Μάτια βουρκωμένα
—του Γιάννη Παπαθεοδώρου*—
Σε μια πρόσφατη αποστροφή της δευτερολογίας του προς τον κ. Ανδρουλάκη, ο πρωθυπουργός δήλωσε: «Τώρα το τι λέτε εσείς, ο κ. Ράμμος και όποιος άλλος μπορεί να έχει τη δική του ατζέντα, αφορά εσάς και τους συνομιλητές σας».[1]Είναι, πράγματι, ενδιαφέρον πως ο κ. Μητσοτάκης αποδίδει την ύπαρξη κάποιας κρυφής «ατζέντας», σε σχέση με το γνωστό πρόβλημα των υποκλοπών. Η αλήθεια είναι πως η υπόθεση αυτή είχε εξαρχής δύο σκέλη: Το πρώτο, το πολιτικό, λύθηκε με την κυβερνητική επικυριαρχία της ΝΔ στις πρόσφατες εκλογές· η αντιπολίτευση δεν κατάφερε να πείσει τους πολίτες για την κρισιμότητα του ζητήματος. Το δεύτερο σκέλος, το δικαστικό, εκκρεμεί έως ότου η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη προβεί στην τελική απόδοση ευθυνών. Αυτό το δεύτερο σκέλος ενδέχεται να προξενήσει νέα πολιτικά αποτελέσματα και εξελίξεις, εάν και εφόσον φανεί πως το περίφημο «επιτελικό κράτος» της ΝΔ είχε επιλεκτικά ενσωματώσει στοιχεία των παλαιότερων «παρακρατικών μηχανισμών».
Μέχρι τώρα, ωστόσο, αυτό που βλέπουμε να εξελίσσεται, με πρωτοφανή ένταση και πρωτόγνωρη περιφρόνηση των Ανεξάρτητων Αρχών, είναι η «γαλάζια ατζέντα»: η απόπειρα παρεμπόδισης της έρευνας της ΑΔΑΕ, η απειλή ποινικής δίωξης δύο επιστημονικών μελών της επιτροπής για το έργο τους, η συστηματική απόπειρα δυσφήμισης του ίδιου του κ. Ράμμου. Με άλλα λόγια, αυτό που παρακολουθούμε, την τελευταία περίοδο, είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει στραφεί εναντίον μιας Ανεξάρτητης Αρχής, η οποία, με βάση τη συνταγματικά προβλεπόμενη λειτουργία της, προσπαθεί να διαλευκάνει μια υπόθεση κατάφορης προσβολής της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Τα βουρκωμένα μάτια του κ. Ράμμου, στην πρόσφατη ομιλία του για τις συνταγματικά κατοχυρωμένες Ανεξάρτητες Αρχές[2] δεν ήταν μόνο μια στιγμή συναισθηματικής φόρτισης· ήταν και μια συμβολική άμυνα για τις ανοίκειες επιθέσεις, που δέχεται το κράτος Δικαίου. Ο κ. Ράμμος δεν υπερασπίστηκε την ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία του αλλά τη δικαστική τιμή του. Αυτή, ίσως, η διάσταση πρέπει να μας απασχολήσει πολύ περισσότερο από τη θυμική στιγμή μιας ανθρώπινης αντίδρασης.
Οι συνταγματικά κατοχυρωμένες Ανεξάρτητες Αρχές αποτελούν πολιτειακές εγγυήσεις για την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων αλλά και θεσμικά αντίβαρα για την εξασφάλιση διαφάνειας και νομιμότητας, απέναντι στις τυχόν αυθαιρεσίες και τις πιέσεις της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας. Με άλλα λόγια, οι Ανεξάρτητες Αρχές δεν είναι ένα διακοσμητικό προνόμιο κάποιων επιστημονικών επιτροπών αλλά είναι ένα «κεκτημένο» του κράτους Δικαίου, το οποίο συνδέεται με τη διαμεσολαβητική αλλά και ελεγκτική λειτουργία του σύγχρονου, πολυεπίπεδου ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Αν αφήσουμε όμως την καθαρά νομική πλευρά, οι Ανεξάρτητες Αρχές είναι η έκφραση μιας ορισμένης πολιτικής κουλτούρας γύρω από τη ανάγκη της συστηματικής αξιολόγησης των κυβερνητικών και κοινοβουλευτικών αποφάσεων, με συναινετικό και αδέσμευτο τρόπο. Από μια άλλη σκοπιά, θα λέγαμε, μάλιστα, πώς η λειτουργία τους σχετίζεται άμεσα με την αποτελεσματικότητα του περίφημου «επιτελικού κράτους». Για αυτό και προξενεί αλγεινή εντύπωση το γεγονός ότι η κυβέρνηση συρρικνώνει διαρκώς και κατασυκοφαντεί τις φιλελεύθερες πρακτικές αξιολόγησης των αποφάσεων της από τις Ανεξάρτητες Αρχές. Κάπως έτσι φτάσαμε στο παράδοξο να κατηγορούνται σήμερα τα θύματα των υποκλοπών και ο ελεγκτής της υπόθεσης.
Σε ένα ανώνυμο φυλλάδιο του 1755, με τον τίτλο Man: A Paper for Ennobling the Species, γινόταν μια στοχαστική διάκριση ανάμεσα στο φυσικό κλάμα και στο δημόσιο δάκρυσμα.[3] Το τελευταίο, λέει ο συγγραφέας, συνδέεται με την ηθική και διανοητική υπεράσπιση της τιμής ενός ανθρώπου. Από τότε γράφτηκαν πολλά για την πολιτισμική «ιστορία των δακρύων». Πέρα από τις ρομαντικές εξάρσεις και τις αναπαραστάσεις τους, τα δάκρυα συνδέθηκαν, παράλληλα, και με τις εκφράσεις της ειλικρίνειας και της «παρρησίας». Αυτή η τελευταία κινδυνεύει συχνά να εκληφθεί ως έκφραση μιας ατομικής στάσης καιόχι ως απαίτηση μιας συλλογικής συμπαράστασης, που θα έπρεπε να έχει ως στόχο την περαιτέρω θωράκιση της δημοκρατίας μας. Όσοι και όσες από εμάς, στα δύσκολα χρόνια του εθνολαϊκισμού των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ανησυχούσαμε και διαμαρτυρόμασταν για τη χειραγώγηση των Ανεξάρτητων Αρχών, δεν μπορούμε σήμερα να μένουμε απαθείς απέναντι στην απαξίωσή τους.
Καθώς, σε λίγους μήνες, εισερχόμαστε στο επετειακό έτος της πεντηκονταετηρίδας από τον ώριμο κοινοβουλευτισμό της Μεταπολίτευσης, η πρόοδος του συνταγματισμού δεν πρέπει να τραυματιστεί από την «ατζέντα» των κυβερνητικών ωτακουστών και των κακόβουλων λογισμικών. Το ευαίσθητο θέμα της δημοκρατικής σταθερότητας —και όχι μόνο της πολιτικής σταθερότητας— δεν θα λυθεί με τους αλαζονικούς εκφοβισμούς μιας κυβέρνησης, που θεωρεί πως το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις είναι υπέρτερο από το απόρρητο της επικοινωνίας των πολιτών. Επιπλέον, ακριβώς επειδή κανείς πλέον δεν αμφισβητεί τη νομιμοποίηση της ΚΥΠ στην Ελλάδα, το «παράλληλο» και παρασιτικό σύστημα υποκλοπών (Predator), πρέπει να διαλευκανθεί πλήρως· ιδίως, για λόγους «εθνικής ασφάλειας». Σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα μιλάμε για τα βουρκωμένα μάτια ενός προσώπου αλλά για την πολιτική οδύνη, που προκαλεί η «παγιδευμένη δημοκρατία».
*Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Παν/μιο Πατρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου