Ο (και) ποιητής Παντελής Μπουκάλας εκ βαθέων στο libre: Πώς θα σχολίαζε ο Καραϊσκάκης την επικαιρότητα;
Ο Παντελής Μπουκάλας είναι πολλά πράγματα μαζί. Εγώ απέναντί μου είχα τον ποιητή. Τον πολυπράγμονα ποιητή και διανοούμενο, που ξέρει να αγγίζει το φορτίο της μνήμης, να υπάρχει συνειδητά στο παρόν και να αγωνίζεται για το μέλλον. Από το Λεσίνι του Μεσολογγίου και την Καλλιθέα της πρώτης νεότητας μέχρι σήμερα, ο Παντελής Μπουκάλας δρα με την περιέργεια και τη μαχητικότητα του ανθρώπου που ξεκινά τώρα.
Αυτόν τον καιρό, ο Θεατρικός Οργανισμός «Νέος Λόγος» και το studio Μαυρομιχάλη παρουσιάζουν το καινούριο έργο του «Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και το φάσμα των φατριών», σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή, Στέλλας Κρούσκα και Κλεοπάτρας Τολόγκου.
- «Το θέατρο (και η λογοτεχνία γενικότερα) είναι τέχνη της απορίας και των ερωτημάτων, όχι των τελεσίδικων απαντήσεων, και μάλιστα σε ζητήματα για τα οποία η ιστοριογραφία δεν συμφωνεί στις προσεγγίσεις και τα συμπεράσματά της».
Θέατρο, ποίηση, δοκίμια, έρευνα, δημοσιογραφία, άνθρωποι, άνθρωποι, «αγάπη που απλώς συμβαίνει» κι όλα αυτά γιατί η ζωή στην περίπτωση του Παντελή Μπουκάλα έχει το δικό της αυθύπαρκτο σχήμα.
Συνέντευξη
-Κύριε Μπουκάλα, γνωρίζοντας κάποια κομμάτια της Αιτωλοακαρνανίας, ενός απέραντου τόπου με βουνά, λίμνες και ποτάμια, αλλά και το Μεσολόγγι συγκεκριμένα, σκέφτομαι ότι ένα μέρος από ό,τι είστε σήμερα -αναπόφευκτα- έχει τις ρίζες του σ’ αυτή την ταπεινότητα και περηφάνια της Ρούμελης. Ήσασταν παιδί, όταν εγκαταστάθηκε μόνιμα η οικογένεια στην Αθήνα. Πώς θυμάστε εκείνα τα χρόνια, τότε που τα μάτια και τα αυτιά δούλευαν για τις πρώτες μεγάλες καταγραφές;
Την Αιτωλοακαρνανία ακόμα τη μαθαίνω. Παραείναι μεγάλη και ποικίλη. Και αδικημένη. Από το κεντρικό κράτος, από τους πολιτευτές της, από μας τους ίδιους που την κατοικούμε ή καταγόμαστε από κάποιο σημείο της. Αρκεί να πω ότι τα έργα της τρανής χαράκτριας Βάσως Κατράκη, χαρισμένα από την ίδια και την οικογένειά της στο αδρανές Μουσείο που φέρει το όνομά της στον τόπο της καταγωγής της, το Αιτωλικό, που ανήκει στον Δήμο Μεσολογγίου, καταστρέφονται επειδή ουδέποτε εγκαταστάθηκε σύστημα εξαερισμού και κλιματισμού. Κρίμα και ντροπή. Πήγαινα στην τετάρτη του εξαταξίου τότε Γυμνασίου όταν μετακόμισε στην Αθήνα η οικογένειά μου, η απίστευτα γενναία μάνα και τέσσερα αδέρφια, δύο και δύο. Στην Καλλιθέα συγκεκριμένα. Το ’71. Για να μάθουμε γράμματα.
Το σχολείο, πάνω από τη Χαροκόπου, ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι μας, κι έτσι το πρωί ανηφορίζοντας προλάβαινα να κάνω σιωπηρή επανάληψη όλα τα μαθήματα. Θυμάμαι ακόμα με πολλή αγάπη τους φιλολόγους μου, και ξέρω ότι με θυμούνται και αυτοί. Όπως θυμάμαι και την πρώτη φορά που πήγαμε κάτι σαν εκδρομή στο Ελ Πάσο, το γήπεδο της Καλλιθέας, κι έπαιξα μπάλα σε σχεδόν κανονικό γήπεδο. Τρελαινόμουν από παιδί για το «κλοτσοσκούφι». Όταν φοιτούσα στην Οδοντιατρική, με την αυτόνομη Ομάδα Φοιτητών που συγκροτήσαμε το 1979, μοιράζαμε εξ ημισείας τις ελεύθερες εργαστηρίων και κλινικών ώρες μας στις συνεδριάσεις μας και στα διπλά επί χόρτου ή επί τσιμέντου. Πάθος.
Μου πήρε καιρό για να πάψω να νιώθω βλαχάκι. Στο σπίτι πάντως δεν πάψαμε ποτέ να μιλάμε τα οικονομικότατα μεσολογγίτικά μας. Δέκα συλλαβές τα «πολιτικά», της πρωτεύουσας; Τέσσερις εμείς, άντε πέντε. Πολύ πιο βλαχάκι βέβαια είχα νιώσει όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, στο σύνορο από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο. Με είχαν φέρει τα μεγαλύτερα πρωτοξάδερφά μου ένα καλοκαίρι, να δω την Αθήνα. Θυμάμαι σαν και τώρα το πρώτο μου προσκύνημα στην Ακρόπολη, την πρώτη φορά που άκουσα λαϊκή ορχήστρα, στην «Αίγλη» του Ζαππείου, την πρώτη φορά που είδα ταινία στο σινεμά, τους Γενναίους του Μπρανκαλεόνε, στους Αμπελόκηπους. Στο χωριό, στα χωριά του ’60 γενικώς, περνούσε αραιά και πού ο στρατός για να προβάλει στην πλατεία ταινίες επιλεγμένες από τους αρμόδιους της ΕΗΔ, της Εθνικής Ηθικής Διαπαιδαγώγησης. Ευτυχώς υπήρχαν και οι πλανόδιοι καραγκιοζοπαίχτες. Και οι ιστορίες του παππού Παντελή και της βάβας Ασήμως.
Στην Καλλιθέα πάντως πηγαίναμε συχνά κινηματογράφο με τ’ αδέρφια μου. «Σινέ Σινάν». Ένα εισιτήριο – δύο ταινίες. Η μία ελληνική κωμωδία ή καουμπόικο (από τότε είμαι με τους Ινδιάνους, κάθε λογής Ινδιάνους), η άλλη οπωσδήποτε τούρκικη. Χούλια Χότσιγιτ, Τουρκιάν Σοράι… Είχε και η Καλλιθέα τους πρόσφυγές τους από τη Μικρασία και τους απογόνους τους. Που δεν χρειάζονταν μεταφραστικούς υπότιτλους για να παρακολουθήσουν το μελό της οθόνης.
-«Από μικρός διάβαζα πολύ», έχετε πει. Κατακτούσατε μιαν ελευθερία που σας έκανε, ας πούμε, πιο διεκδικητικό;
Το μόνο που διεκδικούσα, που μπορούσα να διεκδικήσω σαν παιδί αγροτικής οικογένειας στα χρόνια του 1960, ήταν βιβλία, περισσότερα βιβλία. Περισσότερες γραμμένες σελίδες κάθε λογής. Βιβλιοθήκη άργησα πολύ να αποκτήσω, αλλά ήταν να μη βάλω μπρος. Τώρα είναι βιβλιοθήκη ολόκληρο το σπίτι.
Το διάβασμα είναι πέρασμα, ταξίδι σε άλλους κόσμους, πότε τερπνούς και πότε στενάχωρους. Αν θα ελευθερωθείς ή θα αιχμαλωτιστείς, αν θ’ ανοίξει το μυαλό σου και θα πληθύνει ή θα στενέψει, εξαρτάται από τα βιβλία που θα κινήσουν την περιέργειά σου στην κρίσιμη εφηβική και μετεφηβική ηλικία, κι αν θα βρεθεί ένας καλός άνθρωπος να σου πει δυο φρόνιμες κουβέντες χωρίς να θέλει να σε χειραγωγήσει.
Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως έχεις κλίση προς την ανάγνωση ποίησης, αλλιώς θα δεις την τέχνη αυτή και τον κόσμον όλο αν μπεις στον αστερισμό του Καρυωτάκη, για παράδειγμα, και μείνεις εκεί. Και αλλιώς αν μπεις στον αστερισμό του Ελύτη, και πάλι παραδείγματος χάριν, και μείνεις επίσης εκεί (δεν παραβλέπω μολαταύτα τον καρυωτακικό χρωματισμό σε ποιήματα των δύο τελευταίων ελυτικών ποιητικών συλλογών). Διαβάζοντας ανεξίθρησκα και πολυσυλλεκτικά, δηλαδή και Καρυωτάκη και Ελύτη, και Σολωμό και Σούτσους, και Παλαμά και Καβάφη, και Ρίτσο αλλά και Αναγνωστάκη και Κατσαρό και Πατρίκιο και Αλεξάνδρου, έχεις πολύ περισσότερες πιθανότητες να ελευθερωθείς από προκαταλήψεις και στερεότυπα είτε υμνητικά είτε κρημνιστικά. Και σαν περισσότερο ελεύθερος είσαι -οφείλεις να είσαι- και περισσότερο υπεύθυνος, αλλιώς δεν γίνεται. Αν η ελευθερία σου δεν δουλεύει και υπέρ των άλλων, πάει στράφι.[........................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου