Συνεργάτες των Ναζί και (επανα)ονοματοδοτήσεις οδών: Υπεράσπιση της μνήμης
Και ήρθε η εποχή που στη Γερμανία ξεκίνησε, επιτέλους, η αναψηλάφηση
του ναζιστικού παρελθόντος σε όλους τους τομείς (της πολιτικής, της
δικαιοσύνης, του στρατού, των επιστημών, της τέχνης) με αποτέλεσμα να
αποκαλυφθεί η αποκρουστική ή, τουλάχιστον, αμφιλεγόμενη ιστορία πολλών
«προσωπικοτήτων» που είχαν τιμηθεί με διάφορους τρόπους, εν αγνοία της
δράσης τους στη σκοτεινή περίοδο. Σε πολλές πόλεις συγκροτήθηκαν από
τους δήμους ειδικές επιτροπές για να εξετάσουν από αυτή τη σκοπιά τα
ονόματα των οδών τους. Η εξέταση βοήθησε τους πολίτες να γνωρίσουν το
παρελθόν τους και οδήγησε σε πάρα πολλές περιπτώσεις σε αλλαγή ονομάτων.
Η πρώτη αλλαγή είχε γίνει βέβαια το 1945 και αφορούσε ονόματα προβεβλημένων στελεχών του ναζιστικού κόμματος. Εκατοντάδες οι πλατείες, οι λεωφόροι και οι οδοί που έφεραν το όνομα του Χίτλερ, του Γκαίρινγκ και άλλων «προσωπικοτήτων» της εθνικοσοσιαλιστικής βαρβαρότητας, εύκολη η –συχνότατα οπορτουνιστική- απόφαση για μετονομασία, αφού τον έλεγχο είχαν πια οι συμμαχικές κατοχικές δυνάμεις. Για τους άλλους, όμως, π.χ. τους επιστήμονες και τους καλλιτέχνες, δεν έγινε το ίδιο.
Ένορκες δηλώσεις υπέρ συνεργατών των ναζί – Ένας πονόψυχος γιατρός στο Άουσβιτς
Αποφασιστικό ρόλο για να καταγραφούν τυπικά ως «ακέραιοι χαρακτήρες», «μέσα τους αντίπαλοι του καθεστώτος» και απλά «αναγκασμένοι από τις συνθήκες να γίνουν συνοδοιπόροι» έπαιξαν οι θετικές ένορκες δηλώσεις πολιτικά ευυπόληπτων πολιτών. Χαρακτηριστική η ονομασία που άτυπα δόθηκε σ’ αυτές τις δηλώσεις: Persilschein (πιστοποιητικό Persil), από το όνομα του προσφιλούς απορρυπαντικού, που «απομακρύνει όλους τους λεκέδες». Εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια, τέτοια πιστοποιητικά εκδόθηκαν τα πρώτα χρόνια, επέτρεψαν καριέρες και θεμελίωσαν τιμητικές διακρίσεις.
Να, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ένορκης δήλωσης του καθηγητή πανεπιστημίου von Verschuer (ο οποίος, παρά τη συνεργασία του με τους Ναζί, θεωρήθηκε επίσημα ευυπόληπτος και παραδόθηκε καθαρός στην κοινωνία χάρη σε σχετική ένορκη δήλωση του Adolf Butenandt, τιμημένου με το βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1939):
«Ο βοηθός μου στο Ινστιτούτο μου της Φρανκφούρτης, Δρ. Μ., αποσπάστηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο του στρατοπέδου συγκέντρωσης Άουσβιτς, ενάντια στη θέλησή του. Όλοι, όσοι τον γνώριζαν, βίωσαν πόσο δυστυχισμένος ήταν γι’ αυτό, και πόσο επίμονα προσπαθούσε να πάρει μετάθεση στο μέτωπο, για να φύγει από εκεί, δυστυχώς, όμως, χωρίς επιτυχία. Σχετικά με τη δουλειά του εκεί γνωρίζουμε μόνο ότι μοχθούσε να είναι Γιατρός και Βοηθός για τους αρρώστους».
Ο συγκεκριμένος βοηθός δεν χρειάστηκε αυτή τη θετική δήλωση για τη μεταπολεμική καριέρα του επειδή προτίμησε να φύγει στο εξωτερικό. Παρέμεινε μάλιστα στο εξωτερικό, κι έτσι, ενώ το 1958 ασκήθηκε δίωξη εναντίον του, δεν κάθισε ποτέ στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Το όνομά του: Γιόζεφ Μένγκελε, γνωστός στους κρατούμενους του Άουσβιτς ως «άγγελος του θανάτου», ένας σαδιστής εγκληματίας, που σκότωνε τα παιδιά-θύματά του με τα ίδια του τα χέρια και αφαιρούσε τα μάτια τους για, ενώ ακόμη λειτουργούσε ο εγκέφαλός τους.
Αυτή ήταν η αξία των μαρτυριών εκείνης της εποχής, με τις οποίες οι συνεργάτες των ναζί μετατρέπονταν σε ήρωες.
(Επανα)ονοματοδοτήσεις: Damnatio memoriae;
Πίσω, στον Abderhalden. Η ιστορική έρευνα έδειξε την άμεση επιστημονική σχέση του με την εξόντωση των αναπήρων στη χιτλερική Γερμανία, και αποκάλυψε ότι με τη βοήθεια δικών του ανθρώπων κατάφερε μετά το 1945 να παρουσιάσει ως «αντιστασιακή πράξη» το γεγονός ότι δεν εφάρμοσε το ναζιστικό νόμο για απομάκρυνση των Εβραίων επιστημόνων από την Ακαδημία Επιστημών, ενώ η αλήθεια ήταν ότι δεν χρειάστηκε να τον εφαρμόσει επειδή είχε σπεύσει να τους απομακρύνει πριν ακόμη οι Ναζί θεσπίσουν το σχετικό μέτρο. Τουλάχιστον έξι από αυτούς άφησαν την τελευταία τους πνοή στους θαλάμους αερίων των στρατοπέδων θανάτου.
Ζητήθηκε, λοιπόν, η μετονομασία της οδού, που έφερε το όνομά του, με σκοπό αφενός την ιστορική καταδίκη του ναζισμού και τη συμβολική αποδοκιμασία των συνεργών του, και αφετέρου την απόδοση τιμής σε μία Εβραία επιστημόνισσα που αγωνίστηκε ενάντια στους ναζί. Άλλωστε, είχε προηγηθεί το ιστορικό Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου, το οποίο ήδη το 2010 μετονόμασε ένα κτίριό του από Abderhalden σε Leonor Michaelis (Εβραίος βιοχημικός, που είχε φύγει από τη Γερμανία), με το σκεπτικό ότι ο πρώτος δεν μπορεί να αποτελεί ούτε επιστημονικό ούτε κοινωνικό πρότυπο.
Ακούστηκαν πολλά στον δημόσιο διάλογο, ανάμεσά τους, ως αντίρρηση, το ερώτημα, εάν επιτρέπεται να «υβρίζεται» και να «συκοφαντείται» ένας νεκρός, ο οποίος προσέφερε και πολλά θετικά, που, ίσως, υπερτερούν των αρνητικών. «Όχι», ανταπάντησε ο καθηγητής Robert Fajen, «δεν πρόκειται για damnatio memoriae», δεν είναι ούτε συκοφαντία ούτε εξύβριση νεκρού, πρόκειται για «αμφίθυμη αποτίμηση του ιστορικού ρόλου (του συγκεκριμένου προσώπου) σήμερα, που κάνει ακατάλληλη τη χρήση του ονόματος για χώρο μνήμης». Τόσο απλά.
Μετά από συζητήσεις πέντε χρόνων το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης αποφάσισε τελικά να μην αλλάξει το όνομα, προκαλώντας αμέτρητες διαμαρτυρίες, μεταξύ αυτών και εκείνες της Εβραϊκής Κοινότητας. Πάντως, δικαίωμά του ήταν, και κανένας δεν αμφισβήτησε το δικαίωμα αυτό, ούτε βέβαια οι φυσικοί απόγονοι του Abderhalden.
Στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα τα πράγματα ήρθαν διαφορετικά. Πολλές χιλιάδες ήταν τα «πιστοποιητικά persil» για τους συνεργάτες των ναζί κατακτητών, από τη στιγμή που έθεταν τον εαυτό τους και πάλι στις υπηρεσίες των –νέων- αντιπάλων του ΕΑΜ και των κομμουνιστών. Όμως, μόλις στη Χούντα εμφανίστηκαν και «δικαιώθηκαν» στο δημόσιο χώρο η Κατοχή και οι άνθρωποί της. Χαρακτηριστική ήταν η παρέμβαση στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, όπου εκατοντάδες κομμουνιστές και άλλοι πατριώτες εκτελέστηκαν από τους Χιτλερικούς.
Σημειώνει ο Γιώργος Ανδρίτσος:
Πριν τη Χούντα η πλάκα έγραφε: «Η Καισαριανή στα παιδιά της που πέσανε για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία της πατρίδας». Το 1968 ο διορισμένος από τη Χούντα δήμαρχος Καισαριανής Καρακάσης έστησε ένα τεράστιο σταυρό και έγραψε στο μνημείο «Εις τα θύματα του κουμουνισμού, υπερασπιστές του Έθνους αιωνία η ευγνωμοσύνη μας», ενώ στις 13 Δεκεμβρίου του 1970 εντοίχισε πλάκα «Προς τους σφαγιασθέντας υπό των κομουνιστών. Ευγνωμοσύνης ένεκεν».
Παρόμοια έγιναν στις ονοματοδοτήσεις δημόσιων χώρων, και όλα αυτά, μόνον στην Ελλάδα συνέβησαν τόσα χρόνια μετά την ήττα του ναζισμού.
Ως συνέχεια των παραπάνω έχουμε πρόσφατα και μια άλλη αποκλειστικότητα: Μόνο στην Ελλάδα η διατύπωση μιας αναμφισβήτητα υπαρκτής «αμφίθυμης αποτίμησης του ιστορικού ρόλου συγκεκριμένου προσώπου, που κάνει ακατάλληλη τη χρήση του ονόματος για χώρο μνήμης», επιχειρείται από τους φυσικούς απογόνους, να διωχθεί δικαστικά με την κατηγορία της damnatio memoriae.
Προσφυγή στα δικαστήρια για την τιμή του Μένγκελε
Μόνο στην Ελλάδα; Όχι, η αλήθεια είναι ότι γνωρίζω μία ακόμη υπόθεση, αυτή στη Γερμανία:
Το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης αφαίρεσε το 1961 τον διδακτορικό τίτλο από τον Γιόζεφ Μένγκελε, «εξαιτίας των εγκλημάτων του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς». Ενάντια στην απόφαση κατέφυγε στα δικαστήρια η γυναίκα του Μένγκελε, επικαλούμενη το γεγονός ότι ποτέ δεν είχε καταδικαστεί για εγκλήματα, ενώ αντίθετα είχε θετικές μαρτυρίες υπέρ του. Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να αποφανθούν τελεσίδικα τα δικαστήρια και να επικυρωθεί η απόφαση του Πανεπιστημίου.
Θράσος συγγενικών προσώπων; Ειλικρινά, δεν ξέρω, αν περί αυτού πρόκειται. Από το νου μου περνάει ένα απόφθεγμα του Νίτσε, που συνάντησα να χρησιμοποιείται σε ένα διάλογο ανάμεσα στον γιο ενός διακεκριμένου καθηγητή Πανεπιστημίου την εποχή του Γ’ Ράιχ (και ο γιος καθηγητής πανεπιστημίου στη μεταπολεμική Γερμανία) και έναν ερευνητή, που έψαχνε να βρει τι είχε ομολογήσει ο πατέρας στο γιο και ποια θεωρούσε ο γιος ότι ήταν η εμπλοκή του πατέρα του στη ναζιστική βαρβαρότητα.
Το απόφθεγμα του Νίτσε που έπεσε στη συζήτησή τους είναι: «‘Το έκανα’ λέει η μνήμη. ‘Δεν μπορεί να το έχω κάνει’ λέει η υπερηφάνεια και παραμένει άτεγκτη. Τελικά υποχωρεί η μνήμη».
Όμως, οι νεκροί έχουν δικαίωμα να απαιτούν από εμάς, να μην αφήνουμε ποτέ τη μνήμη να υποχωρεί μπροστά στην ιδιοτελή υπερηφάνεια. Γι’ αυτό αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω αυτό το κείμενο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΑΚΑΛΟΣ, ομ. καθηγητής ΑΠΘ
Η πρώτη αλλαγή είχε γίνει βέβαια το 1945 και αφορούσε ονόματα προβεβλημένων στελεχών του ναζιστικού κόμματος. Εκατοντάδες οι πλατείες, οι λεωφόροι και οι οδοί που έφεραν το όνομα του Χίτλερ, του Γκαίρινγκ και άλλων «προσωπικοτήτων» της εθνικοσοσιαλιστικής βαρβαρότητας, εύκολη η –συχνότατα οπορτουνιστική- απόφαση για μετονομασία, αφού τον έλεγχο είχαν πια οι συμμαχικές κατοχικές δυνάμεις. Για τους άλλους, όμως, π.χ. τους επιστήμονες και τους καλλιτέχνες, δεν έγινε το ίδιο.
Ένορκες δηλώσεις υπέρ συνεργατών των ναζί – Ένας πονόψυχος γιατρός στο Άουσβιτς
Αποφασιστικό ρόλο για να καταγραφούν τυπικά ως «ακέραιοι χαρακτήρες», «μέσα τους αντίπαλοι του καθεστώτος» και απλά «αναγκασμένοι από τις συνθήκες να γίνουν συνοδοιπόροι» έπαιξαν οι θετικές ένορκες δηλώσεις πολιτικά ευυπόληπτων πολιτών. Χαρακτηριστική η ονομασία που άτυπα δόθηκε σ’ αυτές τις δηλώσεις: Persilschein (πιστοποιητικό Persil), από το όνομα του προσφιλούς απορρυπαντικού, που «απομακρύνει όλους τους λεκέδες». Εκατοντάδες χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια, τέτοια πιστοποιητικά εκδόθηκαν τα πρώτα χρόνια, επέτρεψαν καριέρες και θεμελίωσαν τιμητικές διακρίσεις.
Να, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ένορκης δήλωσης του καθηγητή πανεπιστημίου von Verschuer (ο οποίος, παρά τη συνεργασία του με τους Ναζί, θεωρήθηκε επίσημα ευυπόληπτος και παραδόθηκε καθαρός στην κοινωνία χάρη σε σχετική ένορκη δήλωση του Adolf Butenandt, τιμημένου με το βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1939):
«Ο βοηθός μου στο Ινστιτούτο μου της Φρανκφούρτης, Δρ. Μ., αποσπάστηκε στο στρατιωτικό νοσοκομείο του στρατοπέδου συγκέντρωσης Άουσβιτς, ενάντια στη θέλησή του. Όλοι, όσοι τον γνώριζαν, βίωσαν πόσο δυστυχισμένος ήταν γι’ αυτό, και πόσο επίμονα προσπαθούσε να πάρει μετάθεση στο μέτωπο, για να φύγει από εκεί, δυστυχώς, όμως, χωρίς επιτυχία. Σχετικά με τη δουλειά του εκεί γνωρίζουμε μόνο ότι μοχθούσε να είναι Γιατρός και Βοηθός για τους αρρώστους».
Ο συγκεκριμένος βοηθός δεν χρειάστηκε αυτή τη θετική δήλωση για τη μεταπολεμική καριέρα του επειδή προτίμησε να φύγει στο εξωτερικό. Παρέμεινε μάλιστα στο εξωτερικό, κι έτσι, ενώ το 1958 ασκήθηκε δίωξη εναντίον του, δεν κάθισε ποτέ στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Το όνομά του: Γιόζεφ Μένγκελε, γνωστός στους κρατούμενους του Άουσβιτς ως «άγγελος του θανάτου», ένας σαδιστής εγκληματίας, που σκότωνε τα παιδιά-θύματά του με τα ίδια του τα χέρια και αφαιρούσε τα μάτια τους για, ενώ ακόμη λειτουργούσε ο εγκέφαλός τους.
Αυτή ήταν η αξία των μαρτυριών εκείνης της εποχής, με τις οποίες οι συνεργάτες των ναζί μετατρέπονταν σε ήρωες.
(Επανα)ονοματοδοτήσεις: Damnatio memoriae;
Πίσω, στον Abderhalden. Η ιστορική έρευνα έδειξε την άμεση επιστημονική σχέση του με την εξόντωση των αναπήρων στη χιτλερική Γερμανία, και αποκάλυψε ότι με τη βοήθεια δικών του ανθρώπων κατάφερε μετά το 1945 να παρουσιάσει ως «αντιστασιακή πράξη» το γεγονός ότι δεν εφάρμοσε το ναζιστικό νόμο για απομάκρυνση των Εβραίων επιστημόνων από την Ακαδημία Επιστημών, ενώ η αλήθεια ήταν ότι δεν χρειάστηκε να τον εφαρμόσει επειδή είχε σπεύσει να τους απομακρύνει πριν ακόμη οι Ναζί θεσπίσουν το σχετικό μέτρο. Τουλάχιστον έξι από αυτούς άφησαν την τελευταία τους πνοή στους θαλάμους αερίων των στρατοπέδων θανάτου.
Ζητήθηκε, λοιπόν, η μετονομασία της οδού, που έφερε το όνομά του, με σκοπό αφενός την ιστορική καταδίκη του ναζισμού και τη συμβολική αποδοκιμασία των συνεργών του, και αφετέρου την απόδοση τιμής σε μία Εβραία επιστημόνισσα που αγωνίστηκε ενάντια στους ναζί. Άλλωστε, είχε προηγηθεί το ιστορικό Πανεπιστήμιο Χούμπολντ του Βερολίνου, το οποίο ήδη το 2010 μετονόμασε ένα κτίριό του από Abderhalden σε Leonor Michaelis (Εβραίος βιοχημικός, που είχε φύγει από τη Γερμανία), με το σκεπτικό ότι ο πρώτος δεν μπορεί να αποτελεί ούτε επιστημονικό ούτε κοινωνικό πρότυπο.
Ακούστηκαν πολλά στον δημόσιο διάλογο, ανάμεσά τους, ως αντίρρηση, το ερώτημα, εάν επιτρέπεται να «υβρίζεται» και να «συκοφαντείται» ένας νεκρός, ο οποίος προσέφερε και πολλά θετικά, που, ίσως, υπερτερούν των αρνητικών. «Όχι», ανταπάντησε ο καθηγητής Robert Fajen, «δεν πρόκειται για damnatio memoriae», δεν είναι ούτε συκοφαντία ούτε εξύβριση νεκρού, πρόκειται για «αμφίθυμη αποτίμηση του ιστορικού ρόλου (του συγκεκριμένου προσώπου) σήμερα, που κάνει ακατάλληλη τη χρήση του ονόματος για χώρο μνήμης». Τόσο απλά.
Μετά από συζητήσεις πέντε χρόνων το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης αποφάσισε τελικά να μην αλλάξει το όνομα, προκαλώντας αμέτρητες διαμαρτυρίες, μεταξύ αυτών και εκείνες της Εβραϊκής Κοινότητας. Πάντως, δικαίωμά του ήταν, και κανένας δεν αμφισβήτησε το δικαίωμα αυτό, ούτε βέβαια οι φυσικοί απόγονοι του Abderhalden.
Στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα τα πράγματα ήρθαν διαφορετικά. Πολλές χιλιάδες ήταν τα «πιστοποιητικά persil» για τους συνεργάτες των ναζί κατακτητών, από τη στιγμή που έθεταν τον εαυτό τους και πάλι στις υπηρεσίες των –νέων- αντιπάλων του ΕΑΜ και των κομμουνιστών. Όμως, μόλις στη Χούντα εμφανίστηκαν και «δικαιώθηκαν» στο δημόσιο χώρο η Κατοχή και οι άνθρωποί της. Χαρακτηριστική ήταν η παρέμβαση στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, όπου εκατοντάδες κομμουνιστές και άλλοι πατριώτες εκτελέστηκαν από τους Χιτλερικούς.
Σημειώνει ο Γιώργος Ανδρίτσος:
Πριν τη Χούντα η πλάκα έγραφε: «Η Καισαριανή στα παιδιά της που πέσανε για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία της πατρίδας». Το 1968 ο διορισμένος από τη Χούντα δήμαρχος Καισαριανής Καρακάσης έστησε ένα τεράστιο σταυρό και έγραψε στο μνημείο «Εις τα θύματα του κουμουνισμού, υπερασπιστές του Έθνους αιωνία η ευγνωμοσύνη μας», ενώ στις 13 Δεκεμβρίου του 1970 εντοίχισε πλάκα «Προς τους σφαγιασθέντας υπό των κομουνιστών. Ευγνωμοσύνης ένεκεν».
Παρόμοια έγιναν στις ονοματοδοτήσεις δημόσιων χώρων, και όλα αυτά, μόνον στην Ελλάδα συνέβησαν τόσα χρόνια μετά την ήττα του ναζισμού.
Ως συνέχεια των παραπάνω έχουμε πρόσφατα και μια άλλη αποκλειστικότητα: Μόνο στην Ελλάδα η διατύπωση μιας αναμφισβήτητα υπαρκτής «αμφίθυμης αποτίμησης του ιστορικού ρόλου συγκεκριμένου προσώπου, που κάνει ακατάλληλη τη χρήση του ονόματος για χώρο μνήμης», επιχειρείται από τους φυσικούς απογόνους, να διωχθεί δικαστικά με την κατηγορία της damnatio memoriae.
Προσφυγή στα δικαστήρια για την τιμή του Μένγκελε
Μόνο στην Ελλάδα; Όχι, η αλήθεια είναι ότι γνωρίζω μία ακόμη υπόθεση, αυτή στη Γερμανία:
Το Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης αφαίρεσε το 1961 τον διδακτορικό τίτλο από τον Γιόζεφ Μένγκελε, «εξαιτίας των εγκλημάτων του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς». Ενάντια στην απόφαση κατέφυγε στα δικαστήρια η γυναίκα του Μένγκελε, επικαλούμενη το γεγονός ότι ποτέ δεν είχε καταδικαστεί για εγκλήματα, ενώ αντίθετα είχε θετικές μαρτυρίες υπέρ του. Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να αποφανθούν τελεσίδικα τα δικαστήρια και να επικυρωθεί η απόφαση του Πανεπιστημίου.
Θράσος συγγενικών προσώπων; Ειλικρινά, δεν ξέρω, αν περί αυτού πρόκειται. Από το νου μου περνάει ένα απόφθεγμα του Νίτσε, που συνάντησα να χρησιμοποιείται σε ένα διάλογο ανάμεσα στον γιο ενός διακεκριμένου καθηγητή Πανεπιστημίου την εποχή του Γ’ Ράιχ (και ο γιος καθηγητής πανεπιστημίου στη μεταπολεμική Γερμανία) και έναν ερευνητή, που έψαχνε να βρει τι είχε ομολογήσει ο πατέρας στο γιο και ποια θεωρούσε ο γιος ότι ήταν η εμπλοκή του πατέρα του στη ναζιστική βαρβαρότητα.
Το απόφθεγμα του Νίτσε που έπεσε στη συζήτησή τους είναι: «‘Το έκανα’ λέει η μνήμη. ‘Δεν μπορεί να το έχω κάνει’ λέει η υπερηφάνεια και παραμένει άτεγκτη. Τελικά υποχωρεί η μνήμη».
Όμως, οι νεκροί έχουν δικαίωμα να απαιτούν από εμάς, να μην αφήνουμε ποτέ τη μνήμη να υποχωρεί μπροστά στην ιδιοτελή υπερηφάνεια. Γι’ αυτό αισθάνθηκα την ανάγκη να γράψω αυτό το κείμενο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΑΚΑΛΟΣ, ομ. καθηγητής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου