έπαυλης η οποία έχει ψύχωση με τη Rebecca. Η συνέχεια επί της οθόνης...
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΑΙΝΙΑ


Το βιβλίο που φέτος μεταφέρεται ξανά στο σινεμά, αυτήν τη φορά για λογαριασμό του Netflix, έγινε ταινία για πρώτη φορά από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ το 1940 (η πρώτη της αμερικανικής του περιόδου), σε παραγωγή του Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, με πρωταγωνιστές τον Λόρενς Ολίβιε, την Τζόαν Φοντέιν και την Τζούντιθ Άντερσον σε ερμηνεία που στοιχειώνει μέχρι σήμερα το σινεφίλ ασυνείδητο.

**************************************************************************
Το μυθιστόρημα που εξακολουθεί να γοητεύει πάνω από οχτώ δεκαετίες τους αναγνώστες γνώρισε μετά τον θάνατο της συγγραφέα (1989) τρεις συνέχειες, η μία εκ των οποίων, «Ο χειμώνας της κυρίας ντε Γουίντερ» της Σούζαν Χιλ, κυκλοφόρησε και στα ελληνικά (Εκδόσεις Πάλιντρομ, μτφρ.: Αντιγόνη Λασκαρίδου, αγγλικός τίτλος: Mrs de Winter).
Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του Jamaica Inn, 1936

Το 1936, δύο χρόνια πριν από τη «Ρεβέκκα», είχε κυκλοφορήσει «Η ταβέρνα της Τζαμάικα» (Εκδόσεις Παπαδόπουλος, μτφρ.: Άννα Παπασταύρου, αγγλικός τίτλος: Jamaica Inn), Η ταβέρνα της Τζαμάικα ένα από τα τέσσερα ιστορικά μυθιστορήματά της που λαμβάνουν χώρα στην Κορνουάλη (τα άλλα είναι η «Ρεβέκκα», «Το ρέμα του Γάλλου» και «Η εξαδέλφη μου Ραχήλ»). Στο βιβλίο –που έγινε ταινία από τον Χίτσκοκ το 1939– η Μαίρη Γέλαν, μια ορφανή κοπέλα η οποία φτάνει στις αφιλόξενες ακτές της Κορνουάλης στις αρχές του 19ου αιώνα για να ζήσει με τον θείο της, σύντομα αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για έναν βίαιο μέθυσο ο οποίος κερδίζει τα προς το ζην με παράνομες δραστηριότητες. Όπως σχεδόν σε όλα τα έργα της, το νερό έχει έντονη παρουσία με ψυχαναλυτικές προεκτάσεις. Εδώ με τη μορφή της θάλασσας είναι φορέας της διαφθοράς που τρέφει το κακό που βρίσκεται στη στεριά.

Οι μη συμβατικοί ήρωες και η σχετικότητα του χωροχρόνου

«Ο κόσμος μας κουτσομπόλευε πάντα. Ακόμη και τότε που ήμασταν παιδιά. Όπου κι αν πηγαίναμε δημιουργούσαμε μια εχθρική ατμόσφαιρα. Εκείνη την εποχή, στη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου δηλαδή, αλλά και μετά, όταν όλα τα άλλα παιδιά είχαν καλούς τρόπους και τυπική συμπεριφορά, εμείς ήμασταν απείθαρχοι και απότομοι. “Αυτοί οι απαίσιοι Ντελάνεϋ…” έλεγαν». Το μυθιστόρημα «Τα παράσιτα» (Εκδόσεις Λιβάνη, μτφρ.: Βασιλική Κεραμοπούλου, αγγλικός τίτλος: The Parasites) εκδόθηκε το 1949 (μετά τα Frenchman’s Creek, Hungry Hill, The King’s General) και η ιστορία αφορά τη ζωή των μελών της οικογένειας Ντελάνεϊ που κάνουν μη συμβατικές και άρα ασυγχώρητες επιλογές ζωής για τους γύρω τους. «Όταν ο Τσαρλς μας αποκάλεσε “παράσιτα”, μείναμε άναυδοι. Κι όχι τόσο για το χαρακτηρισμό που μας έδωσε, όσο για τον τρόπο με τον οποίο το είπε. Τύπος ήρεμος και λιγομίλητος όπως ήταν –δεν έλεγε τη γνώμη του παρά μόνο για ασήμαντα πράγματα της καθημερινότητας–, κυριεύτηκε ξαφνικά από τέτοια οργή, που πετάχτηκε έτσι ώστε το ξέσπασμά του το νιώσαμε σαν μια δυνατή έκρηξη».

anagnostria: Ιουλίου 2012Όταν κυκλοφόρησε «Το σπίτι της όχθης» (Εκδόσεις Καστανιώτη, μτφρ.: Μπέσση Λιβανού, αγγλικός τίτλος: The House on the Strand) η Δάφνη ντι Μωριέ είχε ήδη εκδώσει τα «Η εξαδέλφη μου Ραχήλ», (Εδώ ακούστε τη θεατρική  διασκευή του για το ραδιόφωνο)
«Μαίρη Αν» και The Scapegoat και είχε αφήσει έτη φωτός μακριά τις κατηγορίες περί λογοκλοπής που αφορούσαν τη «Ρεβέκκα» και το διήγημα «Τα πουλιά». Το 1969, την τελευταία χρονιά που κατοικούσε στο υποβλητικό Μενάμπιλι, εκδόθηκε από τον οίκο Gollancz το έργο της που εκτυλίσσεται στην Κορνουάλη και στο οποίο ο κόσμος του 20ού αιώνα αλληλεπιδρά με εκείνον του 14ου. Την ίδια χρονιά τιμήθηκε με τον τίτλο της Dame  Commander της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η υπόθεση αφορά τον Μάγκνους Λέιν, έναν καθηγητή βιοφυσικής που ζει στην Κορνουάλη, ο οποίος έχει εφεύρει μια ουσία που δέχεται να δοκιμάσει ο Ρίτσαρντ Γιανγκ, ένας φίλος του που πηγαίνει στην περιοχή για διακοπές. Το αποτέλεσμα είναι να μεταφερθεί ο Ρίτσαρντ στον 14ο αιώνα και να βρεθεί μπλεγμένος σε συνωμοσίες και ίντριγκες οι οποίες θέτουν σε αμφισβήτηση όχι μόνο την πνευματική του ισορροπία αλλά και το σύνολο της ύπαρξής του (είναι πραγματικός ή φάντασμα;). «Περίμενα –αν περίμενα κάτι– μια μεταμόρφωση άλλου είδους: ίσως μια ήρεμη αίσθηση ευχαρίστησης, σαν την ομιχλώδη μέθη ενός ονείρου, όταν όλα γύρω μου είναι θολά, χωρίς σαφή όρια». Στη δεκαετία του 1970 το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τον τίτλο «Στους καπνούς των παραισθησιογόνων»   (Εκδόσεις Τολίδη, μτφρ.: Αλεξάνδρα Παντελάκη) με εξώφυλλο σχεδιασμένο από τον Α. Τσούμπο στο οποίο επαναλαμβάνεται μοτίβο με τα αρχικά «LSD», προφανώς για να είναι στο πνεύμα της εποχής.
 
Το εξώφυλλο του βιβλίου «Στους καπνούς των παραισθησιογόνων» 
Από τις πιο ατμοσφαιρικές νουβέλες της είναι το «Μετά τα μεσάνυχτα» (Εκδόσεις Μελάνι, μτφρ.: Γωγώ Αρβανίτη, αγγλικός τίτλος: Don’t Look Now), όπου ένα ζευγάρι ταξιδεύει στη Βενετία προκειμένου να διαχειριστεί τον πρόσφατο θάνατο της μικρή τους κόρης από μηνιγγίτιδα. Εκεί συναντιούνται με δύο ηλικιωμένες δίδυμες αδερφές, η μία εκ των οποίων αν και τυφλή έχει το χάρισμα να βλέπει το μέλλον. Η γυναίκα ισχυρίζεται ότι με τα μάτια της ενόρασης βλέπει το πεθαμένο κοριτσάκι δίπλα από τους γονείς του. Όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο, ο άντρας του ζεύγους σύντομα θα συναντήσει στους δρόμους της πόλης ένα κορίτσι στην ηλικία της χαμένης τους κόρης. «Ο Τζον σταμάτησε απότομα, καθώς το μάτι του έπιασε μια μικροσκοπική φιγούρα που είχε ξετρυπώσει ξαφνικά από την είσοδο του κελαριού, στη βάση ενός από τα απέναντι σπίτια, και πήδηξε μέσα σε μια στενή βάρκα που βρισκόταν από κάτω. Ήταν ένα παιδί, ένα κοριτσάκι –όχι πάνω από πέντε, έξι χρονών– που φορούσε μια κοντή κάπα πάνω από τη μικροσκοπική φουστίτσα του και στο κεφάλι μια μυτερή κουκούλα σαν των ξωτικών». Η νουβέλα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο (στην ταινία το κοριτσάκι πνίγεται σε μια λίμνη) από τον Νίκολας Ρεγκ, με πρωταγωνιστές τον Ντόναλντ Σάδερλαντ και την Τζούλι Κρίστι και θεωρείται από τα 100 καλύτερα φιλμ του βρετανικού σινεμά.

Η νουβέλα κυκλοφόρησε στη Βρετανία το 1971 σε μια συλλογή με τον τίτλο «Not after midnight, and other stories» από τον οίκο Gollancz και στις ΗΠΑ με τον τίτλο «Don’t look now». Δύο χρόνια μετά επανακυκλοφόρησε ως «Don’t look now, and other stories». Η νουβέλα «Don’t look now» κυκλοφόρησε στα ελληνικά μόνη της από τον εκδοτικό οίκο Μελάνι και οι υπόλοιπες από τον ίδιο εκδοτικό σε συλλογή με τον τίτλο «Έρχεται κακοκαιρία» (μτφρ.: Γωγώ Αρβανίτη). Η νουβέλα που έχει δώσει τον τίτλο στην ελληνική συλλογή (αγγλικός τίτλος: Not After Midnight) είναι η ιστορία ενός Άγγλου καθηγητή σχολείου αρρένων που πηγαίνει διακοπές στην Κρήτη προκειμένου να ζωγραφίσει τα τοπία της. Σύντομα θα γνωριστεί με ένα ζευγάρι Αμερικανών με ύποπτες δραστηριότητες στο νησί. Όσο κι αν θέλει να τους αποφύγει δεν μπορεί, καθώς όπως φαίνεται η δυσάρεστη αυτή συνάντηση είναι προαποφασισμένη χιλιετίες πριν. Στην ίδια προσεγμένη συλλογή μπορεί κανείς να διαβάσει τις νουβέλες «Μια ακραία περίπτωση» (A Border Line Case), «Η οδός του μαρτυρίου» (The Way of the Cross) και «Η μεγάλη ανακάλυψη» (The Breakthrough).

Κι εδώ σας αποχαιρετώ για να πάω να διαβάσω ξανά τη «Ρεβέκκα».

Καλό βράδυ,

Έμυ
ΥΓ: Στα αποσπάσματα που υπάρχουν μέσα σε εισαγωγικά διατηρείται η ορθογραφία και η σύνταξη των πρωτότυπων κειμένων. https://i.guim.co.uk/img/media/8465b074a7d6daefda94f291b6c5204aeb4b0b2b/23_700_1612_967/master/1612.jpg?width=1200&height=900&quality=85&auto=format&fit=crop&s=bf736098f4b8addf9b7fad754bd22395

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ακόμα και καθηγητές πανεπιστημίων συλλαμβάνονται στις ΗΠΑ όταν καταγγέλλουν τη σφαγή των Παλαιστινίων στη Γάζα

  Η Μαργαρίτα Συγγενιώτη έγραψε στο προφίλ της στο Facebook το παρακάτω σχόλιο , το οποίο ευχαρίστως προσυπογράφουμε και αναρτούμε:   «Η Νόε...