Κυριακή, Ιανουαρίου 31, 2021

Γιατί η ελληνική εκπαίδευση δεν μπόρεσε να μετασχηματιστεί και να παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις;

https://www.avgi.gr/sites/default/files/styles/main/public/2021-01/epanastasi.jpg?itok=R6_b8N69Παντελής Κυπριανός: "Η συντηρητική ματαίωση"

avgi.gr

Αρχές του 19ου αιώνα συγκροτήθηκαν τα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρώπη. Η Μεταρρύθμιση, ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση αξιοδότησαν τη γνώση και συνέτειναν σε νέα θεώρησή της. Ο καθοριστικός, ωστόσο, παράγοντας για τη γένεσή τους ήταν η σύσταση των εθνικών κρατών και η κρατική οργάνωση. Η σύστασή τους σηματοδότησε τη μετάβαση από την άτυπη εκπαίδευση στην τυπική και τους προσέδωσε νέα χαρακτηριστικά, όπως η ομοιογένεια στην εθνική επικράτεια και η υποχρεωτική, για κάποιο διάστημα, φοίτηση. Σταθμοί στην εξέλιξή τους θεωρούνται οι δεκαετίες 1860-1870 και ο Μεσοπόλεμος. Στην πρώτη φάση αναπτύχθηκε η τεχνική εκπαίδευση, μπήκαν οι βάσεις της γυναικείας εκπαίδευσης, διευρύνθηκε η Τριτοβάθμια. Στη δεύτερη φάση ανανεώθηκε η παιδαγωγική, βλάστησαν νέες ιδέες, όπως το ενιαίο σχολείο και η συμμετοχή της οικογένειας, τέθηκαν ως πρόβλημα οι εκπαιδευτικές ανισότητες, δρομολογήθηκε η μαζικοποίηση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης που πήρε διαστάσεις στις μέρες μας.

Ο Ξεσηκωμός του 1821 διαπνέεται από τον Διαφωτισμό, αξιοδοτεί το σχολείο και τους φορείς του. Η θετική πρόσληψης της φοίτησης στο σχολείο υποχωρεί μετά το 1840 αλλά διατηρείται μέχρι τη δεκαετία του 1870. Το διάστημα αυτό η φοίτηση θεωρείται σημάδι φιλομάθειας, στη συνέχεια θεσιθηρία. Από τα τέλη του 19ου αιώνα ώς το 1974 η ελληνική εκπαίδευση δεν παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις, γεγονός που αποτυπώνεται στη δομή, τα εσωτερικά της χαρακτηριστικά και στον συγκριτικά μικρότερο αριθμό μαθητών και φοιτητών.

Προσανατολισμοί: Αρχαία Ελλάδα, Εσπερία και Ανατολή

Από τις απαρχές του νεοελληνικού κράτους η εκπαιδευτική πολιτική κινείται γύρω από δύο συμπλεκόμενα δίπολα: σύζευξη της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς με τη δυτική και μεταλαμπάδευση των φώτων της Εσπερίας στην καθ’ ημάς Ανατολή. Το πρώτο δίπολο δεν συνιστά ελληνική ιδιομορφία, είναι κεντρική στην ευρωπαϊκή σκέψη μετά τον 17ο αιώνα. Η σύζευξη σύντομα μετατράπηκε σε αντίθεση και εξέβαλε σε συγκρούσεις που αναπαράγονται μέχρι σήμερα: από τη γλώσσα ώς την πρόσφατη επαναφορά των λατινικών στο Λύκειο και την έξωση των κοινωνικών επιστημών και των τεχνών στην εκπαίδευση.

Το δεύτερο δίπολο αφορά τη σχέση με την Εσπερία και τις σχέσεις του «εθνικού κέντρου» με τον ελληνισμό της Ανατολής. Δόρατα της πολιτικής αυτής είναι το πανεπιστήμιο και το νηπιαγωγείο. Το πρώτο καλείται να γαλουχήσει τους Έλληνες εκτός βασιλείου και αλλοεθνείς που θα μεταλαμπάδευαν τον ελληνικό πολιτισμό στις περιοχές τους. Αρχικά το πανεπιστήμιο προσέλκυσε έξω - Έλληνες και λίγους αλλοεθνείς. Η τάση αντιστράφηκε μετά το 1870, με την ίδρυση αμερικανικών κολεγίων στην οθωμανική αυτοκρατορία.

Πιο επιθετικά ασκείται, από το 1870 ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή, μια πολιτική διάχυσης της ελληνικής γλώσσας και Ιστορίας μέσω των νηπιαγωγείων. Πρωτοστατεί η Αικατερίνη Λασκαρίδου, αλλά τα αποτελέσματα είναι αμφιλεγόμενα. Γράφει η Μ. Κλεάνθους Παπαδημητρίου: «Όλοι ξέρουμε πως όσα νηπιαγωγεία και διδασκαλεία νηπιαγωγών υπάρχουν σήμερα οφείλουν την ίδρυσή τους στην εργασία μιας γυναίκας, της Αικατερίνης Λασκαρίδου. (...). Για πολλά χρόνια σκόρπισε κορίτσια σε ξενόφωνα χωριά, όπου βασανίστηκαν, καταδιώχτηκαν, έμειναν νηστικά. Ολόκληροι πληθυσμοί έμαθαν να μιλούν ελληνικά. (...). Ξέρω πως βουλγαρόφωνοι πληθυσμοί έμαθαν να μιλούν ελληνικά αλλά τη γλώσσα που ’μαθαν την χειρίστηκαν σαν όπλο εναντίον μας».

Έμεινε το βλέμμα στη Δύση. Πέρα από την πρόσληψή της ως κατεξοχήν τόπου πολιτισμού, η έλξη δυνάμωσε μέσω θεσμών που ίδρυσαν οι μεγάλες δυτικές χώρες στην Αθήνα και κυρίως με τη φοίτηση ή μετεκπαίδευση Ελλήνων σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Πριν το 1821 και τις μετέπειτα δεκαετίες, εκατοντάδες Έλληνες φοίτησαν σ’ αυτά. Το ρεύμα διευρύνθηκε μετά το 1880, πήρε διαστάσεις στη δεκαετία του 1920 και κορυφώθηκε την εικοσαετία 1960-1980. Το 1930 οι Έλληνες φοιτητές εξωτερικού ανήλθαν στο 10% των εγχώριων και το 1980 στο 30%. Συνολικά, ώς τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πλειονότητα των πανεπιστημιακών, των στελεχών της εκπαίδευσης, των πολιτικών και των μεγάλων επιχειρηματιών πέρασαν από ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο.

Κυρίαρχος λόγος: ανάμεσα στη φιλομάθεια και τη θεσιθηρία

Τα επαναστατικά κείμενα εμφορούνταν από το πνεύμα του Διαφωτισμού. Αυτό αποτυπώνεται στη θετική πρόσληψη της εκπαίδευσης και των φορέων της. «Ήταν συχνές», γράφει η Ε. Σκοπετέα, «οι σχετικές εκκλήσεις από τον ελλαδικό χώρο προς τη Διασπορά. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος καλεί τον Κοραή, ο Καραϊσκάκης τον Βάμβα, άλλοι άλλους». Τροφοδοτούμενη από τον εκκολαπτόμενο μύθο του κρυφού σχολείου και τον υψηλό αναλογικά αριθμό των φοιτητών στο πανεπιστήμιο στις δεκαετίες του 1870 και του 1880, η εικόνα αυτή δίνει τροφή σε μια πεποίθηση, την αγάπη των Ελλήνων για τα γράμματα, η οποία διατηρείται μέχρι τη δεκαετία του 1880 και αναβιώνει μετά το 1974 για να υποχωρήσει στις μέρες μας.

Μετά τη διεθνή οικονομική κρίση του 1873, την αύξηση των φοιτητών και τη μείωση των ευκαιριών απασχόλησης στις ελληνικές κοινότητες εκτός βασιλείου, συγκροτούνται δύο νέες αντιλήψεις, γαλλο-γερμανικά δάνεια, για την εκπαίδευση. Καθηγητές πανεπιστημίου, πολιτικοί και παιδαγωγοί υποστηρίζουν ότι οι Έλληνες σπουδάζουν όχι από φιλομάθεια αλλά για να βρουν θέση στο Δημόσιο, από «θεσιθηρία». Η θέση είναι διάχυτη στα εκπαιδευτικά νομοσχέδια του 1899 και του 1913. Έτσι, εισάγεται ο όρος «πνευματικό προλεταριάτο», που υποδηλώνει τους άνεργους πτυχιούχους. Η θεώρηση παραμένει κυρίαρχη μέχρι και τη δεκαετία του 1950, εκλείπει και αναβιώνει στις μέρες μας.

Η δεύτερη θεώρηση έρχεται από τον 18ο αιώνα και χρησιμοποιήθηκε σε ευρωπαϊκές χώρες στις αρχές του 19ου. Θέλει εκπαιδευτικές ανάγκες και επίπεδο σπουδών να συναρτώνται με την κοινωνική θέση. Η θεώρηση αυτή νομιμοποίησε στις γερμανόφωνες χώρες και τη Γαλλία τη θέσπιση παράλληλων σχολικών δικτύων, τεχνικού και επαγγελματικού περιεχομένου, και τον προσανατολισμό σε αυτά των οικονομικά ασθενέστερων μαθητών.

Στην Ελλάδα και οι δύο θέσεις χρησιμοποιούνται για την αναδιοργάνωση του σχολείου και τον έλεγχο των ροών σε γυμνάσιο και πανεπιστήμιο. Η δεύτερη θέση οργανώνει τα νομοσχέδια του 1899 και είναι παρούσα στα βενιζελικά του 1913 και του 1929. Ενδεχομένως αυτό εξηγεί και την εισαγωγή του ενιαίου εξατάξιου Γυμνάσιου. Από ακόμη πιο επιλεκτική λογική διαπνέεται το οκτατάξιο Γυμνάσιο του Μεταξά, που καταργήθηκε τυπικά το 1959. Υπό τα πρίσμα αυτό μπορούμε να δούμε την εισαγωγή διδάκτρων στο πανεπιστήμιο το 1892, από την κυβέρνηση Τρικούπη, έως τη σταδιακή εισαγωγή και ψήφιση, το 1922, εισαγωγικών εξετάσεων στα τότε ΑΕΙ, ως μια προσπάθεια ανεπιτυχούς στροφής προς την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση.

Επώδυνες ετεροχρονισμένες αλλαγές

Το εκπαιδευτικό μας σύστημα συγκροτήθηκε την περίοδο 1834-1837 κατ’ εικόνα του γαλλικού (το Δημοτικό) και του γερμανικού (η Δευτεροβάθμια και το Πανεπιστήμιο). Όπως παντού, το Δημοτικό ήταν υποχρεωτικό και προβλεπόταν η συνεκπαίδευση των δύο φύλων στον αγροτικό χώρο, διατάξεις ρηξικέλευθες για μια παραδοσιακή κοινωνία. Κάποια από τα μέτρα ευοδώθηκαν - κυρίως η σχετικά ταχεία λειτουργία σχολείων. Άλλα όχι, όπως η εκπαίδευση των κοριτσιών. Στη συνέχεια, η ελληνική εκπαίδευση εξελίχτηκε με αργούς ρυθμούς ώς το 1922. Έμειναν σε εκκρεμότητα η παιδαγωγική, η γυναικεία εκπαίδευση, η τεχνική - επαγγελματική, η προσχολική, η διάρκεια των δύο πρώτων βαθμίδων, η διάρκεια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση απέκτησε χαρακτηριστικά «αριστοκρατικής κοινωνίας», σύμφωνα με τον Δ. Γληνό: χαμηλή συμμετοχή στο Δημοτικό, κυρίως κοριτσιών, παράλληλα πολλοί απόφοιτοι του Δημοτικού συνέχιζαν στο Γυμνάσιο και το Πανεπιστήμιο.

Κάποια βήματα στον Μεσοπόλεμο έγιναν από βενιζελικές κυβερνήσεις: παιδαγωγική, ιδρύθηκαν σχολές, κατά βάση επαγγελματικές (τα σημερινά ΟΠΑ, ΓΠΑ, Πάντειο), πειραματικά σχολεία, βελτιώθηκε η κατάρτιση των εκπαιδευτικών. Επιπλέον ιδρύθηκε, το 1924, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με στόχο την τοπική ανάπτυξη και την εθνική συνείδηση. Μόλις το 1959 και στη δεκαετία του 1960 ιδρύονται οι Σχολές Εργοδηγών, Υπομηχανικών, τα ΚΑΤΕ, κατά βάση μετά από εξωγενείς συστάσεις. Θα φτάσουμε στα 1981 για να θεσπιστούν μέτρα προς ένα πιο ανοιχτό και μαζικό σχολείο, τα οποία στις περισσότερες δυτικές χώρες είχαν υιοθετηθεί λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Γιατί η ελληνική εκπαίδευση δεν μπόρεσε να μετασχηματιστεί και να παρακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις; Η ερμηνεία του φαινομένου είναι σύνθετη και όχι ενιαία για τους δύο αιώνες. Πέρα από την κοινωνική δομή, οι ερμηνείες στρέφονται σε τέσσερις κατευθύνσεις: τη στάση των συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων, την αναποτελεσματική παρέμβαση των παιδαγωγών, τέλος την άσκηση υπουργοκεντρικής εκπαιδευτικής πολιτικής και τον έλεγχο της κρατικής γραφειοκρατίας.

Οι δυτικοσπουδασμένοι παιδαγωγοί δεν λειτούργησαν ως μεταρρυθμιστική ομάδα. Αντίθετα, η επιρροή τους συναρτήθηκε από τη θέση τους στο κράτος και τη σχέση τους με κόμματα και κυβερνήσεις. Δεν λειτούργησαν ως σώμα, ως γραφειοκρατία, με την έννοια του Μαξ Βέμπερ. Το πολιτικό προσωπικό είχε τον πρώτο και τελευταίο λόγο στη διαμόρφωση των αποφάσεων. Έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν συγκροτούνται συνεπείς και συνεκτικές γραμμές. Λ.χ. «συντηρητικές» κυβερνήσεις, όπως ενδεικτικά του Δηλιγιάννη, θεσπίζουν μέτρα «προοδευτικά» (νηπιαγωγείο, μείωση ελέγχου των εκπαιδευτικών, δωρεάν σπουδές), σε αντίθεση με «εκσυγχρονιστικές», όπως αυτές του Τρικούπη, που επιβάλλουν δίδακτρα και περιορίζουν τον αριθμό των φοιτητών.

Με τον δημοτικισμό και ακόμη περισσότερο μετά τον Εμφύλιο οι στοιχίσεις έγιναν σαφέστερες, οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί ευκρινέστεροι. Αυτό αποτυπώνεται τόσο στις μεταρρυθμίσεις του 1964 όσο και σε αυτές της τριετίας 1982-85, που αποπνέουν μια νέα αντίληψη για το σχολείο. Αλλά κόμματα, κυβερνήσεις και υπουργοί, παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις, τις γνώμες των ειδικών και τις πιέσεις της γραφειοκρατίας, είχαν τον πρώτο και τελευταίο λόγο στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής. Με την αποδυνάμωση των πολιτικών κομμάτων τα τελευταία χρόνια, την ευρωπαϊκή ενοποίηση και το αυξημένο βάρος των διεθνών οργανισμών, η αρχή αυτή μεταβάλλεται, καθώς οι εκπαιδευτικές επιλογές είναι σε μεγάλο βαθμό εξωγενείς. Η εξέλιξη αυτή αυξάνει το βάρος της κρατικής γραφειοκρατίας, ειδικών σε πτυχές της εκπαίδευσης (οικονομολόγων, νομικών, πληροφορικής), αναδεικνύει νέους παίκτες, όπως οι ομάδες συμφερόντων, εν κατακλείδι καθιστά τη λήψη των αποφάσεων συνθετότερη και το έργο των πολιτικών πολυπλοκότερο.

Ο Παντελής Κυπριανός είναι καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών

Δεν υπάρχουν σχόλια: