Το διήγημα "Ένας τίμιος κλέφτης" γράφτηκε από τον Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι το
1848 και ανήκει στον κύκλο διηγημάτων με τίτλο "Από τις σημειώσεις του
αγνώστου". Ο τίμιος κλέφτης ξεχωρίζει από τα άλλα διηγήματα του κύκλου
με ενεργετικό ρόλο του διηγητή, ο οποίος δεν είναι απλός μάρτυρας, αλλά
συμμετέχει στα γεγονότα, που εξελίσσονται στο διήγημα, και από αυτόν
εξαρτάται η μοίρα του ήρωα της ιστορίας.
Το βασικό θέμα του
διηγήματος είναι η μετάνοια για την αμαρτία -παραδοχή της υπεξαίρεσης,
που διέπραξε ένας μεθύστακας, ασήμαντος ανθρωπάκος, που το μοναδικό του
μέλημα ήταν η εξασφάλιση της καθημερινής δόσης του πιοτού με
οποιονδήποτε τρόπο.
Ο αφηγητής, Αστάφι Ιβάνοβιτς, ελπίζει για την
αναμόρφωση του χαμένου ανθρωπάκου, Γιεμελιάν και προσπαθεί να τον βάλει
στο σωστό δρόμο. Αλλά οι προσδοκίες αυτές δεν εκπληρώνονται. Ο Γιεμελιάν
μη θέλοντας και μη μπορώντας να αλλάξει τον τρόπο της ζωής του, στο
τέλος φτάνει σε άθλια κατάσταση. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του
βιβλίου)Ένας τίμιος κλέφτης Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
_____________________
Ένας τίμιος κλέφτης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΣΕ ΜΟΡΦΗ PDF
Ένα πρωί, την ώρα που ήμουν έτοιμος να φύγω για την υπηρεσία μου, ήρθε η
Αγκραφιένα, που έκανε χρέη μαγείρισσας, πλύστρας και οικονόμου, και
προς μεγάλη μου έκπληξη μου έπιασε την κουβέντα. Ήταν μια τόσο
λιγομίλητη γυναίκα, που έξι χρόνια τώρα, εκτός από την καθημερινή
συζήτηση που κάναμε σχετικά για το τι θα μαγειρέψει για το βράδυ, δε μου
είχε πει καμία άλλη λέξη. -E, λοιπόν, κύριε, ήθελα να σας πω, άρχισε
ξαφνικά, ότι δε θα ήταν άσχημα να νοικιάζατε το καμαράκι. -Ποιο
καμαράκι; -Αυτό, πλάι στην κουζίνα. Ποιο άλλο; -Γιατί; -Γιατί! Γιατί ο
κόσμος νοικιάζει δωμάτια. Γιατί άλλο; -Και ποιος θα το νοικιάσει; -Ποιος
θα το νοικιάσει! Κάποιος νοικάρης, ποιος άλλος; -Εκεί ούτε ένα κρεβάτι
δε χωράει να βάλεις, είναι πολύ στενάχωρα. Ποιος θα πάει να ζήσει εκεί
μέσα; Και γιατί να ζήσει εκεί μέσα; -Μόνο για έναν ύπνο μπορεί να
πηγαίνει, θα ζει στο παράθυρο. -Ποιο παράθυρο; -Λες και δεν ξέρετε! Στο
παράθυρο του διαδρόμου. Εκεί θα κάθεται και θα ράβει ή θα κάνει ό,τι
άλλο θέλει, τέλος πάντων. E,μπορεί να κάθεται και στην καρέκλα.
1
'Έχει καρέκλα και τραπέζι. Απ' όλα
έχει. -Και ποιος είναι αυτός; -Α, ένας εξαιρετικός άνθρωπος και
κοσμογυρισμένος... Θα του μαγειρεύω εγώ. Για το δωμάτιο και για το
φαγητό θα του παίρνω τρία ασημένια ρούβλια το μήνα. Τελικά, ύστερα από
πολλές προσπάθειες, έμαθα ότι ένας μεσόκοπος άντρας είχε καταφέρει με
κάποιον τρόπο να πείσει την Αγκραφιένα να τον πάρει νοικάρη και να του
μαγειρεύει. Κι όταν της Αγκραφιένας της μπει κάτι στο μυαλό, δεν της το
βγάζεις με τίποτα· ήξερα ότι, αν διαφωνούσα δε θα μ' άφηνε σε ησυχία. Σε
τέτοιες περιπτώσεις, όταν δε γινόταν το δικό της, γινόταν ξαφνικά
σκεπτική, έπεφτε σε βαθιά μελαγχολία και αυτό δεν της περνούσε εύκολα.
Κρατούσε δυο-τρεις εβδομάδες. Στο μεταξύ το φαγητό δεν τρωγόταν, τα
ρούχα χάνονταν, το πάτωμα γινόταν βρώμικο, κοντολογίς η κατάσταση
γινόταν φοβερά δυσάρεστη. Είχα παρατηρήσει από καιρό ότι αυτή η σιωπηλή
γυναίκα δεν ήταν σε θέση να καταλήξει σε κάποια απόφαση, να έχει μια
οποιαδήποτε δική της, προσωπική και ολοκληρωμένη γνώμη. Εάν όμως στο
μικρό μυαλό της σχηματιζόταν με κάποιον τυχαίο τρόπο κάτι που να μοιάζει
με ιδέα, με πρωτοβουλία, τότε το να της αρνηθείς σήμαινε να της
νεκρώσεις την ψυχή για αρκετό χρονικό διάστημα. Γι' αυτό λοιπόν, επειδή
πάνω απ' όλα θέλω την ησυχία μου, συμφώνησα ευθύς μαζί της.
2
-Είναι τουλάχιστον εντάξει η ταυτότητά του, το διαβατήριο και τα άλλα
σχετικά χαρτιά του; -Βέβαια, βέβαια, είναι. Σας είπα είναι θαυμάσιος
άνθρωπος και κοσμογυρισμένος και υποσχέθηκε ότι θα δίνει κάθε μήνα τρία
ασημένια ρούβλια. Την άλλη κιόλας μέρα στη φτωχική εργένικη κατοικία μου
εμφανίστηκε ο νέος ένοικος. Το γεγονός δε με στενοχώρησε, αντίθετα
μάλιστα, μέσα μου χαιρόμουν. Ως τώρα, ζω μοναχική ζωή. Είμαι ένας σωστός
ερημίτης. Δεν έχω σχεδόν κανένα γνωστό, έξω βγαίνω σπάνια. Έχοντας
ζήσει δέκα χρόνια μόνος κι έρημος, συνήθισα στη μοναξιά. Αλλά να ζήσω
δέκα, δεκαπέντε ή και παραπάνω χρόνια στην ίδια απομόνωση, με την ίδια
Αγκραφιένα, στο ίδιο εργένικο διαμέρισμα είναι μια αρκετά άχαρη
περίπτωση. Αφού λοιπόν ήταν έτσι τα πράγματα, ένας καινούριος ήσυχος
άνθρωπος στο σπίτι μου ήταν ευλογία από το Θεό. Η Αγκραφιένα δε μου 'πε
ψέματα. Ο νοικάρης ήταν πραγματικά κοσμογυρισμένος άνθρωπος. Το
διαβατήριό του έλεγε πως ήταν απόστρατος στρατιώτης. Αυτό το είχα
καταλάβει και πριν δω το διαβατήριο, ρίχνοντας στον ίδιο μια ματιά.
Πάντως, ο Αστάφι Ιβάνιτς έτσι λεγόταν ο νοικάρης μου ήταν από τους
καλούς του είδους. Περνούσαμε καλά. Το καλύτερο όμως απ' όλα ήταν ότι ο
Αστάφι Ιβάνιτς άρχιζε κάθε τόσο να μου διηγείται ιστορίες από τη ζωή
του. Στη χρόνια βαρεμάρα της ζωής μου, ένας τέτοιος αφηγητής ήταν θείο
δώρο.
3
Μια μέρα μου
διηγήθηκε κάποια από τις ιστορίες του, η οποία μου έκανε μεγάλη
εντύπωση. Να όμως με ποια αφορμή μου τη διηγήθηκε: Έτυχε μια φορά να
είμαι μόνος στο σπίτι, έλειπε και ο Αστάφι και η Αγκραφιένα. Ξαφνικά
άκουσα από το άλλο δωμάτιο κάποιον να μπαίνει στο σπίτι και τα βήματά
του δε μου φάνηκαν γνώριμα. Βγήκα στο διάδρομο και είδα ένα νεαρό,
μετρίου αναστήματος· παρά το έντονο φθινοπωρινό κρύο φορούσε μόνο ένα
πουκάμισο. -Τι θες; τον ρώτησα. -Τον Αλεξαντρόφ, τον υπάλληλο, εδώ
μένει; -Κάποιο λάθος κάνεις, νεαρέ, άντε, γεια σου. -Μα πώς. Ο θυρωρός
μου είπε ότι εδώ είναι, είπε ο επισκέπτης, οπισθοχωρώντας σιγά-σιγά προς
την πόρτα. -Πήγαινε, κύριε, τράβα στη δουλειά σου. Την επομένη το
απόγευμα, την ώρα που με τον Αστάφι προβάραμε τη ρεντιγκότα μου, για να
της κάνει κάποιες επιδιορθώσεις, μπήκε πάλι κάποιος στο διάδρομο. Πήγα
κι άνοιξα την πόρτα. Ήταν ο χτεσινός κύριος. Μπροστά στα μάτια, πήρε την
καπαρντίνα μου από την κρεμάστρα με όλη του την άνεση, την έχωσε κάτω
απ' τη μασχάλη του κι έγινε άφαντος. Όλη αυτή την ώρα η Αγκραφιένα τον
κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα και δεν έκανε καμιά κίνηση για να τον
εμποδίσει. Ο Αστάφι Ιβάνιτς όρμησε πίσω από τον κλέφτη και δέκα λεπτά
αργότερα γύρισε καταϊδρωμένος και με άδεια χέρια. Ο κλέφτης είχε
εξαφανιστεί, λες κι άνοιξε η γη και τον κατάπιε!
4
Ε λοιπόν, την πατήσαμε, Αστάφι Ιβάνιτς, του είπα. Πάλι καλά που μας
έμεινε και το παλτό! Θα μας είχε γδύσει τελείως ο παλιοκλέφτης! Αλλά ο
Αστάφι Ιβάνιτς τα είχε τόσο χαμένα, ώστε κι εγώ ο ίδιος, κοιτάζοντάς
τον, ξέχασα την κλοπή. Δεν μπορούσε να το χωνέψει με τίποτα. Κάθε τόσο
σταματούσε τη δουλειά του και ξανάρχιζε να διηγείται από την αρχή πώς
έγιναν όλα, πώς εκεί, μπροστά στα μάτια μας, μας πήρανε την καπαρντίνα,
πώς ήρθαν τα πράγματα έτσι που να μην καταφέρει να συλλάβει τον κλέφτη.
Υστέρα από λίγο ξανάπιανε τη δουλειά, για να την αφήσει ξανά σε λίγο και
να μου τα ξαναδιηγηθεί όλα φτου κι απ' την αρχή. Στο τέλος σηκώθηκε και
πήγε στο παράθυρο για να του πει τι είχε γίνει και για να του βάλει τις
φωνές που αφήνει να γίνονται τέτοια πράγματα μέσα στο ίδιο του το
σπίτι. Γύρισε έπειτα κι έστησε ένα μικρό καβγά με την Αγκραφιένα. Υστέρα
ξανάπιασε τη δουλειά του και για πολλή ώρα ακόμη μουρμούριζε για το πώς
έγινε όλη αυτή η ιστορία, ότι αυτός στεκόταν εδώ, ενώ εγώ εκεί, και να!
μπροστά στα μάτια μας, μας έκλεψε. Με λίγα λόγια ο Αστάφι Ιβάνιτς ήξερε
να κοιτάει τη δουλειά του, παράλληλα όμως ενδιαφερόταν πραγματικά και
υπέφερε για τον άλλο. -Μας κοροϊδέψανε, Αστάφι Ιβάνιτς, κι εσένα κι
εμένα, του είπα το βράδυ, προσφέροντάς του ένα φλιτζάνι τσάι ήθελα έτσι,
από βαρεμάρα να τον προκαλέσω, ώστε να ξαναρχίσει την αφήγηση για την
κλοπή της καπαρντίνας, που από τη συχνή επανάληψη αλλά και την
ειλικρίνεια του αφηγητή είχε αρχίσει να γίνεται εξαιρετικά κωμική.
5
[...................................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου