Η γελαστή τσιπούρα**
Εδώ κι εκεί· και όμως: πουθενά!
Γύρισα μέσα έξω την καρδιά μου –
την τίναξα, μην ήταν πιο βαθιά·
αλλά μάταια: δεν ήταν πια δικιά μου.
Κάπου μου έπεσε, την έχασα, ποιος ξέρει.
Ίσως την πούλησα παλιά στο Κατμαντού
σ’ έναν Ινδό που μ’ είχε πάρει από το χέρι
(ζήταγε επίμονα να βγούμε ραντεβού) –
Εδώ κι εκεί· και όμως: πουθενά!
Έκανα άνω κάτω την καρδιά μου –
Κοίταξα πλάγια και πίσω και μπροστά:
άδεια καρδιά! Πού χάθηκε η χαρά μου;
Ίσως τη χάρισα στη φίλη μου την Άννα
όπως καθόμασταν παρέα στο θρανίο
ή όταν παίζαμε τα μήλα στην αλάνα
(σπανίως κέρδιζα, άλλα έπαιζα με μπρίο) –
Εδώ κι εκεί· και όμως: πουθενά!
Έστυψα με το χέρι την καρδιά μου –
τη σκούπισα, τη στέγνωσα (ξανά)
άδεια καρδιά! Πού χάθηκε η χαρά μου;
Ίσως μου γλίστρησε μέσα από το μαγιό
όταν χαιρόμουνα τη θάλασσα στα Γιούρα
και όπως έκανα η άμοιρη να βγω
την άρπαξε αιφνιδίως μια τσιπούρα!
Αυτό θα έγινε και έτσι εξηγείται
που είναι η τσιπούρα γελαστή
μα θέλω πίσω τη χαρά μου να της πείτε
κι εγώ θα γράψω ένα ποίημα γι’ αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου