Πέμπτη, Φεβρουαρίου 06, 2020



Οι αναλύσεις
Διήγημα
Την παρατηρούσα επί ώρα ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω από την εφημερίδα μου. Τα αισθήματά μου έπαιζαν ανάμεσα στην αηδία και τον οίκτο. Βαριανάσαινε λες και ανέβαινε με τα πόδια στο Παλαμήδι. Κάθε τόσο έπαιρνε ένα περιοδικό από το τραπεζάκι και προσπαθούσε να στεγνώσει τον ιδρώτα που έτρεχε ποτάμι από το πρόσωπό της. Φως φανάρι πως δεν αισθανόταν καλά. Εμ , βέβαια, με τόσο πάχος που κουβαλούσε επάνω της.
Έμοιαζε με υπερσιτισμένο  ζωντανό. Όλα τα μέλη της σπαρταρούσαν στο λίπος. Πρόσωπο τίγκα στο προζύμι, στη θέση των ματιών διακρίνονταν με δυσκολία δυο μαύρες κουμπότρυπες. Χέρια και γάμπες σαν να τα ’χανε φουσκώσει με τρόμπα, στήθος και κοιλιά εξ αδιαιρέτου, ένας πελώριος σωρός , που παλλόταν κυματοειδώς , κάθε φορά που άλλαζε πλευρό. Υποθυρεοειδισμός; Πολυφαγία; Όποια κι αν ήταν η αιτία , λίγα ήταν τα ψωμιά της.
Βάλθηκα να φαντάζομαι πιθανά σενάρια θανάτου. Κατέληξα στην πιθανότερη εκδοχή: έμφραγμα! Στον ύπνο συνήθως , ύστερα από ένα γαστριμαργικό όργιο. Καλός θάνατος! Χωρίς πόνους και ξεφτίλα από την κατάρρευση του σώματος κι οι συγγενείς να κάνουν σχέδια για εκδρομές και τσιμπούσια μπροστά σου , ενώ στα πίσω δωμάτια ετοιμάζουν το σάβανό σου. Μόνο που στην περίπτωσή της ήταν κομμάτι άδικο. Είχε χρόνια μπροστά της , ήταν ολοφάνερο πως δεν ξεπερνούσε τα τριάντα.
Είχα έρθει μετά απ’ αυτήν. Σκεφτόμουν πόση ώρα θα έκανε μέσα στο γιατρό κι ανησυχούσα. Ασφαλώς θα την κρατούσε έναν αιώνα κι εγώ βιαζόμουνα. Το ραντεβού με το μεσίτη δε χωρούσε αναβολή. Ή ταν ή επί τας! Θα έφερνε τον πωλητή κι εγώ το ήθελα το σπιτάκι εκείνο στη Περαία, όπως ο πρεζάκιας τη δόση του. Ήτανε όμως και το αυτοκίνητο που το ’χα παρκάρει μπροστά στην Τράπεζα κι υπήρχε ο κίνδυνος να μου το πάρει ο γερανός αν καθυστερούσα υπέρμετρα.
Μου ’ρθε να την παρακαλέσω να περάσω πρώτος, αλλά συγκρατήθηκα. Κάτι μέσα μου αντέδρασε στη σκέψη ότι θα υποχρεωνόμουν σ’ αυτό το πλάσμα , που όλο φυσούσε και ξεφυσούσε και προφανώς θα βρόμαγε ξινίλες, γιατί πώς να πλύνεις ένα τέτοιο κορμί, τα χέρια πού να φτάσουνε στα πόδια.
Η πόρτα του γραφείου άνοιξε και η βοηθός την κάλεσε να μπει. Πετάχτηκε πάνω. Τρόπος του λέγειν «πετάχτηκε». Στηρίχτηκε με τα δυο χέρια στα μπράτσα της πολυθρόνας , έριξε με δύναμη τον μπόγο του στήθους προς τα κάτω, ταλαντεύτηκε μια στιγμή , να πέσει μπρος ή να πέσει πίσω, τελικά τα κατάφερε. Στυλώθηκε με κόπο και κίνησε σέρνοντας τα βήματά της προς το γραφείο, ενώ η ανάσα της έβγαινε σφυριχτή από την τρύπα που κατ' ευφημισμό θα το αποκαλούσες στόμα.
Η πόρτα έκλεισε με πάταγο, εμένα όμως με ζώσανε τα φίδια. Το ρολόι μου έδειχνε στο αμείλιχτο πρόσωπό του πως τα περιθώρια χρόνου που είχα στη διάθεσή μου είχαν στενέψει δραματικά. Πάνω όμως που ήμουν έτοιμος να φύγω , να περνούσα, είπα, την άλλη μέρα με την ησυχία μου, εξάλλου δεν ήταν επείγον το ζήτημα, μία επίσκεψη ρουτίνας ήταν , όπως πριν από ένα εξάμηνο, όπως και κάθε χρόνο, απλώς για επιβεβαίωση ότι όλα πάνε καλά, όλες οι τιμές πολύ κάτω από το όριο, Βασιλειάδη , θα μας θάψεις όλους, κορόιδευε ο γιατρός μου, η πόρτα εσείσθη συθέμελα ! Ούτε πέντε λεπτά δεν έκανε η χοντρή, αλλά τι να της έλεγε ο γιατρός στα χάλια που ήταν…
Το πλάσμα βγήκε ασθμαίνον κρατώντας τις αναλύσεις. Κοντοστάθηκε και κοίταξε το χαρτί με τα αποτελέσματα σαν να ήταν έτοιμη να το καταβροχθίσει. Μου φάνηκε πως οι κουμπότρυπες των ματιών είχαν μεγαλώσει λιγουλάκι , στο βάθος των πηγαδιών της λες και σπινθήριζαν φλογίτσες θριάμβου. Περνώντας από δίπλα μου με πήρε η κρεμμυδοσκορδίλα από το στόμα της. Μπλιαχ! Προφανώς, πριν έρθει για τα αποτελέσματα των αναλύσεων, είχε περάσει από κάποιο γυράδικο για ένα γιουρτλουκεμπαπτσίδικο τόνωμα.
Μπήκα με τη σειρά μου στο γραφείο και κάθισα . Το ύφος όμως του γιατρού εξ αρχής δε μ’ άρεσε καθόλου, έτσι όπως μελετούσε και ξαναμελετούσε τις τιμές στον υπολογιστή. Μια αχλή ανησυχητικού μυστηρίου άρχισε να πλανιέται πάνω από το λαμπατέρ, που αγωνιζόταν να διώξει επί ματαίω τα σκοτάδια του καταθλιπτικού γραφείου του.
«Κύριε Βασιλειάδη, τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο καλά!» είπε παίζοντας με το χέρι το ποντίκι του υπολογιστή του, επί του οποίου ήταν μονίμως καρφωμένο το βλέμμα του.»
« Τι βγάζω ή δε τη βγάζω τη μέρα , γιατρέ;» προσπάθησα να δώσω ένα χιουμοριστικό τόνο στη φωνή μου, ενώ η καρδιά μου άρχισε να δίνει τους πρώτους κλώτσους μέσα μου.
« Γιατί τόσο βιαστικός; Σας πειράζει να γίνει αύριο;» μού επέστρεψε το χιούμορ του με τη μορφή δηλητηρίου. « Πλάκα κάνω, μην το παίρνετε τοις μετρητοίς , αγαπητέ μου ! Προς το παρόν, δεν είστε του θανατά, αλλά, αλλά..., αν θέλετε τη γνώμη μου, χρειάζεστε ένα πληρέστερο τσεκάπ και ...»
« Γιατρέ, εκπλήσσομαι μ' αυτά που ακούω.» μισοσηκώθηκα από την πολυθρόνα έντρομος. « Πριν έξι μήνες μου είπατε ότι περνάω τη δεύτερη νιότη μου και τώρα με θάβετε;»
Το χέρι του χτύπησε μάλλον νευρικά το ποντίκι πάνω στο γραφείο:
« Μα τι έχετε πάθει με τις θανατίλες σας σήμερα; Δεν είμαι νεκροθάφτης , κύριε Βασιλειάδη, μικροβιολόγος είμαι! Εγώ σας λέω ό,τι βλέπω. Οι τιμές είναι τιμές! Τα τριγλυκερίδιά σας, η HDL, η LDL… Συγκρίνοντάς τες με τις αντίστοιχες προ εξαμήνου είναι λίγο τσιμπημένες.»
« Λίγο τσιμπημένες!», επανέλαβα μηχανικά τα τελευταία του λόγια και έπεσα καταπτοημένος στην πολυθρόνα .
« Ελάτε τώρα, μην το παίρνετε κατάκαρδα. Ώριμος άνθρωπος είστε , πρέπει να αντιδράσετε ψύχραιμα και συντονισμένα.»
« Ψύχραιμα και συντονισμένα! Ως προς το πρώτο, εύκολο είναι να το λες , δύσκολο όμως να το κάνεις. Ως προς το δεύτερο , κάτι είχατε αρχίσει να μου λέτε για ένα πληρέστερο τσεκάπ…»
«Επιβάλλεται, κύριε Βασιλειάδη, επιβάλλεται εδώ και τώρα! Ένα καλό ιατρικό κέντρο, ένα δημόσιο νοσοκομείο, δε σας το συνιστώ βεβαίως, κάπου , τέλος πάντων, όπου θα σας εξετάσουν ενδελεχώς , αξονική, μαγνητική , τα ξέρετε καλύτερα από μένα, και θα σας δώσουν την κατάλληλη αγωγή. Αν θέλετε, μπορώ να μεσολαβήσω να σας δεχθούν αμέσως στο Διευρωπαϊκό, όπου δουλεύει η γυναίκα μου.»
«Ευχαριστώ, γιατρέ!» είπα και σηκώθηκα. «Θα το συζητήσω με τη δική μου γυναίκα και θα σας απαντήσω.»
Βγήκα τρεκλίζοντας από το ιατρείο. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να αγοράσω ένα πακέτο τσιγάρα. Μπορεί να το ’χα κόψει εδώ και πέντε χρόνια, αλλά σε κάτι τέτοιες θύελλες , όταν το πλοίο σου κοντεύει να μπατάρει κι εσύ προσεύχεσαι γονατιστός στο κατάστρωμα, το αφιλότιμο είναι το πιο σύνηθες ηρεμιστικό .
Διέσχισα το δρόμο και κατευθύνθηκα στο απέναντι περίπτερο. Την ώρα που ξεφλούδιζα με τρεμάμενα χέρια το πακέτο, είδα, ξαφνικά , τη ευτραφέστατη κυρία στα τρία μέτρα από μένα . Περίμενε στη διπλανή στάση για το λεωφορείο. Στ’ αριστερό της χέρι κρατούσε έναν πύραυλο παγωτού τεραστίων διαστάσεων, ενώ με το δεξί τηλεφωνούσε.
«Ναι, ρε μάνα, σου λέω. Οι εξετάσεις ήταν πεντακάθαρες! Όπως και τις άλλες φορές. Εγώ στο είπα, τσάμπα τα λεφτά που δίνουμε. Λοιπόν άκου: Ως εδώ ήταν ! Οι επόμενες εξετάσεις θα γίνουν  μετά την παρέλευση δεκαετίας . Άντε γεια τώρα! Έχω ραντεβού στα Κάστρα για φαγητό με κάτι φίλες.»
Έμεινα στήλη άλατος. Το πράγμα έπαιρνε διαστάσεις χοντρού γκροτέσκο.Εγώ με τα μαρουλάκια μου, τις ντοματούλες μου, τα εκρηκτικά μου όσπρια δις και τρις εβδομαδιαίως, εγώ, που σαν το πουλάκι έτρωγα και σαν το προβατάκι σιτιζόμουν, εγώ που είχα κάνει Ευαγγέλιο το Ιπποκρατικό Άνδρα δε χρη, ός εστι συνετός, λογισάμενον ότι τοίσιν ανθρώποισιν πλείστου άξιόν εστι η υγιείη, να πνίγομαι στις τρανσαμινάσες, κι αυτό το εκτόπλασμα, το…,το…, δεν έβρισκα άλλον χαρακτηρισμό για τη σαπιοκοιλιά , … να χαίρει άκρας υγείας τρώγοντας τον άμπακο.
Βλέποντας το λεωφορείο να πλησιάζει , το εκτόπλασμα εξαφάνισε μ’ ένα μαγικό κόλπο στον καταπιώνα του τα εναπομείναντα δύο τρίτα του πυραύλου και πάτησε στο σκαλοπάτι. Το λεωφορείο προς στιγμή κλυδωνίστηκε συθέμελα, αλλά φαίνεται ότι είχε γερό σασί και κατάφερε να έρθει στα ίσια του. Ορθορόδιασε και ξεκίνησε. Έμεινα να το κοιτώ αποσβολωμένος. Ανέβαινε , πορδίζοντας ένα σύννεφο καπνού, τη Βενιζέλου, ενώ οι πρώτες τάσεις εμέτου από το παρηγορητικό μου τσιγαράκι άρχισαν να σουλατσάρουν στο στομάχι μου.
Ένα ταξί εμφανίστηκε και αποβίβασε  δύο πελάτες  μπρος στη στάση. Τη στιγμή που ο οδηγός πατούσε γκάζι για να φύγει  , το αποφάσισα. Άνοιξα την πόρτα και χώθηκα μέσα σαν αστραπή. Με ύφος που δεν επιδεχόταν αντίρρηση πρόσταξα: «Ακολούθησε το λεωφορείο με τον αριθμό 23. Το βλέπεις; Περιμένει στο φανάρι της Εγνατίας!».
Ο οδηγός γύρισε και με κοίταξε καχύποπτα.
«Άκουσε , φίλε, δε θέλω μπλεξίματα. Αν είναι τίποτε παράνομο και με φωνάξουνε στα δικαστήρια, εγώ δεν είδα και δεν άκουσα τίποτα. Να το ξέρεις…»
«Τι παράνομο μου τσαμπουνάς και δικαστήρια, χριστιανέ μου; Ένα γνωστό θέλω να προλάβω, που μπήκε στο λεωφορείο.»
«Άμα είναι έτσι , πάω πάσο! Φύγαμε!»
Έβαλε μπρος και φύγαμε, μια φυγή όμως σερνάμενη και κουνάμενη, απ’ τις γνωστές Σαλονικιές, θυμήθηκα και το ραντεβού που είχα  , αλλά  ποιος τον χέζει τώρα τον Σκρουτζ τον πωλητή που είχε κατσικοποδιάσει και δεν έκοβε ούτε ένα χιλιάρικο, μπήκαμε στην Αγίου Δημητρίου, όλο ζόριζα τον οδηγό να το παίξει Χάμιλτον , αλλά αυτός αντί να επιταχύνει δήλωνε  ότι τα Scoda δεν έχουνε ακόμα βγάλει φτερά, ψιλοφρακάραμε μπροστά από τον οίκο του Αγίου  Δημητρίου , ένεκα το κοπάδι με τις αγιούσες απ’ το ΚΑΠΗ της Μανωλάδας, μπήκαμε κάποια στιγμή στην Ακροπόλεως , τελικά το χάσαμε το λεωφορείο του ΟΑΣΘ και τώρα πού να ψάξω τη ευτραφή κυρία;
Σταμάτησα το ταξί στην Πλατεία Αγίων Αναργύρων. Και να ’θελα , δεν πήγαινε παραπέρα, γιατί γινόταν ανάστα ο κύριος, όλη η περιοχή υπό κατάληψη απ’ τους πιστούς που συνέρρεαν να προσκυνήσουν τη χάρη τους, οι μικροπωλητές με τα κινέζικά τους επί του οδοστρώματος , οι γριούλες με λαμπάδες μεγαλύτερες απ’ το μπόι τους να περιμένουν στην ουρά και οι παππούληδες που κράδαιναν μπαστούνια κι εφορμούσαν ηρωικά επί μίας υπαίθριας εικόνας…
Βοήθησαν οι Ανάργυροι και μένα. Την εντόπισα στην τρίτη ταβέρνα -κόντρα φάτσα από το σπίτι των Αγίων- δυο μόλις λεπτά , απ’ τη στιγμή που άρχισα το ψάξιμο. Καθόταν με άλλα τρία ξανθά ευτραφέστατα πλάσματα και τελετουργούσαν στη μνήμη των Αρχαγγέλων μας γύρω από ένα τραπέζι τίγκα στα εδέσματα . Στο κέντρο του δέσποζε η πιατέλα με ένα ολόκληρο ψητό αρνί, επί του οποίου είχαν επιπέσει υλοποιώντας την επωδό   του γνωστού δημοτικού άσματος της Αραχώβης:

Το έγδαρα, το σούβλισα
και τόσφιξα στ’αλάτι.
Το έψησα, το λιάνισα
κι αρχίζω απ’την πλάτη.

Γαία πυρί μειχθήτω ζόρισα τον εαυτό μου και διέσχισα κάθιδρος την αίθουσα . Σταμάτησα μπροστά της. Γύρισε και με κοίταξε καχύποπτα. Οι κουμπότρυπες είχαν μεταβληθεί σε πελώριες μαύρες τρύπες, ικανές να καταποντίσουν μέσα τους ολόκληρα γκαζάδικα.
« Συγγνώμη , κυρία μου, που σας ενοχλώ. Ασφαλώς θα με θυμάστε. Ήμασταν προ ολίγου στο μικροβιολόγο Παρασίδη…»
« Και λοιπόν; Τι σημαίνει η παρουσία σας εδώ; Μήπως έγινε κάποιο λάθος;»
« Όχι, όχι, κυρία μου , κανένα λάθος! Απλώς ήθελα να σας ρωτήσω για κάτι. Έχετε την καλοσύνη να μου διαθέσετε ένα λεπτό ιδιαιτέρως;»
Κουνήθηκε ανήσυχη προκαλώντας τις έντονες διαμαρτυρίες της καρέκλας της. Ποιος ξέρει τι θα έβαζε η έρμη με το μυαλό της για την παρουσία μου. Μπορεί να ήθελα να της την πέσω, μπορεί…Με τόσους παλαβούς που κυκλοφορούν ελεύθεροι, όλα ήταν δυνατά. Την καταλάβαινα…
« Δεν έχω μυστικά από τις φίλες μου, κύριε. Ό,τι έχετε να πείτε, να το πείτε μπροστά τους!»
« Ξέρετε, να , εγώ… μέχρι πρότινος εγώ προσωπικά δεν είχα τίποτε. Όλες οι αναλύσεις μου ήτανε μια χαρά. Σήμερα όμως οι τιμές μου τρελάθηκαν. Σας άκουσα όμως όλως τυχαίως να λέτε στο τηλέφωνο ότι είστε υγιέστατη και …»
Με διέκοψε:
«…Και είπατε δε ρωτώ τη χοντρή πώς τα καταφέρνει να είναι καθαρή, ενώ εγώ ο φυσιολογικός είμαι τίγκα στα τριγλυκερίδια  …»
Ύψωσα το κεφάλι μου , δίνοντας ένα τόνο αγανάκτησης στο πρόσωπό μου.
« Δεν είμαι ούτε χυδαίος ούτε ρατσιστής , κυρία μου! Σας διαβεβαιώ ότι η λέξη που μου αποδίδετε ως σκέψη για το σώμα σας είναι ξένη προς την αξιοπρέπειά μου.»
Οι κουμπότρυπες τώρα είχαν μεταβληθεί σε δαμάσκηνα Σκοπέλου. Στο πρόσωπό της παιχνίδιζε το ύφος εκείνο που έχει προσδώσει παγκοσμίως στο νεοέλληνα το αδιαφιλονίκητο τίτλο του «ρωνειού».
« Εντάξει , κύριε, σας πιστεύω. Και για να σας αποδείξω το πόσο σας πιστεύω, θα σας εμπιστευτώ το μυστικό της υγιεινής διατροφής μου .»
Γύρισε προς τις φίλες της, που χαμογελούσαν πονηρά:
«Κορίτσια, να του πούμε του κυρίου τη δίαιτά μας ή θα προσβάλω τα χρηστά σας ήθη;»
«Να του την πούμε, να του την πούμε!...», αναφώνησαν τα ξανθά κοράσια  ως χορός αρχαίας τραγωδίας.
« Λοιπόν,κύριε, εφαρμόζουμε τη... Δίαιτα της πάπιας!»
«Δηλαδή;» ψέλλισα σαν χαμένος.
« Τα τρώμε όλα και μετά κάνουμε την πάπια!» είπε και έσκασε στα γέλια.
Μια συγχορδία εκρήξεων τύπου "ΧΟ!, ΧΟ!, ΧΟ και ΧΑ!, ΧΑ!, ΧΑ!", επιβεβαίωσε το αληθές του λόγου της εκ μέρους των χαριτωμένων συνδαιτημόνων της. Το τραπέζι τους πήγαινε κι ερχόταν από τους αλλεπάλληλους σπασμούς των αβυσσαλέων γαστέρων τους.
Πισωπάτησα ρίχνοντας μια καρέκλα στο πάτωμα.
" Να σας κεράσουμε κάτι;" την άκουσα να λέει με καλόγνωμη διάθεση.
"Όχι, ευχαριστώ!" είπα ντροπιασμένος. Ένα κύμα πανικού άρχισε να με σπρώχνει προς την έξοδο. Πριν περάσω το κατώφλι την άκουσα να λέει:

« Μια συμβουλή ακόμα, αγαπητέ μου:Καλό φαϊ και... όξω καρδιά! Αλλιώς η Δίαιτα δεν πιάνει…»
Φθάνοντας στο σπίτι , η Κούλα είχε πέσει. Άνοιξα το ψυγείο και περιδρόμιασα ό,τι βρήκα μπροστά μου, ένα πιάτο μακαρόνια με κιμά, τρία μπιφτέκια που είχαν ξεμείνει από την Κυριακή, ένα μιλφέιγ απ' τη γιορτή της Κούλας, κατέβασα  μια κόκα κόλα από πάνω, τεζάρησα. Χώθηκα κάτω από το πάπλωμα και αγκάλιασα τη γυναίκα μου. Αναδεύτηκε ξεθαρρεμένη και τρίφτηκε επάνω μου , αλλά έτσι όπως πίεζε το σαν καρπούζι στομάχι μου ο αγώνας σούμο αναβλήθηκε για την άλλη Πέμπτη . Γύρισα πλευρό μπας και ανακουφιστώ.
« Μανόλη, πώς πήγε με το γιατρό;»
« Όλα καλά! Λίγο τα τριγλυκερίδια ανεβασμένα, αλλά μου έδωσε μια δίαιτα θαυματουργή..»
« Τι είδους δίαιτα;»
« Της  πάπιας με την όξω καρδιά!»
«Τι είπες;»
« Τίποτα. Θα σου εξηγήσω αύριο. Κοιμήσου τώρα!»Αποτέλεσμα εικόνας για duck eating animated gifs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

♫ Tu Bella Ca' Lu Tieni-Oμορφούλα μου εσύ, με το στρογγυλό στήθος/Σε λένε Μαρία, τόσο όμορφο όνομα / Σου το έδωσε η Μαντόνα

L'arpeggiata – Tu bella ca lu tieni lu pettu tundu (Tarantella) Συνθέτης :Pino De Vittorio(1954 ) ...