Από Καραμανλή σε Καραμανλή
Μέγαρο Μουσικής, 6 Μαρτίου 2013. Ο Αλέξης Τσίπρας πλέκει το εγκώμιο του εθνάρχη που ήξερε να κάνει προσωπικές και πολιτικές υπερβάσεις
________________
«Ο Τσίπρας δεν διστάζει να αφήσει πίσω του ακόμη και τους φίλους του, αν χρειαστεί.
Όπως θα ’λεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: στεγνώνει την ψυχή του για να κυβερνήσει»
| (Νίκος Μαραντζίδης, «Καθημερινή» 11.7.2021)
Τελικά, η σύγχυση των οικογενειακών επιθέτων παίζει σημαντικό ρόλο στην ελληνική πολιτική. Το 2009 η μισή Ελλάδα μπέρδεψε τον Γιωργάκη Παπανδρέου με τον Αντρέα, για να διαπιστώσει τους επόμενους μήνες πως ο εκλεκτός της στερούνταν εντελώς την οξύνοια κι αποφασιστικότητα που χαρακτήριζαν τον πατέρα του. Το ΠΑΣΟΚ πορεύτηκε για χρόνια μ’ επικεφαλής μια Γεννηματά, το όνομα της οποίας θύμιζε απλώς παλιές χρυσές εποχές. Στη Ν.Δ., πάλι, τα ονόματα έχουν παραδοσιακά τέτοιο βάρος, ώστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεώρησε προ ετών πως η καλύτερη δικαιολογία που μπορούσε να επικαλεστεί για την πολιτική εξόντωση της αδερφής του ήταν ότι θα πατάξει την οικογενειοκρατία…
Γνωστά όλα αυτά και χιλιοειπωμένα. Στο σημερινό σημείωμά μας θ’ ασχοληθούμε έτσι με μιαν άλλη πλευρά αυτής της σύγχυσης, που δεν αφορά οικογενειακές παραδόσεις αλλά την τάση των αυτοδημιούργητων πολιτικών ν’ αναζητούν πρότυπα συμπεριφοράς σε ήδη γνωστές ηγετικές φυσιογνωμίες του παρελθόντος. Και καλύτερο παράδειγμα δεν υπάρχει επ’ αυτού από τον κατ’ εξοχήν αυτοδημιούργητο πολιτικό αστέρα της μεταπολιτευτικής μας Ελλάδας: τον Αλέξη Τσίπρα.
Έχει γραφτεί κι ειπωθεί κατά κόρον -καθόλου άδικα- ότι, κατά τη διαδρομή του προς την εξουσία, ο μέχρι πρότινος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ αντέγραψε σε μεγάλο βαθμό τις αντίστοιχες κινήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, καταβάλλοντας εμφανείς προσπάθειες να μιμηθεί ακόμη και τον τρόπο ομιλίας αυτού του τελευταίου. Πέρα όμως απ’ αυτή την οφθαλμοφανή έμπνευση, μια πιο προσεκτική ανάγνωση των κινήσεων και των λόγων του μας αποκαλύπτει πως, εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια, το πραγματικό πρότυπο που κατά βάθος ενέπνεε τον Αλέξη Τσίπρα ήταν άλλο: ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Κι εδώ είναι που υπεισέρχεται η ονοματολογική σύγχυση (θα μπορούσε κανείς να την πει και κληρονομική διαδοχή μοντέλου) στην οποία αναφερθήκαμε ήδη.
Η γοητεία της «υπέρβασης»
Στις 6 Μαρτίου 2013, οκτώ μήνες μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης Σαμαρά κι ενάμιση μετά την πρώτη στρατηγική κωλοτούμπα του ίδιου στις ΗΠΑ (όταν για πρώτη φορά ξεκαθάρισε πως δεν προτίθεται να σκίσει αλλά να «επαναδιαπραγματευθεί» τα μνημόνια), ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ έπλεξε σε εκδήλωση του Ιδρύματος Καραμανλή ένα απροσδόκητο εγκώμιο του εθνάρχη: ήταν ένας «πολιτικός που αντιλαμβανόταν τις ανάγκες του καιρού του», «διέθετε πολιτικό τσαγανό» και, μετά το 1974, «κατάφερε μια σπάνια πολιτική και προσωπική υπέρβαση». Η ιστορική εκείνη αποτίμηση ερμηνεύτηκε τότε ως κίνηση καθησυχασμού των συντηρητικότερων μερίδων της δυνητικής εκλογικής πελατείας του ΣΥΡΙΖΑ· όπως όμως διαπιστώσαμε το ιστορικό καλοκαίρι του 2015, στην πραγματικότητα ισοδυναμούσε με κατάθεση της διαθεσιμότητας του προέδρου του να πραγματοποιήσει τις δικές του «πολιτικές και προσωπικές υπερβάσεις». Στο μυαλό δε του μικρού και φιλόδοξου Αλέξη, αυτή η ικανότητα προσαρμογής δεν είχε απαραίτητα αριστερόστροφο πρόσημο…
Η σκιά του Καραμανλή πλανήθηκε ξανά πάνω από τη φετινή καταστροφική προεκλογική εκστρατεία του Τσίπρα – από την ιστορικά βλακώδη επίκληση της παλιάς «καλής» Ν.Δ. στην κεντρική ομιλία της 18ης Μαΐου μέχρι την επιστράτευση των Αντώναρων ως απόδειξη απήχησης στην καραμανλική «Κεντροδεξιά». Τον εθνάρχη είχε επικαλεστεί και ο νεόκοπος σύμβουλός του, καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης, απευθυνόμενος στο κοινό του λεγόμενου μεσαίου χώρου: «Ο Τσίπρας δεν διστάζει να αφήσει πίσω του ακόμη και τους φίλους του, αν χρειαστεί. Οπως θα ’λεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: στεγνώνει την ψυχή του για να κυβερνήσει» (Καθημερινή, 11/7/2021). Το πιο εύγλωττο προηγούμενο επ’ αυτού ήταν, φυσικά, η υπονόμευση κι εκπαραθύρωση του πολιτικού μέντορά του (και ιδρυτή του ΣΥΡΙΖΑ) Αλέκου Αλαβάνου − του ανθρώπου που έβγαλε το κόμμα από το εναγώνιο περιθώριο του 3% και το έφερε στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, πολύ προτού ο διάδοχός του καβαλήσει το κύμα της αντιμνημονιακής εξέγερσης που τον οδήγησε στην εξουσία.
Τους λόγους εκείνης της ρήξης, που δρομολογήθηκε με την απαίτησή του να ηγηθεί της προεκλογικής εκστρατείας του 2009 (παραμερίζοντας τον Αλαβάνο, που ήταν ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ), ο Τσίπρας τούς εξομολογήθηκε λίγο πριν από τις νικηφόρες εκλογές του 2015, όχι σε κάποιο φίλο του αλλά σ’ έναν εμβληματικό εκπρόσωπο του δυτικοευρωπαϊκού δημοσιογραφικού κατεστημένου: «Τότε ήταν που αποφάσισα να συμπεριφέρομαι περισσότερο ως αρχηγός. Ηταν η πρώτη φορά από τότε που μπήκα στην πολιτική, που ζήτησα να κάνω κάτι. Ολες τις άλλες φορές, μου ζητούσαν να το κάνω. […] Δεν ήταν μια καλή εμπειρία. Πριν απ’ αυτό, ωστόσο, ήμουνα πρόεδρος ως πείραμα. Υστερα απ’ αυτό, έγινα ο πραγματικός πρόεδρος, γιατί είχα τη δύναμη του λαού». Το συμπέρασμα του δημοσιογράφου μάλλον δεν απείχε και πολύ από το μήνυμα που ήθελε να διαβιβάσει ο συνομιλητής του: «Για πολλούς πολιτικούς κύκλους της Ελλάδας», σημείωσε, η υπόθεση αυτή «ήταν η τελική απόδειξη πως ο κ. Τσίπρας θα περάσει πάνω από οποιοδήποτε πτώμα για να γίνει πρωθυπουργός» (Peter Spiegel, «Radical or realist?», Financial Times, 24-25/1/2015).
Τα χρόνια κύλησαν. Η φαντασίωση ενός αριστερού εθνάρχη αποδοκιμάστηκε ηχηρά από το εκλογικό σώμα, ευτυχώς όμως πάντα υπάρχει κάποιος Καραμανλής για να χρησιμεύσει ως πρότυπο. Από την παραίτησή του και μετά, ο Αλέξης Τσίπρας μιμείται πλέον τον «Βούδα της Ραφήνας» και την αμφίσημη, υποτίθεται, σιωπή του (την οποία διέκοψε, παρεμπιπτόντως, μονάχα για να καταδικάσει τους «διασπαστές» πάλαι ποτέ συνεργάτες του). Οπως και στην περίπτωση του πρωτοτύπου, έτσι κι εδώ ο βασιλιάς είναι ωστόσο εδώ και πολύ καιρό γυμνός. Κι αυτό το βλέπουν οι πάντες, έστω κι αν κάποιοι φοβούνται ακόμη ν’ απογαλακτιστούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου