Τετάρτη, Δεκεμβρίου 20, 2023

Κάνιστρο Εκλεκτής Ποίησης: Κυριάκος Χαραλαμπίδης

 


Τι έκανε ο Μεγαλέξανδρος/ Κατάληξη εμπολέμων

Δύο ποιήματα του Κυριάκου ΧαραλαμπίδηΚυριάκος Χαραλαμπίδης: Η αντοχή του εθνικού ποιητή στις μέρες μας* |  ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ

Τι έκα­νε ο Αλέ­ξαν­δρος

Τ’ ολό­σω­μο κε­φά­λι του μ’ εμ­βλή­μα­τα
ολό­περ­σου Δα­ρεί­ου! Και ν’ απαι­τεί
προ­σκύ­νη­ση των μά­γων. Και σε­λή­νης
υπο­τα­γή και των νη­πί­ων σφα­γή,
εάν στις προ­στα­γές δεν υπο­κύ­ψου­με
του περ­σι­κού του με­γα­λεί­ου. Αν­θέλ­λην!

Και δεν λυ­πή­θη­κε τη μά­να του, μή­τε στο νου του
έφε­ρε τον πα­τέ­ρα του –ας εί­ναι και κου­τσό–
να αι­σχυν­θεί, να θυ­μη­θεί το ήθος,
την πε­ρη­φά­νια, την τι­μή των Μα­κε­δό­νων!

«Υπέρ­τα­τος θε­ός και Αχαι­με­νί­δης
δεν εί­σαι, Αλέ­ξαν­δρε. Δυ­να­στι­κώς δεν πρέ­πει
μ’ αι­σθή­μα­τα από λί­βα­νο και χρυ­σο­ποι­κι­λί­ες
να κυ­βερ­νάς με του Αχού­ρα Μάζ­ντα
τους πε­ρισ­σούς κα­θ’ όλα περ­σι­σμούς».

            *

Αλ­λά κι αυ­τού, η αλή­θεια, δεν τ’ αρέ­σουν τέ­τοια
μα τι να κά­νει που εί­ναι βα­σι­λιάς
και των Περ­σών – Πα­τέ­ρας κι αυ­τω­νώ­νε;


Τώ­ρα που ο λό­γος το ’φε­ρε, θυ­μή­σου
και τη Δα­ρεία γυ­ναί­κα του, που του ’χα­σε
παι­δί στη γέν­να﮲  νό­μι­μο περ­σό­που­λο,
μα­κε­δο­νό­που­λο έστω,
ει­κό­να της αρ­ρή­του πά­ντως δό­ξας του.

«Κα­τά το κρί­μα σου, φτω­χό μου, ζή­σον με»,
του έλε­γε στ’ αυ­τί την ώρα της τα­φής του.
«Σπλά­χνο μου εσύ, και πώς να μεί­νω αγνός
ωσάν το απλούν της γνώ­μης σου και ανεύ­θυ­νον;
Αν ήθε­λες προ­λά­βει και μι­λή­σει
στα Μα­κε­δο­νι­κά –κι ας ει­ν’ με περ­σι­κή
πα­ρα­φθο­ρά– θα μου ’λε­γες τα των νη­πί­ων:
Βε­βαί­ω­σόν με, τέ­κνον μου, εν τοις λό­γοις σου
το εμ­φα­νές και αμά­ρα­ντον απεί­ρου πο­λι­τεί­ας».

 

Δαρείος ο Μέγας
Δαρείος ο Μέγας

 

Κα­τά­λη­ξη εμπο­λέ­μων*

Αχός κα­νείς﮲  οι αντί­μα­χοί μας πλέ­ον
δεν έχουν άλο­γα, μη­δέ και τις ανά­λο­γες
που να τους ηδο­νί­ζουν εκλε­πτύν­σεις.
Αν εί­χαν άλο­γα και μύ­ρω­ναν τον χρό­νο
υπό τον ήχο αυ­λών (με παλ­λα­κί­δες
που δί­δα­σκαν σ’ αυ­τά πώς να χο­ρεύ­ουν)
θα ’χαν λυ­θεί και τα δι­κά μας πά­θια.

Πέ­ρα­σε πια ο και­ρός που ήμα­σταν γε­μά­τοι
με αχα­λί­νω­τη έμπνευ­ση εμείς οι Κρο­τω­νιά­τες,
τό­τε που κα­τορ­θώ­σα­με να παί­ξου­με
κα­τά Συ­βα­ρι­τών τ’ αρι­στο­τε­χνι­κά μας.

Απά­νω στην αμά­χη –θυ­μη­θεί­τε τι έγι­νε,
των αντι­μά­χων τ’ άλο­γα πριν λά­βουν
ανά­λο­γη πυ­κνή τρο­παιο­φό­ρο διά­τα­ξη–
γυ­ρί­ζο­ντας εμείς ανά­στρο­φα τον ήχο
(με τέ­λεια δου­λε­μέ­νες αυ­λη­τρί­δες)
αυ­λή­μα­τα πη­δη­χτι­κά δια­χύ­σα­με
για των αλό­γων τ’ ασκη­μέ­νο αυ­τί.

Εκεί­να ευ­τύς απα­ρα­τούν τη μά­χη
κι αρ­χί­νη­σαν καλ­λί­νι­κο χο­ρό
λι­πο­τα­κτώ­ντας ευ­γε­νώς σ’ εμάς.
Και τι χα­ρά και τι στε­φά­νια τό­τε,
τι χά­ντρες τα πλου­μί­σα­με και με κορ­δέ­λες
τα φέ­ρα­μ’ εδω­δά, να μας κερ­νούν
στα γλε­ντο­κό­πια έντε­χνους χο­ρούς!

Με­τα­κε­νώ­θη­κε όμως και σ’ εμάς
αρ­γό­τε­ρα το πρό­βλη­μα: πα­ρα­γιο­μί­σα­με
με τρυ­φη­λές αι­σθή­σεις και ηδυ­πά­θειες
καλ­πά­ζο­ντα ηδο­νί­σμα­τα... Και τώ­ρα
ξε­ρά­θη­καν οι αυ­λοί κι οι με­λω­δί­ες
σε σταύ­λους δί­χως άλο­γα σκου­ριά­ζουν.

____________________
*Οι Συ­βα­ρί­τες, όπως ανα­φέ­ρει στο έρ­γο του Δει­πνο­σο­φι­σταί ο Αθή­ναιος, άσκη­σαν τα άλο­γά τους να χο­ρεύ­ουν με συ­νο­δεία αυ­λού. Κά­πο­τε, σε μά­χη με αυ­τούς, οι Κρο­τω­νιά­τες έβα­λαν δι­κούς τους αυ­λη­τές να εκτε­λούν τις χο­ρευ­τι­κές με­λω­δί­ες των συ­βα­ρί­τι­κων αλό­γων. Τα άλο­γα άρ­χι­σαν να χο­ρεύ­ουν και να λι­πο­τα­κτούν προς το μέ­ρος των Κρο­τω­νια­τών, που κέρ­δι­σαν τη μά­χη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: