Δευτέρα, Απριλίου 01, 2024

Φώτης Αγγουλές: ο "στρατευμένος" λαϊκός ποιητής που μαρτύρησε για τις ιδέες του

 

Φώτης Αγγουλές, εξήντα χρόνια από τον θάνατό του

Νίκος ΣαραντάκοςΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ

Ιστοσελίδα: Οι λέξεις έχουν τη δική τους σημασία

sarantakos.wordpress.com

31 Μαρτίου, 2024

Φώτης Αγγουλές

(1911-1964)


Ο φίλος μας ο Ξεροσφύρης μού θύμισε ότι πριν από μερικές μέρες συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από τον  θάνατο του ποιητή Φώτη Αγγουλέ, επέτειος για την οποία έγινε και εκδήλωση από το ΚΚΕ στη Χίο, τη γενέτειρα του ποιητή. Βρίσκω την ευκαιρία να αναδημοσιεύσω, κάπως επαυξημένο, ένα άρθρο που είχα ανεβάσει το 2011, ελπίζοντας πως δεν θα το ξέρετε/θυμάστε οι περισσότεροι.

Γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1911 στον Τσεσμέ, απέναντι από τη Χίο. Ο πατέρας του ήταν ψαρομανάβης, λεγόταν Σιδερής Χοντρουδάκης, αλλά είχε το παρατσούκλι Αγγουλές, κι αυτό διάλεξε για επώνυμό του ο νεαρός Φώτης κάποια στιγμή, και του έμεινε. Με τους διωγμούς του 1914, η οικογένεια φεύγει στη Χίο, οικονομικά κατεστραμμένη. Ο Φώτης πήγε σχολείο ως τη δευτέρα δημοτικού, αλλά έμαθε γράμματα μόνος του· ήταν μουτζούρης διανοούμενος: τυπογράφος και λαϊκός ποιητής, δούλευε στην εφημερίδα Ελευθερία. Ένα φεγγάρι έβγαλε και μια δική του σατιρική εφημερίδα, όλην έμμετρη, τη Μιχαλού. Κάποτε δημοσίευσε ένα σατιρικό ποίημα για τον Μουσολίνι που θεωρήθηκε ανατρεπτικό και πέρασε από δίκη· αθωώθηκε, αλλά χαρακτηρίστηκε αριστερός.

Στην Κατοχή, όπως και πολλοί νησιώτες, πέρασε στην Τουρκία και κατέβηκε στη Μέση Ανατολή. Κατατάχτηκε στο στρατό, συμμετείχε στην εκδοτική ομάδα μιας στρατιωτικής σατιρικής εφημερίδας (Ελλάς), μετατέθηκε στο Κάιρο όπου γνώρισε τον Σεφέρη (που ήταν επικεφαλής του Γραφείου τύπου). Τον Αύγουστο του 1944 οι Άγγλοι τον έστειλαν εξορία στην Ασμάρα, μετά φυ­λακή και απομόνωση στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο κι αργότερα στο Ντεκαμερέ.  Εκεί αρρώστησε και τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο του Μαϊχαμπάρ· από κει σαν άρρωστος απολύθηκε.

Όταν γύρισε στη Χίο το 1945, είχε αρχίσει το κυνήγι κατά των αριστερών. Πέρασε στην παρανομία και στο αντάρτικο, τον έπιασαν το 1948 μέσα σε μια φουντάνα (στέρνα) στο Βροντάδο να τυπώνει την εφημερίδα. (Συμπολεμιστής του ήταν ο Χαράλαμπος Κανόνης, αδελφικός φίλος του παππού μου, που σκοτώθηκε). Καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλακή, έκανε τα οχτώ, βγήκε ερείπιο και ψυχικά κλονισμένος.

Θυμάται η Έλλη Παπαδημητρίου: «Πάλι εκεί τον παρακολουθούσε η Ασφάλεια, τον καλούσαν κάθε μέρα, τον φοβέριζαν, φοβέριζαν τους συγγενείς του και όποιον τον πλησίαζε. Για να υπογράψει δήλωση. Αυτός κάθε μέρα μπροστά τους ατάραχος, το στόμα του κλειστό χωρίς καθόλου να το σφίξει, άφωνος. Μάλιστα όταν θόλωσε ο νους του, φέρανε στην Κλινική να υπογράψει ένα χαρτί του ΙΚΑ, τόσο είχε συνήθειο τη βουβή άρνηση, ούτε άπλωσε το χέρι να το διαβάσει, μας κοίταζε και χαμογελούσε κάπως πονηρά, δηλαδή «δε θα με ξεγελάσετε ούτε σεις…», χρειάστηκε μεγάλη διαδικασία για να το υπογράψει μια αδελφή του». Το 1963 έπαθε μολυβδίαση, την αρρώστια των τυπογράφων, αλλά έπαθε και το μυαλό του, νοσηλεύτηκε στην Αθήνα, έγινε καλά, γύρισε στη Χίο, αλλά το 1964 πέθανε στο πλοίο της γραμμής ταξιδεύοντας προς τον Πειραιά, από πνευμονικό οίδημα -λένε με είκοσι δραχμές στην τσέπη.

H σχετική είδηση στο φύλλο της Αυγής στις 29.3.1964:

Ο Αγγουλές είχε γνωριστεί με τον Σεφέρη. Στην αλληλογραφία του με τον Δ. Τσάτσο, όπως μας θυμίζει σε βιβλίο για τη γενιά του 30, ο μείζων λογοτέχνης Τάσος Γουδέλης (που χαρακτηρίζει τον Αγγουλέ «ήσσονα ποιητή»), ο Σεφέρης χαρακτηρίζει τον Αγγουλέ «μιαρό γιακωβίνο» (Φαίνεται πως συνήθιζε αυτή τη βρισιά ο Σεφέρης, διότι την έχει χρησιμοποιήσει και κατά του Β. Βαρίκα). Και αλλού όμως, στις Μέρες Δ’, γράφει για τον Αγγουλέ: «Νομίζει ότι δουλεύει για το λαό ξεχαρβαλώνοντας τα άξια πράγματα, βρωμίζοντας τα καθαρά με πασαλείμματα, τσαπατσουλεύοντας, όπως του είπα. Οι άνθρωποι αυτοί νομίζουν ότι τέχνη για το λαό σημαίνει στιχάκια του ταγκό χωρίς μουσική». Στην πρώτη περίπτωση μπορεί να μιλάει το ταξικό μίσος του αστού, όσο για τη δεύτερη ο αναγνώστης που θα διαβάσει τα ποιήματα πιο κάτω μπορεί να κρίνει αν είναι ‘στιχάκια του ταγκό χωρίς μουσική’. Τώρα πια βέβαια, είναι και με μουσική, διότι αρκετά ποιήματα του Αγγουλέ έχουν μελοποιηθεί, όχι μόνο τα παλιότερα χρόνια που ήταν συχνότερο φαινόμενο οι μελοποιήσεις αριστερών ποιητών (π.χ. από τον Τζαβέλα και τον Μπακαλάκο), αλλά και πιο πρόσφατα, όπως από τον Παντελή Θαλασσινό, τον Πάρη Περυσινάκη ή το συγκρότημα Ωχρά Σπειροχαίτη. Αν η συχνότητα των μελοποιήσεων δικαιώνει ή ακυρώνει τη μομφή του Σεφέρη για «στιχάκια του ταγκό», δεν το ξέρω.

Ίσως το πιο γνωστό ποίημα του Αγγουλέ να είναι το Στίγμα, γραμμένο για έναν νεαρό Γερμανό στρατιώτη, νεκρό στο ανατολικό μέτωπο (ή, όπως λέει το μότο του ποιήματος, «Σ’ έναν νεαρό φασίστα που βρέθηκε σκοτωμένος, πάνω σε μια Ρούσικη χιονισμένη στέπα»). Ποίημα του δίκαιου μίσους, βέβαια, ενοχλεί κάποιους σήμερα.

Και μέσ` στα χιόνια, θησαυρούς το άρπαγο μάτι βλέπει;
ξανθέ φονιά, τι σ` έφερε σ` αυτήν εδώ τη στέπη;
Μέσα στη νύχτα, φονικό ποιανού έστηνες καρτέρι;
Ποιος σ` έβλαψε τόσο μακριά; Ποιον ξέρεις; Ποιος σε ξέρει,

εδώ που χρόνια εμόχθησε το εργατικό το χέρι
να χτίσει την καλύβα του και μια ζωή να φτιάσει;
Νυχτερινέ διαγουμιστή, πώς θες να σε δικάσει,
το χέρι αυτό που του γκρεμνάς, ό,τι από χρονιά χτίζει;

Ποια καταδίκη στο φονιά και στο φασίστα αξίζει;

Τώρα φωλιάζουν στο άσαρκο κρανίο σου σκοτάδια,
κι αφ` της φυλής σου τα όνειρα, είναι τα στήθια σου άδεια.

……………………………………

Κι ίσως μια μάννα, ένα παιδί! κάπου να σε προσμένει,
μα εσύ, θα μένεις πάντοτε ξένος σε χώρα ξένη
κι η μνήμη σου που της ζωής το νόημα θα λερώνει,
θάναι ένα στίγμα, ένας λεκές, μέσ` στο κατάσπρο χιόνι…

Και μελοποιημένο από τον Πάνο Τζαβέλλα με τη Νατάσα Παπαδοπούλου:

Oλόκληρο το κείμενο των ημερολογίων  του Αγγουλέ, στη  χιώτικη εφημερίδα Αλήθεια.

Ένα της ίδιας εποχής που το θεωρώ αριστούργημα και ίσως είναι παράδοξα επίκαιρο, η Στοιχειωμένη νύχτα:

Στοιχειωμένη νύχτα

Τι καταραμένη νύχτα… στοίχειωσε κι η πόλη λες,
και στα ρημαγμένα σπίτια και στις άνανθες αυλές,
τα στοιχειά γλεντοκοπώντας, κρουταλούν τις πόρτες τους,
σαν φασίστες που περνούνε και χτυπούν τις μπότες τους.

Πάνω αφ’ του σπιτιού τη στέγη, μ’ ένα καύκαλο μωρού
πεθαμένου από την πείνα, φτιάχνει η Φρίκη μια μπουρού,
και φυσά και ζωντανεύει των πνιγμένων τις λαχτάρες,
τ’ αγκομαχητά των γέρων, των μανάδων τις κατάρες,

και φυσά, κι από τη νύχτα που την έθαψε το χιόνι,
πιότερο η ψυχή στης Φρίκης τους αλαλαγμούς παγώνει.
Τα γυμνά κλαριά των δέντρων τρίζουν και στενάζουνε,
κι οι τριγμοί τους μες στη νύχτα με βλαστήμιες μοιάζουνε.

Τι καταραμένη νύχτα… Στοίχειωσε κι η πόλη λες,
κι απ’ τα κλειδωμένα σπίτια κι απ’ τις έρημες αυλές
άκουσε… σφυριές χτυπάνε, μακρινές και ρυθμικές,
σαν να σπάζουν αλυσίδες, σαν ν’ ανοίγουν φυλακές.

(Από τη συλλογή Οπτασίες στην έρημο, Κάιρο 1943)

Πολύ ωραία είναι και τα ολιγόστιχα του Αγγουλέ, όπως η Γαλήνη:

Κάρμα μπουνάτσα. Με καθρέφτη  [Κάρμα = κάλμα]
μοιάζει ο γιαλός που εγαληνέφτη
και μήτε μια ζαρωματιά
δεν βλέπει η πένθιμη ματιά,
στο γαλαζί κρουστάλλι ως πέφτει.
Κρίμα που δεν μπορεί να γίνει
και στην καρδιά μου έτσι γαλήνη.

ή,Η Επιστροφή:

Νάμαι, ξανάρθα πίσω.
Κι έχω τραγούδια να σας πω πολλά
μα πριν σας τραγουδήσω,
που είν’ τα κρίνα;
Που είν’ τα γιασεμιά;
Έχω μια θλίψη να κοιμίσω.

ή τα Αρμυρίκια:

Αγάπη, από την έρημο, σου φέρνομε αρμυρίκια
κι είναι φτωχά, μα ωστόσο
σκέψου με πόση τσιγγουνιά
μαζέψανε σταλιά-σταλιά την αυγινή τη δρόσο
και φτιάξανε τ’ ανθάκια τους κατάσπρα και μελιτζανιά.

Αγάπη, από την έρημο σου φέρνομε αρμυρίκια…
Αν δεν ανθούσανε κι αυτά, δε θάρχονταν ο Μάης
στην έρημο. Στην έρημο πού να τα βρούμε τα Εντελβάις;

(από τη  συλλογή «Εντελβάις»)

ή τα γνωστά Πρωτοχρονιά στη φυλακή και Μην καρτεράτε (που έχουν μελοποιηθεί σε ένα τραγούδι,  από τον Θωμά Μπακαλάκο):

Πρωτοχρονιά 1956

Κι εφέτος η πρωτοχρονιά στη φυλακή με βρίσκει,
κι άδειο κανίσκι είν’ η καρδιά και μαύροι γύρω μου ίσκιοι.
Κι έτσι καθώς σε σκέφτομαι Χαρά που μούχεις λείψει,
μου σιγοτραγουδά η βροχή του σύννεφου τη θλίψη.

Μην καρτεράτε

Μην καρτεράτε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή,
μήδ’ όσο στην κακοκαιριά
λυγά το κυπαρίσσι.
Έχουμε τη ζωή πολύ
πάρα πολύ αγαπήσει.

Κι ένα ανέκδοτο ποίημά του, τα Αγριοβασιλικά, γραμμένο στην έρημο, στο νοσοκομείο κρατουμένων Μάι-Χαμπάρ:

Άνθισαν και φουντώσανε τ’ αγριοβασιλικά
Κι αμύριστα θα ξαναμαραθούνε
Αγάπη, αγάπη πέρασε κι από το Μάι-Χαμπάρ
Τα νιάτα σε καλούν με περικάλια
Θα σου μαζέψουν αγκαλιές να σου γεμίσουνε ανθογιάλια

Σχετική είναι και η ακόλουθη σημείωση στο ημερολόγιο του ποιητή: Το νοσοκομείο μας το φρουρούν Αφρικάνοι. Μες στη νύχτα, βλέπουμε μόνο τα δόντια τους που ασπρίζουνε. Και ακούμε τη μουσική των βατράχων. Έχει και πολλά αγριοβασιλικά που μοσκοβολούνε. (Από αφιέρωμα στον Φώτη Αγγουλέ που παρουσίασε η αξέχαστη φίλη Ελένη Αστρινάκη στο πρδ. Πολιτιστική το 1984).

Oλόκληρο το κείμενο των ημερολογίων  του Αγγουλέ, στη  χιώτικη εφημερίδα Αλήθεια.

Oλόκληρο το κείμενο των ημερολογίων  του Αγγουλέ, στη  χιώτικη εφημερίδα Αλήθεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: