Κυριακή, Ιανουαρίου 24, 2021

Εγώ «είμαι» Έλληνας. Η κουλτούρα, η σκέψη, η παιδεία μου και η αναζήτηση του ωραίου, του καλού και του αληθινού στην οποία επιδίδομαι συντείνουν σε αυτό. Όλος ο κόσμος δρα ελληνικά.


«Ανθρωπότητα και ελληνικότητα πάνε μαζί»

Κυριακή Μπεϊόγλου

«Ανθρωπότητα και ελληνικότητα πάνε μαζί»

Οι πάσης φύσεως δυσκολίες, που ορθώνονται μπροστά μας και καθιστούν τη λεπτή σχοινοβασία μας ακόμη πιο δύσκολη, θα μας αφάνιζαν από προσώπου Γης αν δεν είχαμε έμφυτη μέσα μας την πλατωνική ιδέα της «ομορφιάς».

Ο Ιταλός συγγραφέας Ρομπέρτο Βεκιόνι είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Είναι ο αγαπημένος καθηγητής των Μιλανέζων που δίδαξε για πολλά χρόνια Ιστορία και Λογοτεχνία και ο τραγουδοποιός γνωστών τραγουδιών του ’70 και του ’80, που τραγουδούν ακόμα οι Ιταλοί. Όμως τα τελευταία χρόνια έχει καθιερωθεί ως ένας σημαντικός συγγραφέας που τα βιβλία του μεταφράζονται σε πολλές χώρες.

Στη χώρα μας αγαπήσαμε τον βιβλιοπώλη που διάβαζε τις λέξεις χωρίς να τις επιβάλλει στην ακοή, τον άνθρωπο που ξανάδινε στις λέξεις το νόημά τους. Τον «Βιβλιοπώλη του Σελινούντα» (εκδόσεις «Κριτική»), που ήταν το προηγούμενο βιβλίο του.

Αφορμή γι’ αυτή τη συνέντευξη είναι η έκδοση του τελευταίου βιβλίου του «Ο έμπορος του φωτός» («Κριτική», σε μετάφραση του Δημήτρη Παπαδημητρίου). Είναι μια σύγχρονη τραγωδία και ο συγγραφέας βουτά βαθιά στην αρχαία ελληνική γραμματεία με τον Ευριπίδη, τον Σοφοκλή, τον Ομηρο στο πλάι του. Είχαμε την ευκαιρία να πούμε πολλά και παρακάτω θα διαβάσετε όσα μπορούσαμε να χωρέσουμε με την υπόσχεση να καταφέρουμε κάποτε, μετά το τέλος αυτής της πανδημίας, να πούμε περισσότερα.

● «Το να διδάσκεις ελληνικά σημαίνει να αντικατοπτρίζεσαι στο Σύμπαν...» γράφετε στο βιβλίο. Θα θέλατε να μας πείτε τι εννοείτε;

Η επινόηση της ελληνικής γλώσσας έφερε την τάξη στο Σύμπαν κι έδωσε φωνή στη σκέψη, καθιστώντας έτσι κατανοητό ό,τι πρότερα ήταν νεφελώδες και ακαθόριστο. Υπόσταση έχουν μονάχα τα πράγματα που ο άνθρωπος ορίζει και κατονομάζει κι αυτή τους η ιδιότητα θα υπάρχει πάντα σε συνάρτηση με το κακό ή το καλό του καθένα, με τον πόνο του ή τη χαρά του. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο. Η αρχαία ελληνική γλώσσα είναι υπεύθυνη για τον ολικό σχεδιασμό της ανθρώπινης ύπαρξης.

● Αυτές τις δύσκολες μέρες της πανδημίας μπορεί όντως «η ομορφιά να είναι σαν παρηγοριά στο χάος και στη συμφορά»;

Η ομορφιά είναι αρμονία, είναι η αναγκαία προϋπόθεση για να εξισορροπούμε τον εσωτερικό μας κόσμο με ό,τι μας περιβάλλει. Η έλλειψη ενσυναίσθησης, οι παραφωνίες, οι εσωτερικές αμυχές και οι αταίριαστες σχέσεις ριζώνουν στην ψυχή μας βαθιά και γίνονται «πάθος» οδυνηρό. Οι πάσης φύσεως δυσκολίες, που ορθώνονται μπροστά μας και καθιστούν τη λεπτή σχοινοβασία μας ακόμη πιο δύσκολη, θα μας αφάνιζαν από προσώπου Γης, αν δεν είχαμε έμφυτη μέσα μας την πλατωνική ιδέα της «ομορφιάς», αυτή τη συμπαντική σύλληψη που είναι ικανή να αντιπαρατεθεί στο χάος. Η απομάκρυνση από την ομορφιά ισοδυναμεί με αυτοαναίρεση. Είναι σαν να μην έχουμε γεννηθεί.

● Η Ιταλία δοκιμάστηκε σκληρά από την πανδημία, νιώσατε έστω και μια στιγμή πως αυτός ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ όπως τον ξέραμε; Ποια ήταν αυτή η στιγμή;

Είχα μέσα μου την ελπίδα ότι αυτός ο κόσμος δεν θα ήταν πια όπως πριν. Όμως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει. Σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα, θα ακολουθήσει ξανά την μπαγιάτικη λαθεμένη συνταγή -πότε της προόδου, πότε της οπισθοδρόμησης-, θα πάρει πάλι στο κατόπι σειρήνες σε αχαρτογράφητα νερά, θα συνεχίσει να σωρεύει χαλάσματα και να περιγελά τη σκέψη σαν να πρόκειται για τη χωλή αδερφή τής κάθε μορφής δράσης, πόσω μάλλον αν μιλάμε για δράση που αποφέρει δύναμη κι εξουσία. Θα αποτινάξουμε από πάνω μας ετούτον τον θρασύ ιό σαν σκόνη ενοχλητική, σαν μια αβαρία που μας βρήκε στα μισά του δρόμου, και θα ξαναρχίσουμε τη ζωή μας όπως και πριν.

Είχα ελπίσει (παράλληλα και ονειρευτεί) πως δεν θα κάναμε απλώς μια επανεκκίνηση, η οποία δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από ένα πεισματικό κακέκτυπο της αρχικής πορείας μας προς το πουθενά, αλλά θα επανεξελισσόμασταν, κάτι που είναι εντελώς διαφορετικό. Αυτό θα ήταν ένδειξη συνείδησης, ειλικρινούς μεταμέλειας, αιδούς, σιωπής και αναγέννησης.

● Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε στην ασθένεια Χάτσινσον-Γκίλφορντ, την προγηρία δηλαδή, ώστε να αποτελέσει έμπνευση για τον «Έμπορο του φωτός»;

Ο «Έμπορος του φωτός» είναι η λογοτεχνική μεταφορά της σχέσης μου με τον μικρότερό μου γιο, ο οποίος διαγνώστηκε με σκλήρυνση κατά πλάκας στην ηλικία των δώδεκα ετών. Άλλαξα το σενάριο, όπως βέβαια και την ασθένεια, για προφανείς προσωπικούς λόγους. Ο «Έμπορος» είναι η νίκη της καρδιάς, της φαντασίας, της ποίησης και των συναισθημάτων απέναντι σε κάθε κακό, απέναντι σε κάθε ανεξάλειπτη οδύνη. Η έμπνευση της συγγραφής του γεννήθηκε μέσα μου, καθώς διάβασα την τελευταία φράση του γέροντα τυφλού στην τραγωδία «Οιδίπους επί Κολωνώ», όπου ο Οιδίποδας λέει στη θρηνούσα Αντιγόνη: «Μην κλαις κόρη μου. Υπάρχει μια λέξη που κατατροπώνει το κακό και τον πόνο, κι αυτή η λέξη είναι η Αγάπη».

● Αν, όπως λέτε, «πολύ πριν από τη θρησκεία οι άνθρωποι εφηύραν τη θρησκεία», τώρα πού πρέπει να στραφούν για να επιβιώσουν;

Η απάντηση σε μια τέτοια ερώτηση θα ’πρεπε να έχει ως δεδομένο μια συγκεκριμένη «προϋπόθεση». Κάθε μορφή θρησκείας είναι το απότοκο της συνειδητοποίησης πως είμαστε κατώτεροι, πρόσκαιροι και ελλειμματικοί σε όσα διακαώς ποθούμε, γι’ αυτό και προκύπτει η ελπίδα, η πίστη και η επιθυμία να υπάρχει κάτι πολύ μεγαλύτερο από εμάς, που να καλύπτει το κενό και την άγνοιά μας και να μας ανυψώσει, να μας κάνει πραγματικά αυτό που θα θέλαμε να γίνουμε. Θεωρώ πως η Εκκλησία σήμερα, υπό την καθοδήγηση του Πάπα, όπως εξάλλου και όλες οι θρησκείες εξ αποκαλύψεως, βαδίζουν στον σωστό δρόμο.

Οι τρεις βασικές λέξεις με πανανθρώπινη αξία είναι οι εξής: πρώτη η «Πίστη». Κι εδώ μιλάμε για μια πίστη που δεν εμπνέει φόβο, γιατί μας φωτίζει και απομακρύνει το σκοτάδι. Υστερα είναι η «Ελπίδα», η οποία δίνει το φως ή μπορεί ακόμα και να μας τυφλώσει κατά πώς λέει ο Προμηθέας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μας κάνει συνεχώς να κοιτάμε μπροστά. Καταληκτικά έρχεται η «Φιλανθρωπία», αυτή η ακούραστη μηχανή, που είναι αξία αυθύπαρκτη, το οξυγόνο της ψυχής. Οσο η θρησκεία κρατά αναμμένες αυτές τις τρεις φλόγες θα είναι ζωντανή.

● Αυτό το βιβλίο έχει έντονο το άρωμα της Ελλάδας. Υπάρχουν κάποιοι δεσμοί ανάμεσα σ’ εσάς και τη χώρα μας;

Εγώ «είμαι» Έλληνας. Η κουλτούρα, η σκέψη, η παιδεία μου και η αναζήτηση του ωραίου, του καλού και του αληθινού στην οποία επιδίδομαι συντείνουν σε αυτό. Όλος ο κόσμος δρα ελληνικά. Για χιλιάδες χρόνια, δεν ασχολείται με τίποτα άλλο από το να προσπαθεί να βρει απαντήσεις σε ερωτήματα, τα οποία πρώτα έχουν απαντηθεί στην Ελλάδα. Ο κόσμος είναι ελληνικός κι ας μην το γνωρίζει. Ανθρωπότητα και ελληνικότητα πάνε μαζί.

● Ένα μεγάλο θέμα που θέτετε είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, ιδιαίτερα ενός ζευγαριού που είναι χρόνια μαζί. Σπάνιο πια φαινόμενο, αφού ο σύγχρονος άνθρωπος έχει μια διάθεση να τα αλλάζει όλα. Είναι αυτή μια ρομαντική εκδοχή των σχέσεων;

Ρομαντική; Μήπως εννοείτε παρωχημένη, εκτός μόδας ίσως; Στο κάτω κάτω τι πάει να πει μόδα; Όχι. Η απάντηση εδώ είναι πολύ πιο απλή: έχει να κάνει με την πολυπλοκότητα του σύγχρονου τρόπου ζωής, με την ταχύτητα με την οποία εισβάλλουμε στις ζωές των ανθρώπων και εξαφανιζόμαστε από αυτές, με το πώς συμπλέκονται οι διαδρομές μας και με το πώς διαμορφώνονται τα συναισθήματά μας, υπό το βάρος των αλλαγών πλεύσης, των οπισθοχωρήσεων, των αμφιβολιών, των ανησυχιών μας και των καταφάσεων, που καταλήγουν να γίνουν αρνήσεις.

Όλα αυτά είναι χτυπήματα που καταφέρονται εναντίον της αγάπης, η οποία μένει απροστάτευτη στις επιθέσεις. Η σταθερότητα στα συναισθήματα είναι η ύψιστη άμυνα, αυτό είναι το στήριγμα, το να συμπλέεις με κοινή πεποίθηση, να υπάρχει ενότητα σκέψης, κάτι που δυναμώνει ακόμη και την επιθυμία για φυσική επαφή. Απαλείφεται έτσι ο παράγοντας ηλικία, δεν έχει κανένα νόημα το πριν και το μετά. Έτσι είμαστε και θα παραμείνουμε έτσι για πάντα. Στις μέρες μας αυτό είναι υπερβολικά δύσκολο. Στον πρώτο τριγμό, καταρρέει όλο το οικοδόμημα.

● Στην Ελλάδα αγαπήσαμε πολύ το προηγούμενο βιβλίο σας, τον ιδιαίτερο «Βιβλιοπώλη του Σελινούντα». Είχε έναν τρόπο να φέρει την αγάπη και την αθωότητα ως φωτοστέφανο. Στο δεύτερο βιβλίο σας υπάρχει πάλι κάποιος που πουλάει κάτι. Γιατί ο έμπορος και όχι ο άνθρωπος;

Ο «έμπορος» δεν είναι παρά ένας συμβατικός όρος. Θα μπορούσα κάλλιστα να χρησιμοποιήσω κάποιον άλλον. Ομως η χρήση της λέξης «έμπορος», όπως λέει και ο γιος, έχει κάποια εξήγηση. Ο Στέφανο, μέσα από τις λογοτεχνικές του αφηγήσεις, προσβλέπει κάπου, ζητά μια ανταμοιβή κι αυτή είναι η διέγερση της προσοχής από την πλευρά του γιου, εξαργυρώνεται δε με το νόμισμα του πάθους που τον κυριεύει. Στο σημείο αυτό μοιάζει αρκετά με τον «Βιβλιοπώλη του Σελινούντα».

● Ίσως ένα από τα δυσκολότερα θέματα για τον άνθρωπο είναι να διαχειριστεί τον θάνατο του παιδιού του. Στο βιβλίο ο Στέφανο χάνει τον Μάρκο. Ο συγγραφέας μπορεί ακίνδυνα να πλησιάζει τέτοιες καταστάσεις ή τον επηρεάζουν στην κανονική του ζωή;

Οχι. Το μυθιστόρημα αυτό είναι για μένα μια μορφή εξορκισμού. Επιζητά να στριμώξει την πραγματική ζωή στα καλούπια των λέξεων. Πρόκειται για μια μορφή αθώας συμπαθητικής μαγείας. Η συγγραφή είναι επίσης και αντιστροφή της πραγματικότητας, ένα εκ νέου χτίσιμο του κόσμου, μια γροθιά στη μοίρα. Ο πόνος δεν ημερεύει, δεν γίνεται αυτό, όμως αποκοιμιέται, σε παίρνει απ’ το χέρι και σε ξαπλώνει σε ένα γαλήνιο λιβάδι που κατακλύζεται από φανταστικά σενάρια ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά.

● Έχετε μια φράση του Ευριπίδη, μια ερώτηση-απάντηση από τον Ιππόλυτο: «Σαν τι πράγμα είναι αυτό που λέγεται έρωτας; Το πιο γλυκό μα και το πιο φαρμάκι». Εσείς έχετε καταλήξει τελικά μ’ αυτό το μεγάλο μυστήριο της ζωής;

Τα μυστήρια δεν προσφέρονται για κατανόηση, αρκεί μόνο να τα αναγνωρίζουμε κι αυτό είναι κάτι. Όταν οι επιλογές είναι πολλαπλές, αλλά ανιχνεύσιμες, τότε λες πως έχεις να καταπιαστείς με ένα πρόβλημα με λύσεις υπαρκτές.

Το μυστήριο όμως από τη φύση του είναι άλυτο, μοιάζει με παράδοξο, γιατί οι λύσεις, η μία μετά την άλλη, σταδιακά αποκλείονται. Φτάνει που το αναγνωρίζεις χωρίς να ταραχτείς, φτάνει που θα θεωρήσεις φυσιολογικό ότι, μετά την πράξη του έρωτα, θα καταλήξεις να γίνεις το θύμα της (του). Αχ, ήτανε τόσο όμορφα, γιατί όλο αυτό να χαθεί; Γιατί της πέρασε από το μυαλό πως θα μπορούσα να πλαγιάσω με κάποιαν άλλη; Γιατί δεν πρόσεξα ότι το πιστόλι της ήταν εξαρχής οπλισμένο; Γιατί υπονόμευσες την προσωπικότητα και την αίσθηση της ανεξαρτησίας της; Μην αναρωτιέσαι, δεν έχει νόημα, δεν θα το μάθεις ποτέ.

● Κύριε Βεκιόνι, τι πρέπει να σκεφτόμαστε οι άνθρωποι για τη σημερινή κατάσταση που ζούμε; Πώς θα βγούμε από το σκοτάδι στο φως;

Έλεγα πάντοτε στους φοιτητές μου πως η παιδεία δεν έχει να κάνει με τις γνώσεις αλλά με την αναζήτηση. Η ρίζα όλου αυτού, ο πυρήνας, ο λόγος για τον οποίο χτίζουμε, γκρεμίζουμε, ξαναρχίζουμε απ’ την αρχή και τελειοποιούμαστε, βρίσκεται, θα έλεγε ο Σενέκας, στην τριβή μας με την παιδεία.

Αν δεν κρατήσουμε ζωντανά όλα μας τα «γιατί» μέσα στο ντελίριο της παντοδυναμίας μας, αν δεν συνεχίσουμε να σκάβουμε βαθιά μες στην ψυχή μας, αν δεν καταλάβουμε τα τερτίπια της καρδιάς, αυτό που ονομάζουμε πρόοδο δεν θα ’ναι παρά μια διαρκής βουλιμία, ένα συναίσθημα ανικανοποίητο, ένα «Grande Bouffe»* που δεν θεραπεύει το αίσθημα της πείνας, μα ανακυκλώνει προκλήσεις, εμέσματα και μια αέναη δυσφορία. Η παιδεία είναι το σταθερό σημείο αναφοράς. Στάσου. Συλλογίσου. Γίνε ικανός να μπορείς να γυρίζεις πίσω, προκειμένου να κοιτάξεις μπροστά.

* Αναφορά στην ταινία «Το μεγάλο φαγοπότι» (1973) του Μάρκο Φερέρι


● Ευχαριστούμε τον μεταφραστή του βιβλίου, Δημήτρη Παπαδημητρίου, για τη βοήθειά του στην απόδοση των απαντήσεων του συγγραφέα και τον εκδοτικό οίκο για την παραχώρηση των φωτογραφιών.


 

ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΒΕΚΙΟΝΙ ΓΙΑ ΤΟΝ "ΤΣΕ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: