Αμάντα Γκόρμαν / Η ποίηση είναι εργαλείο αφύπνισης
Η 22άχρονη Αφροαμερικανή ποιήτρια και ακτιβίστρια Αμάντα Γκόρμαν στα χνάρια της Μάγιας Αγγέλου, παρούσα στην ορκωμοσία Μπάιντεν με δικό της ποίημα
Η Αμάντα Γκόρμαν είναι μόλις 22 χρόνων. Γεννημένη στο Λος Άντζελες, με σπουδές Κοινωνιολογίας στο Χάρβαρντ, άρχισε να γράφει ποίηση από μικρή. Στα 16 της έγινε εκπρόσωπος νεολαίας στα Ηνωμένα Έθνη, ενώ στα 19 της έγινε η πρώτη National Youth Poet Laureate της Αμερικής. Σήμερα, ακολουθώντας τα βήματα, μεταξύ άλλων, της Μάγιας Αγγέλου και του Ρόμπερτ Φροστ, σύμφωνα με την παράδοση των Δημοκρατικών, γίνεται η νεότερη ποιήτρια που θα διαβάσει ποίημά της στην τελετή ορκωμοσίας του νέου Αμερικανού Προέδρου Τζο Μπάιντεν.
Το ποίημα «The hill we climb» (Ο λόφος που ανεβαίνουμε) η νεαρή μαύρη Αμερικανίδα ποιήτρια άρχισε να το γράφει την 1η Ιανουαρίου, ωστόσο, σύμφωνα με δηλώσεις της, μπορεί να μην αναφέρεται ευθέως στην εισβολή στο Καπιτώλιο της 6ης Ιανουαρίου, όμως δεν μπορεί να την προσπεράσει. «Το ποίημα δεν είναι τυφλό» λέει. «Δεν γυρίζεις την πλάτη σου στα αποδεικτικά στοιχεία της διαφωνίας και της διχοτόμησης». Άλλωστε, τα γεγονότα τής έδωσαν μια νέα ώθηση, όπως λέει, να ολοκληρώσει το ποίημά της. Από το επιτελείο του νέου Προέδρου δεν της έδωσαν οδηγίες τι να γράψει, αλλά την ενθάρρυναν να δώσει έμφαση στην ενότητα και την ελπίδα.
Για την Γκόρμαν, «η δύναμη της ποίησης είναι το παν. Η ποίηση είναι ένα εργαλείο που δίνει τη δυνατότητα να γίνουν οι ιδέες γνωστές και να τις νιώσει κάποιος. Αυτό είναι μια πραγματικότητα, αλλά είναι και καθήκον για έναν ποιητή».
Ακτιβίστρια και δυναμική, όπως μετέτρεψε σε δύναμη το πρόβλημα ομιλίας που αντιμετωπίζει από παιδί, έτσι θεωρεί ότι «η ποίηση δεν είναι μόνο τέχνη, είναι και ένα εργαλείο αφύπνισης». Με την ποίησή της διατρέχει τη διακεκαυμένη ζώνη της σημερινής Αμερικής, εστιάζει στον ρατσισμό και στα γυναικεία θέματα, θίγει ζητήματα περιθωριοποίησης, αλλά και της αφρικανικής διασποράς.
«Μιλάω σε όλους, αλλά θέλω να μιλήσω και για όλους» λέει για το ποίημα που θα απαγγείλει στην τελετή ορκωμοσίας, προσθέτοντας ότι θα το μοιραστεί με τον Πρόεδρο Μπάιντεν, αλλά και με την ποιήτρια Μάγια Αγγέλου, που το 1993 απήγγειλε το ποίημά της «On the pulse of morning» στην ορκωμοσία του Προέδρου Μπιλ Κλίντον και έγινε η πρώτη ποιήτρια που απήγγειλε ποίημά της σε ορκωμοσία Προέδρου των ΗΠΑ μετά τον Ρόμπερτ Φροστ στην ορκωμοσία του Προέδρου Τζον Φ. Κένεντι το 1961.
Η Γκόρμαν, μια νεαρή ταλαντούχα και ευαίσθητη γυναίκα της εποχής της, ως μαύρη έχει βιώσει κοινωνικές διακρίσεις. Ωστόσο, φαίνεται πως το φύλο και η φυλή της αποτελούν και βασικό συστατικό της δύναμής της. Στα μόλις 22 της χρόνια έχει ήδη κάνει πολλά. Έχει διακριθεί, έχει γράψει για μαύρους, έχει γίνει η πρώτη νέα ποιήτρια που άνοιξε τη λογοτεχνική σεζόν της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου, το 2017, έχει διαβάσει την ποίησή της στο MTV. Στη Νέα Υόρκη, η Βιβλιοθήκη και το Μουσείο Morgan απέκτησαν το ποίημά της «In this place (An american lyric)» και το έθεσαν το 2018 κοντά σε έργα της Ελίζαμπεθ Μπίσοπ Γκόρμαν. Επίσης, έχει ιδρύσει τον μη κερδοσκοπικό οργανισμό «One pen one page», ο οποίος διαχειρίζεται ένα πρόγραμμα γραφής για νέους.
Στην Ελλάδα θα γνωρίσουμε την ποίησή της στο επόμενο τεύχος του περιοδικού Poetix, που θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο, και έχει συμπεριλάβει τρία ποιήματά της σε μετάφραση της Χριστίνας Λιναδράκη.
_______________________________
Amanda Gorman
The Hill We Climb: poem
When day comes, we ask ourselves where can we find light in this never-ending shade?
The loss we carry, a sea we must wade.
We’ve braved the belly of the beast.
We’ve learned that quiet isn’t always peace,
and the norms and notions of what “just” is isn’t always justice.
And yet, the dawn is ours before we knew it.
Somehow we do it.
Somehow we’ve weathered and witnessed a nation that isn’t broken,
but simply unfinished.
We,
the successors of a country and a time where a skinny Black girl
descended from slaves and raised by a single mother can dream of
becoming president, only to find herself reciting for one.
And yes, we are far from polished, far from pristine,
but that doesn’t mean we are striving to form a union that is perfect.
We are striving to forge our union with purpose.
To compose a country committed to all cultures, colors, characters, and conditions of man.
And so we lift our gazes not to what stands between us, but what stands before us.
We close the divide because we know, to put our future first, we must first put our differences aside.
We lay down our arms so we can reach out our arms to one another.
We seek harm to none and harmony for all.
Let the globe, if nothing else, say this is true:
That even as we grieved, we grew.
That even as we hurt, we hoped.
That even as we tired, we tried.
That we’ll forever be tied together, victorious.
Not because we will never again know defeat, but because we will never again sow division.
Scripture tells us to envision that everyone shall sit under their own vine and fig tree and no one shall make them afraid.
If we’re to live up to our own time, then victory won’t lie in the blade, but in all the bridges we’ve made.
That is the promise to glade, the hill we climb, if only we dare.
It’s because being American is more than a pride we inherit.
It’s the past we step into and how we repair it.
We’ve seen a force that would shatter our nation rather than share it.
Would destroy our country if it meant delaying democracy.
This effort very nearly succeeded.
But while democracy can be periodically delayed,
it can never be permanently defeated.
In this truth, in this faith, we trust,
for while we have our eyes on the future, history has its eyes on us.
This is the era of just redemption.
We feared it at its inception.
We did not feel prepared to be the heirs of such a terrifying hour,
but within it, we found the power to author a new chapter, to offer hope and laughter to ourselves.
So
while once we asked, ‘How could we possibly prevail over catastrophe?’
now we assert, ‘How could catastrophe possibly prevail over us?’
We will not march back to what was, but move to what shall be:
A country that is bruised but whole, benevolent but bold, fierce and free.
We
will not be turned around or interrupted by intimidation because we
know our inaction and inertia will be the inheritance of the next
generation.
Our blunders become their burdens.
But one thing is certain:
If we merge mercy with might, and might with right, then love becomes our legacy and change, our children’s birthright.
So let us leave behind a country better than the one we were left.
With every breath from my bronze-pounded chest, we will raise this wounded world into a wondrous one.
We will rise from the golden hills of the west.
We will rise from the wind-swept north-east where our forefathers first realized revolution.
We will rise from the lake-rimmed cities of the midwestern states.
We will rise from the sun-baked south.
We will rebuild, reconcile, and recover.
In every known nook of our nation, in every corner called our country,
our people, diverse and beautiful, will emerge, battered and beautiful.
When day comes, we step out of the shade, aflame and unafraid.
The new dawn blooms as we free it.
For there is always light,
if only we’re brave enough to see it.
If only we’re brave enough to be it.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου