ΑΝΑΠΟΔΗ ΜΕΡΑ
Ή
ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΚΥΚΛΩΝΟΥΝ ΟΙ ΤΥΨΕΙΣ ΜΑΣ
αι δ' αγέροντο ψυχαί υπέρ Ερέβευς νεκύων κατατεθνηώτων
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Λ 36-37
ΟΔΥΣΣΕΙΑ Λ 36-37
Ανάποδη μέρα σημαδεμένη από παράξενο όνειρο.
Όταν οι πεθαμένοι περνούν το μαύρο ποτάμι
και εισχωρούν στη ζωή μας μ’ έναν τρόπο αλλιώτικο.
Όχι για να μας συμπαρασταθούν ή για να μας χαρίσουν
μια σύντομη έστω ψευδαίσθηση.
Ούτε για να μας προσφέρουν τη γνώση τους.
Έρχονται μέσα απ’ το θειάφι, κρατώντας τα μαραμένα
φύλλα στα χέρια τους.
Έρχονται και στέκουν αμίλητοι
έξω από την αφύλακτη, τη λησμονημένη πληγή.
Και τότε είναι που μέσα στη νύχτα ξυπνάει το κοράκι.
Το σαρκοφάγο πουλί με τα σάπια κομμάτια στα νύχια του.
Τότε είναι που χιμάει πάνω στα μάτια, κρώζοντας, να
ραμφίσει.
Να τρέξει το αίμα, να πιεί τη φωνή
να μπει βαθιά μέσα στην απόκρυφη μνήμη.
Εκεί που η κάτασπρη όψη του σκοτωμένου
σκοτεινιάζει ζητώντας απεγνωσμένα μια εξήγηση.
Και η ψυχή μας τότε πιασμένη μέσα στο δίχτυ
σπαράζει.
Τρομαγμένη κι ανίσχυρη.
Θανάσης Κωσταβάρας: "Κήποι στον παράδεισο", 1990
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου