Έγκλημα & Επιστήμες
Αναζήτηση συγγενικών δεσμών: μια νέα διάσταση
της χρήσης των γενετικών αποτυπωμάτων
στη διαλεύκανση εγκληματικών πράξεων
Η ιστορία πίσω από την αναζήτηση συγγενικών δεσμών
Το έτος 1973, την τοπική κοινωνία του Cardiff της Ουαλίας συντάραξαν οι υποθέσεις βιασμού και δολοφονίας δια στραγγαλισμού τριών έφηβων κοριτσιών, της Sandra Newton, της Pauline Floyd και της Geraldine Hughes. Ακολούθησε μια εντυπωσιακής εμβέλειας έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 150 αστυνομικοί και εξετάστηκαν περίπου 200 ύποπτοι, ωστόσο απέβη άκαρπη και ο φάκελος της υπόθεσης ετέθη στο αρχείο αγνώστων δραστών[1].
Η υπόθεση έμελλε να ανοίξει ξανά το 2000 και να επιλυθεί οριστικά το 2002, χάρη στην τεχνική της ανάλυσης του γενετικού υλικού και ειδικότερα μέσω της διασταύρωσης προφίλ DNA προς αναζήτηση συγγενικών δεσμών (familial searching)[2]. Η γενετική ανάλυση είχε πια εδραιωθεί ως ένα από τα δημοφιλέστερα εργαλεία στον τομέα της ταυτοποίησης δραστών εγκληματικών πράξεων, η δε βρετανική αστυνομία είχε συστήσει ένα από τα μεγαλύτερα αρχεία γενετικών προφίλ[3] παγκοσμίως, τη National DNA Database (NDNAD). Ο ερευνητής της εγκληματολογικής υπηρεσίας Dr Jonathan Whitaker, προσπαθώντας να διαλευκάνει τη σχεδόν ξεχασμένη αυτή υπόθεση με τις νέες βιομετρικές τεχνικές ταυτοποίησης που είχε στη διάθεσή του, υπέβαλε τα εναπομείναντα κυτταρικά δείγματα από τα ρούχα των θυμάτων σε γενετική ανάλυση[4] και αντιπαρέβαλε τα εξαχθέντα γενετικά αποτυπώματα με όσα ήταν ήδη αποθηκευμένα στη βάση γενετικών δεδομένων NDNAD από άλλες υποθέσεις, σκεπτόμενος ότι μετά από τόσα έτη είναι πιθανόν ο δράστης να έχει αποκτήσει παιδιά, των οποίων το γενετικό προφίλ να είναι καταχωρημένο στην εθνική αυτή βάση, και έτσι ανακαλύπτοντας την ταυτότητα των συγγενών του να οδηγηθεί σε αυτόν[5]. Πράγματι, το γενετικό αποτύπωμα του άγνωστου δράστη ταυτοποιήθηκε μερικώς (κατά 50%) με το γενετικό προφίλ κάποιου Paul Kappen, ο οποίος έχει τελέσει κλοπές αυτοκινήτων. Ο πατέρας του Paul Kappen, Joseph Kappen, ήδη εκλιπών, είχε υπάρξει ένας βασικούς ύποπτους που είχαν εξετασθεί στην υπόθεση των τριών βιασμών και ανθρωποκτονιών, χωρίς όμως να του ασκηθεί δίωξη. Εν συνεχεία, έγινε εκταφή του σώματος του τελευταίου και ανάλυση του γενετικού του υλικού, η οποία απέβη θετική και τον ταυτοποίησε πλήρως με τον άγνωστο δράστη, 29 έτη μετά την τέλεση των άδικων πράξεων και 12 έτη μετά το θάνατό του[6]. Η υπόθεση του Joseph Kappen είναι η πρώτη υπόθεση παγκοσμίως που εξιχνιάστηκε χάρη στην πρωτοποριακή, αμφιλεγόμενη μέθοδο της αναζήτησης συγγενικών δεσμών.
Η αναζήτηση συγγενικών δεσμών ως ανακριτική πράξη
Η αναζήτηση οικογενειακών δεσμών αποτελεί μια νέα τεχνική, που αναπτύχθηκε ως απόρροια της διάδοσης της ανακριτικής πράξης της ανάλυσης DNA και της αποθήκευσης του αποτελέσματος της, του γενετικού αποτυπώματος ή προφίλ, σε ειδικό αρχείο[7]. Συνιστά διακριτή ανακριτική πράξη κατά την οποία οι αρχές, αφού έχουν συλλέξει δείγμα βιολογικού υλικού του δράστη από τον τόπο του εγκλήματος και το έχουν αναλύσει χωρίς να μπορέσουν να το ταυτοποιήσουν ευθέως, συγκρίνουν το γενετικό του αποτύπωμα με τα ταυτοποιημένα γενετικά προφίλ δραστών που βρίσκονται ήδη αποθηκευμένα στο αρχείο, αποσκοπώντας στο να δημιουργήσουν μια λίστα με προφίλ γενετικώς παρόμοια με του αναζητούμενου δράστη. Μια τέτοια ομοιότητα γενετικού αποτυπώματος (μερική ταυτοποίηση) υποδηλώνει πιθανή συγγένεια μεταξύ του αναζητούμενου δράστη της διερευνώμενης πράξης και του προσώπου του οποίου το προφίλ ήταν ήδη καταχωρημένο στη βάση δεδομένων λόγω προηγούμενης εμπλοκής του με το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Έτσι, οι ανακριτικές αρχές οδηγούν τις έρευνες προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, καλώντας προς ανάκριση τα μέλη της οικογένειας του προσώπου ή των προσώπων της λίστας, των οποίων το γενετικό αποτύπωμα ομοιάζει με του άγνωστου δράστη της πράξης που ερευνούν[8].
Οι οικογενειακές αναζητήσεις βασίζονται στη βασική αρχή της γενετικής ότι οι συγγενείς μοιράζονται σχεδόν κοινά γενετικά αποτυπώματα, τα οποία παρουσιάζουν μικρές αποκλίσεις[9]. Μπορεί λοιπόν να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ένα γενετικό προφίλ που ταυτίζεται μερικώς, όχι όμως απόλυτα, με αυτό που συλλέχθηκε από τον τόπο του εγκλήματος, ανήκει σε κάποιο συγγενή του προσώπου, λ.χ. αδερφό, γονέα ή τέκνο του[10]. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως το αποτύπωμα DNA δεν παρέχει πληροφορίες αποκλειστικά για το πρόσωπο από το οποίο προέρχεται, αλλά και για συγγενικά του πρόσωπα[11]. Χάρη στην τεχνική της μερικής ταυτοποίησης, η αστυνομία είναι σε θέση να εντοπίσει εύκολα δράστες των οποίων τα αποτυπώματα δε διαθέτει, καθώς δεν είχαν πιθανώς καμιά προηγούμενη εμπλοκή με την ποινική δικαιοσύνη, αλλά είναι στενοί συγγενείς ατόμων των οποίων το γενετικό προφίλ έχει αποθηκευτεί στη βάση για άλλους λόγους. Η έρευνα των ανακριτικών αρχών περιορίζεται έτσι σε μικρότερο κύκλο υπόπτων, o οποίος, αναλόγως με τις παραμέτρους που χρησιμοποιούνται στην ανάλυση, μπορεί να περιλαμβάνει από μερικά άτομα μέχρι μερικές εκατοντάδες ατόμων[12]. Οι αστυνομικές αρχές χρησιμοποιούν κατόπιν και άλλα κριτήρια, πχ γεωγραφικά, για να αποκλείσουν ορισμένα προφίλ πριν προχωρήσουν την έρευνα[13], αυτή ωστόσο κατευθύνεται κατά βάση από βιολογικές συσχετίσεις και όχι βάσει των παραδοσιακών ενδείξεων, υπονοιών σε βάρος ορισμένου ατόμου, αρνητικής πρόγνωσης λόγω προηγούμενης εμπλοκής με την ποινική δικαιοσύνη κλπ[14].
Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί πως μια τέτοια μερική ταυτοποίηση DNA δεν υποδηλώνει άνευ εταίρου κάποια συγγενική σχέση, αλλά την καθιστά απλώς πιθανή. Είναι δυνατό δύο προφίλ DNA να είναι κατά τύχη παρόμοια, χωρίς να υπάρχει κανένας δεσμός αίματος. Το ποσοστό επιτυχίας της μεθόδου είναι σχετικώς χαμηλό: στη Μεγάλη Βρετανία κινείται στο 11-27%, ενώ στις ΗΠΑ στο 7%[15].
Χώρες όπου διεξάγονται αναζητήσεις συγγενικών δεσμών
Η οικογενειακή αναζήτηση και ο προσδιορισμός γενετικών δεσμών με τον υπόλοιπο πληθυσμό με σοβαρές αξιώσεις ακρίβειας καθίστανται εφικτοί σε χώρες με μεγάλες βάσεις γενετικών αποτυπωμάτων, που τείνουν να περιλάβουν περί το 15-20% του πληθυσμού, όπως ιδίως η Μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ. Η αποτελεσματικότητά της σε τράπεζες DNA μικρής εμβέλειας και όγκου είναι ιδιαίτερα περιορισμένη.
Πρωτοπόρος χώρα στην αναζήτηση συγγενικών δεσμών είναι η Μεγάλη Βρετανία, η οποία από το 2002 ως σήμερα κρατά τα ηνία στη χρήση της τεχνικής αυτής και διαθέτει τη μεγαλύτερη βάση γενετικών αποτυπωμάτων στον κόσμο αναλογικά με τον πληθυσμό της[16]. Η αναζήτηση συγγενικών δεσμών νομιμοποιήθηκε το 2003[17], και έκτοτε μέχρι το 2011 είχαν λάβει χώρα περίπου 200 οικογενειακές αναζητήσεις που απέφεραν χρήσιμα για την ανάκριση αποτελέσματα, οδηγώντας στην εξιχνίαση 40 περίπου σοβαρών αδικημάτων[18]. Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση της NDNAD για το έτος 2015-16[19], η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις σοβαρών εγκληματών όπως ανθρωποκτονίες, βιασμοί, ασέλγεια σε ανήλικο και τρομοκρατία, λόγω του κόστους και του εξειδικευμένου προσωπικού που απαιτεί. Μέχρι πρότινος, η διενέργεια οικογενειακής αναζήτησης απαιτούσε την in concreto άδεια του Διοικητικού Συμβουλίου της NDNAD, ωστόσο η πολιτική αυτή καταργήθηκε και το καθεστώς έγινε πιο ελαστικό[20]. Σε κάθε περίπτωση, η αναζήτηση συγγενικών δεσμών αποτελεί έρευνα ρουτίνας για τα προαναφερθέντα βίαια εγκλήματα και έχει συντελέσει στην εξιχνίαση αρκετών υποθέσεων. Κατά τη χρονική περίοδο 2014-15 έλαβαν χώρα 16 οικογενειακές αναζητήσεις[21] και 17 την περίοδο 2015-16[22].
Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιείται επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Οι ΗΠΑ διαθέτουν περιφερειακές τράπεζες αποτυπωμάτων DNA ανά Πολιτεία, οι οποίες συστήθηκαν με αρχικό σκοπό τον εντοπισμό δραστών βίαιων και σεξουαλικών εγκλημάτων μέσω της πλήρους ταυτοποίησης γενετικών προφίλ, καθώς και την αναγνώριση εξασφανισθέντων προσώπων[23], αλλά σύντομα άρχισαν να εμπλουτίζονται, συμπεριλαμβάνοντας δράστες αδικημάτων χαμηλής επικινδυνότητας, αθωωθέντες, ακόμα και άτομα που απλώς συνελήφθησαν χωρίς να παραπεμφθούν ποτέ σε δίκη[24]. Οι επιμέρους βάσεις συγκροτούν από το 1994 την ευμεγέθη εθνική βάση γενετικών αποτυπωμάτων του FBI, τη NDIS (National DNA Index System)[25]. Η έρευνα οικογενειακών δεσμών ως πρακτική δεν πραγματοποιείται σε εθνικό επίπεδο στις ΗΠΑ αλλά σε τοπικό[26], ωστόσο από το 2006 επιτρέπεται η ανταλλαγή μεταξύ των Πολιτειών στοιχείων που αφορούν σε μερικές ταυτοποιήσεις[27]. Αναζητήσεις συγγενικών δεσμών διενεργούνται σε δεκαπέντε Πολιτείες των ΗΠΑ, μεταξύ άλλων Νέα Υόρκη, Κολοράντο, Τέξας, Βιρτζίνια, Πενσυλβανία, Μινεσότα, με την Καλιφόρνια να έχει νομιμοποιήσει πλήρως τη μέθοδο αυτή από το 2008[28]. Από την άλλη, ορισμένες Πολιτείες την έχουν απαγορεύσει είτε ρητά είτε σιωπηρά, μεταξύ των οποίων το Μέρυλαντ, η Αλάσκα, η Νεβάδα και το Μίσιγκαν[29].
Στην πράξη, εντούτοις, φαίνεται πως στις ΗΠΑ οι αναζητήσεις οικογενειακών δεσμών δεν περιορίζονται στα γενετικά προφίλ που βρίσκονται στην επίσημη βάση γενετικών αποτυπωμάτων της αστυνομίας, αλλά έχουν σημειωθεί οικογενειακές αναζητήσεις και σε ηλεκτρονικά αρχεία βιομετρικών δεδομένων που έχουν συσταθεί για άλλους, μη ανακριτικούς σκοπούς[30]. Πρόσφατη και πολύκροτη σχετική περίπτωση είναι αυτή της αναζήτησης συγγενικών δεσμών που οδήγησε στη σύλληψη ενός διαβόητου κατά συρροή δολοφόνου και βιαστή ο οποίος έδρασε στην Καλιφόρνια μεταξύ 1974-1986, γνωστού ως Golden State Killer. Η οικογενειακή αναζήτηση διενεργήθηκε στο αρχείο γενετικών αποτυπωμάτων μιας ηλεκτρονικής υπηρεσίας που διεξάγει γενεαλογικές έρευνες κατόπιν εισαγωγής αποτυπώματος DNA απευθείας από χρήστες, οι οποίοι ενδιαφέρονται να ανακαλύψουν την προέλευση της οικογένειάς τους, το γενεαλογικό τους δέντρο, άγνωστους συγγενείς τους κλπ[31]. Εν προκειμένω, τα ανακριτικά όργανα για την έρευνα τους δε χρειάστηκαν καν ειδική εισαγγελική παραγγελία, καθώς δε χρησιμοποίησαν κάποια από τις μεγάλες και γνωστές εταιρίες γενεαλογικών ερευνών, οι οποίες τηρούν πιο αυστηρά πρωτόκολλα διαχείρισης των δεδομένων των πελατών τους[32], αλλά μια μικρή, ελεύθερης πρόσβασης πλατφόρμα, με χαλαρή πολιτική προστασίας των προσωπικών δεδομένων των χρηστών της[33].
Άλλες χώρες στις οποίες εφαρμόζεται η αναζήτηση οικογενειακών δεσμών είναι η Ολλανδία, η οποία ψήφισε σχετική νομοθεσία στα τέλη του 2011[34] και η Νέα Ζηλανδία. Αντίθετα, ο Καναδάς αποτελεί περίπτωση χώρας που την απαγόρευσε ρητά για λόγους προστασίας της ιδιωτικής ζωής[35].
Όσον αφορά τη χώρα μας, σημειώνεται ότι νομοθετική πρόβλεψη της χρήσεως των αποθηκευμένων γενετικών αποτυπωμάτων για αναζήτηση οικογενειακών δεσμών δεν υπάρχει στον ΚΠΔ, και η ανακριτική αυτή πράξη δε φαίνεται να εμπίπτει κατά κανένα τρόπο στα όρια της γραμματικής διατύπωσης του άρ. 200Α §2 εδ. δ’, το οποίο επιτρέπει την αρχειοθέτηση γενετικών τύπων και τη χρήση τους για την εξιχνίαση διαφορετικών εγκλημάτων, μονάχα όμως δια της ευθείας και όχι της μερικής ταυτοποιήσεως. Η επιχείρηση μιας αναλογικής ερμηνείας της διάταξης αποκλείεται, καθώς πρόκειται για μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, του οποίου οι προϋποθέσεις θα πρέπει να καθορίζονται ρητά, όπως επίσης και η ακολουθούμενη διαδικασία, οι περιπτώσεις αδικημάτων για τα οποία επιβάλλεται, οι εγγυήσεις των ατομικών δικαιωμάτων κατά τη διενέργειά του κλπ. Αποδεικτικό μέσο που τυχόν προκύπτει από μια τέτοια έρευνα θα είναι παράνομο και μη αξιοποιήσιμο, ενώ δε δύναται να χαρακτηριστεί ούτε τυχαίο εύρημα, καθώς δεν ανακαλύπτεται στο πλαίσιο έρευνας για διαφορετική υπόθεση[36].
Προβληματισμοί που ανακύπτουν από την αναζήτηση συγγενικών δεσμών
[...................................]
Αναζήτηση συγγενικών δεσμών: μια νέα διάσταση της χρήσης ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου